Στο άνετο σαλόνι της οικογένειας Iloanya στην Awka της Νιγηρίας, πάνω από την τηλεόραση είναι κρεμασμένη μια μικρή συλλογή από οικογενειακά πορτραίτα. Μόλις δύο φωτογραφίες απομένουν από τον νεότερο γιο τους, τον Chijioke.

Εξαφανίστηκε πριν από οκτώ χρόνια. Οι γονείς του, Hope και Emmanuel, τον είδαν τελευταία φορά δεμένο με χειροπέδες, σε ένα αστυνομικό τμήμα που ελεγχόταν από το SARS, κατά κόσμον Ειδική Ομάδα Κατά των Κλοπών, που σπέρνει τον τρόμο στη χώρα.

Έκτοτε, οι γονείς του δεν έχουν πάψει να τον αναζητούν. Στη διαδρομή τους, έχουν συναντήσει μια ολόκληρη βιομηχανία εμπόρων ελπίδας: Δικηγόρους, ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκκλησίες και πάστορες που ζητούσαν τις φωτογραφίες του Chijioke, δίνοντας την υπόσχεση ότι θα προσευχηθούν για εκείνον και θα τους βοηθήσουν να τον φέρουν πίσω.

«Σου δίνουν μια προφητεία ότι θα επιστρέψει», εξηγεί η 53χρονη Hope μιλώντας στους Times της Νέας Υόρκης. «Ό,τι και αν σου πουν να κάνεις, το κάνεις».

Η οικογένεια Iloanya δεν είναι η μόνη που έχασε τα παιδιά της ενώ εκείνα βρίσκονταν υπό κράτηση σε αστυνομικά τμήματα της Νιγηρίας. Επί σειρά ετών, οι αστυνομικοί του κράτους της Δυτικής Αφρικής έχουν βασανίσει, δολοφονήσει και εκβιάσει αμέτρητους νεαρούς ανθρώπους, κατηγορώντας τους για εγκληματικές πράξεις, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες κατά τη διάρκεια ακροάσεων και σχετικών μελετών.

Οι νέοι της χώρας εξέφρασαν την οργή τους τον Οκτώβριο, με το ξέσπασμα των μεγαλύτερων διαδηλώσεων που έχουν καταγραφεί στη χώρα εδώ και πολλά χρόνια. Οι διαδηλώσεις, με σύνθημα το hashtag #EndSARS στρέφονταν ενάντια στην αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις της Νιγηρίας. Εναντίον των ηγετών της χώρας και του συστήματος.

Στην Ανάμπρα, την πολιτεία στην οποία κατοικούν οι Iloanya στα νοτιοανατολικά της Νιγηρίας, οι εξαφανίσεις είναι τόσο συχνό φαινόμενο ώστε αρκετοί να τις αντιμετωπίζουν ως επιχειρηματική ευκαιρία. Τσαρλατάνοι επιδιώκουν να αποσπάσουν χρήματα από απελπισμένες οικογένειες που ήδη έχουν αναγκαστεί να καταβάλλουν υπέρογκα ποσά ως δωροδοκία προς τους αστυνομικούς.

«Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων» υπόσχονται να μάθουν περισσότερες πληροφορίες. «Δικηγόροι» δεσμεύονται να αποδώσουν δικαιοσύνη. «Πάστορες» προτείνουν υπηρεσίες… πνευματικής διαμεσολάβησης. Τέτοιου είδους «επαγγελματίες» απομύζησαν περίπου $60.000 δολάρια από την Hope και τον Emmanuel, ενώ μέλη της οικογένειάς τους έκαναν ότι μπορούσαν για να βοηθήσουν τον γιο τους.

Ο Chijioke ήταν μόλις 20 ετών όταν εξαφανίστηκε.

Είχε αμέτρητους φίλους που τον φώναζαν «50 Cent» εξαιτίας του στυλ του, που θύμιζε εκείνο του διάσημου ράπερ. Το σπίτι της οικογένειας έσφυζε από ζωή.

Ήταν καλός στα μαθηματικά και στη ζωγραφική και έπαιζε ντραμς στην εκκλησία. Πείραζε τη μικρή του αδερφή, δίνοντάς της παρατσούκλια τα οποία η ίδια αρνείται να μοιραστεί ακόμη και σήμερα. Τον λάτρευε.

Η οικογένεια είχε ήδη χάσει ένα παιδί, την 13χρονη κόρη τους, Peace, που κατέρρευσε και πέθανε από μυστηριώδη αίτια το 2010, σε ηλικία μόλις 13 ετών.

Τον Νοέμβριο του 2012, ενώ ο Chijioke παρευρισκόταν σε μία βάπτιση, ο ίδιος και έξι ακόμη άτομα συνελήφθησαν –ανάμεσά τους και η μητέρα του μωρού. Η μητέρα, το βρέφος και άλλη μια γυναίκα αφέθηκαν σύντομα ελεύθερες, όμως ο Chijioke παρέμεινε στα κρατητήρια, χωρίς κάποια εξήγηση.

Ο Emmanuel και η Hope έσπευσαν στο αστυνομικό τμήμα της γειτονικής πόλης Awkuzu. Οι αστυνομικοί αρνήθηκαν ότι βρισκόταν στο τμήμα. Όμως τότε η Hope είδε τον γιο της, δεμένο με χειροπέδες. Φώναξε το όνομά του και εκείνος της απάντησε. Οι αστυνομικοί τους έσπρωξαν έξω από την πόρτα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδαν τον γιο τους.

Το αστυνομικό τμήμα όπου μεταφέρθηκε ο Chijioke θεωρείται η «έδρα των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων», συμπεριλαμβανομένων των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, σύμφωνα με εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας.

Οι αστυνομικοί συλλαμβάνουν νεαρούς άνδρες χωρίς ουσιαστικές αιτίες, σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών επιζησάντων, τους βασανίζουν μέχρι να ομολογήσουν εγκλήματα που δεν διέπραξαν και στη συνέχεια απαιτούν χρήματα –συχνά δεκάδες χιλιάδες δολάρια- για να τους απελευθερώσουν. Εκείνοι που δεν μπορούν να πληρώσουν συχνά εξαφανίζονται.

Ο James Nwafor, διοικητής του τμήματος μέχρι το 2018, είχε στην κατοχή του μια σειρά από αμφιλεγόμενα βραβεία προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ένα χρυσό ρολόι και μια σειρά από ακριβά αυτοκίνητα. Παράλληλα, καυχιόταν ότι σκότωνε τους υπόπτους με τα ίδια του τα χέρια, σύμφωνα με ανθρώπους που τον γνωρίζουν προσωπικά.

«Ο James Nwafor μου είπε απλώς: «Εγώ τον σκότωσα», θυμάται ο Justus Ijeoma, συνήγορος ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είχε προσεγγίσει τον Nwafor πριν από μία δεκαετία, για να τον ρωτήσει τι απέγινε ένας πελάτης του. «Δεν το έκρυψε. Είχε απίστευτο θράσος».

Ο Bonaventure Mokwe, επιχειρηματίας που είχε κρατηθεί στο συγκεκριμένο αστυνομικό τμήμα επί δύο μήνες το 2013, υποστηρίζει ότι ο Nwafor δολοφόνησε έναν κρατούμενο που τόλμησε να του φέρει αντίρρηση.

«Τράβηξε ένα ασημένιο πιστόλι και τον πυροβόλησε. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια».

Η Hope και ο Emmanuel επισκέπτονταν το τμήμα ασταμάτητα, εκλιπαρώντας για πληροφορίες. Μια εβδομάδα μετά τη σύλληψη, τον συνάντησαν προσωπικά.

Τους είπε ευθέως ότι είχε δολοφονήσει τον γιο τους.

«Διέλυσα τον γιο σας», αυτές ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε», θυμάται ο Emmanuel. «Διέλυσα τον γιο σας, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα».

Ο Nwafor αρνήθηκε να σχολιάσει τις καταγγελίες στους Times. Όταν δημοσιογράφοι των Times τον αναζήτησαν στο αστυνομικό τμήμα, πρώην συνάδελφοί του τους απείλησαν με όπλα ζητώντας τους να αποχωρήσουν.

Η δήλωσή του ήταν τόσο ανατριχιαστική, που οι Iloanya δεν μπορούσαν να την πιστέψουν. Και τότε, άνθρωποι που γνώριζαν τον Nwafor άρχισαν να τους προσεγγίζουν λέγοντάς τους ότι τους είπε ψέματα. Και προσφέροντάς τους βοήθεια.

Ο 63χρονος Emmanuel, που εργάζεται ως ηλεκτρολόγος, δήλωσε στους Times ότι πλήρωσε σχεδόν $9.000 σε επικεφαλής οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο οποίος υποστήριξε ότι έχει επαφές στο στρατό, που θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τον Nwafor. Ο διάδοχός του υποστήριξε ότι δεν είχε γνώση για την υπόθεση, αλλά η οργάνωση χρεώνει τα θύματα μόνο για τα ταξιδιωτικά κόστη.

Πάστορες και ομάδες προσευχών ζήτησαν από την Hope τα ρούχα του γιου της και τις φωτογραφίες του και την ενθάρρυναν να ενισχύσει την πίστη της. Για αυτές τις «υπηρεσίες» τη χρέωσαν αναλόγως.

«Πρέπει να πληρώσεις ακόμη και για να συναντηθείς με τον ιερέα», εξηγεί. «Πληρώνεις για να συναντηθείς με έναν προφήτη από κοντά».

Ένας από αυτούς τους προφήτες ήταν και ο Gideon Ajekwe, ιδρυτής της Εκκλησίας Βαπτιστών των Καλών Ειδήσεων του Ιησού, που βρίσκεται σε μια πλούσια κοιλάδα γεμάτη εκκλησίες.

«Η δουλειά μου είναι η προσευχή», δήλωσε ο ίδιος σε συνέντευξή του. «Για τις προσευχές του, ζήτησε από την Hope να κάνει μια δωρεά στη ραδιοφωνική εκπομπή του. Εκείνη του έδωσε $60.

Μετά ήρθαν οι δικηγόροι.

«Πολλοί δικηγόροι», τονίζει η Obianuju, η 26χρονη κόρη τους. Μέχρι τη σύλληψη του αδερφού της σκόπευε να σπουδάσει στη Νομική, όμως άλλαξε γνώμη βλέποντας τους δικηγόρους να αποσπούν χρήματα από τους γονείς της. Αντ’ αυτού έγινε ακτιβίστρια υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης.

«Άρχισα να βλέπω τους δικηγόρους σαν αρπακτικά», θυμάται.

Η οικογένεια δοκίμασε τα πάντα.

Όταν ο Emmanuel άκουσε για κάποια πτώματα που είχαν απορριφθεί σε κοντινό ποταμό, οδήγησε μέχρι εκεί και άρχισε να γυρνά με κλαδιά τα άψυχα κορμιά για να δει αν στο πρόσωπό τους θα αναγνώριζε τον γιο του.

Ο Emmanuel επέστρεψε στον Nwafor, προσφέροντάς του $19.000, όλα τα χρήματα που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει. Εκείνος αρνήθηκε να τα πάρει, χαρακτηρίζοντάς τα «φραγκοδίφραγκα», σύμφωνα με την οικογένεια.

Οι Iloanya δεν ήταν οι μόνοι που διαμαρτύρονταν για τον Nwafor αλλά και το SARS. Συνήγοροι ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιζήσαντες και ερευνητές δημοσίευαν εκθέσεις, έγραφαν επιστολές σε κυβερνήτες πολιτειών και στον πρόεδρο και διαμαρτύρονταν για την κατάσταση στα αστυνομικά τμήματα.

Κανένας αστυνομικός, όμως, δεν έχει υποστεί δίωξη, ούτε έχουν απαγγελθεί κατηγορίες.

Αντί για αυτό, το 2018, ο Nwafor ήταν υποψήφιος για ένα βραβείο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αργότερα, ο κυβερνήτης της πολιτείας, Willie Obiano, τον προσέλαβε ως ειδικό σύμβουλο ασφαλείας.

Όμως η αποχώρησή του από το τμήμα δεν σήμανε και το τέλος της κακοποίησης.

Ο Sunday Ibeh, ένας 34χρονος προμηθευτής ιατρικών ειδών και πατέρας τριών παιδιών συνελήφθη φέτος τον Σεπτέμβριο, κατηγορούμενος ότι σχεδίαζε να αγοράσει ένα κλεμμένο αμάξι. Όπως λέει, οι αστυνομικοί τον έδεσαν, τον κρέμασαν από έναν στύλο και έβαλαν βαριά βαρίδια στην πλάτη του, η οποία κόντεψε να σπάσει.

Απελευθερώθηκε λίγο πριν το ξέσπασμα των διαδηλώσεων, την έκρηξη θυμού που έδειξε πόσο συνηθισμένη ήταν η φρικτή εμπειρία του στο πολυπληθέστερο κράτος της Αφρικής.

Η Νιγηρία έχει άμεση ανάγκη από αναδιάρθρωση της αστυνομίας. Στα βόρεια της χώρας, η Μπόκο Χαράμ σπέρνει τον τρόμο. Εγκληματίες επιτίθενται στα βορειοδυτικά. Γεωργοί συγκρούονται με κτηνοτρόφους στα κεντρικά.

Όμως η νιγηριανή αστυνομία έχει μακρά ιστορία βίας και ατιμωρησίας. Ο θεσμός γεννήθηκε στους κόλπους της βρετανικής αποικιοκρατίας και, παρά τις προσπάθειες δεκαετιών, η μεταρρύθμισή του κυλά με βασανιστικά αργούς ρυθμούς. Η χρόνια υπο-χρηματοδότηση και οι χαμηλοί μισθοί, ωθούν τους αστυνομικούς στους εκβιασμούς πολιτών ή στην εξυπηρέτηση των πλούσιων και ισχυρών.

Ο κυβερνήτης της πολιτείας αναγκάστηκε να απολύσει τον Nwafor μετά τις διαδηλώσεις και ο πρόεδρος διέλυσε και αντικατέστησε το SARS. Όμως ελάχιστοι είδαν αυτή την αλλαγή ως απόδειξη ότι η κυβέρνηση επιθυμεί ουσιαστική αλλαγή του συστήματος.

«Υπάρχουν άλλες μονάδες που είναι δυο φορές πιο φονικές από το SARS», τονίζει ο Ijeoma. «Το SARS είναι απλώς ένα σύμβολο όλης της βίας που διαπράττει η νιγηριανή αστυνομία».

Η αστυνομία είναι υπερβολικά χρήσιμη πολιτικά ώστε να αναγκαστεί να λογοδοτήσει, εξηγεί ο Okechukwu Nwanguma, εκτελεστικός διευθυντής του Rule of Law and Accountability Advocacy Centre.

Διαδοχικές κυβερνήσεις «θέλουν η αστυνομία να ακολουθεί τις εντολές του καθεστώτος» και όχι τη νομοθεσία, τονίζει.

Η οικογένεια του Chijioke έχει καταστραφεί. Εκτός από τον χαμό του παιδιού τους, έχουν αναγκαστεί να πουλήσουν τα πάντα –ακόμη και τη γη στην οποία είναι θαμμένη η κόρη τους.

Οι εκκλησίες ποτέ δεν τους επέστρεψαν τις φωτογραφίες του γιου τους.

Η Obianuju κατέθεσε σε δικαστική επιτροπή διερεύνησης της αστυνομικής βίας. O James Nwafor κλήθηκε να καταθέσει, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ.

Στο Twitter, ο Nwafor υποστήριξε ότι ο Chijioke είχε ληστέψει ένα πρατήριο καυσίμων. Εκπρόσωπος της αστυνομίας, όμως, δήλωσε διαφορετικά πράγματα ενώπιον της επιτροπής: Ότι ο νεαρός σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών. Η οικογένειά του υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι παράλογοι.

Έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να τον ξαναδούν ζωντανό. Το 2019, αποφάσισαν να χαρίσουν τα παπούτσια του. Ξεκλείδωσαν το δωμάτιό του και το έβαψαν γαλάζιο. Πλέον εκεί ζει η Ruth, το μικρότερο παιδί τους. Το μόνο που τους έχει μείνει, είναι ο αγώνας για δικαιοσύνη.

Η Obianuju, μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα επισκέφθηκε το τμήμα στο οποίο φέρεται να έχασε τη ζωή του ο αδερφός της. Στο προαύλιο αναγνώρισε τον Nwafor να κάθεται κάτω από ένα δέντρο.

Τον προσέγγισε. Της χαμογέλασε και τη ρώτησε αν θα αναγνώριζε ποτέ τον James Nwafor αν τον έβλεπε από κοντά. Μετά της είπε ότι η δικαιοσύνη θα μπορούσε να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα: Υπέρ της ή εναντίον της.

«Ας αφήσουμε το δικαστήριο να αποφασίσει», του είπε εκείνη φεύγοντας.