Η επιλογή της αγοράς των γαλλικών μαχητικών Rafale – που πολλοί θεωρούν ότι θα αλλάξει υπέρ μας την ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο έναντι των Τούρκων – μόνο τυχαία δεν ήταν. Δεν φανερώνει απλώς τη σύσφιγξη των ελληνογαλλικών σχέσεων και την αμέριστη στήριξη του Μακρόν στη χώρα μας απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, που καταγράφεται τους τελευταίους μήνες, αλλά επιβεβαιώνει μία παράδοση δύο αιώνων.

Από την εποχή του Καποδίστρια και των πρώτων επαναστατικών χρόνων και έπειτα του Τρικούπη και του Βενιζέλου η Ελλάδα στηρίχθηκε σε γαλλικά πρότυπα για να συγκροτήσει και να εκπαιδεύσει τον Στρατό της και τη Σχολή Ευελπίδων. Επρόκειτο για μία επιλογή που στηριζόταν στις συμμαχίες που οικοδομούσε τότε η χώρα μας και στους διεθνείς πολιτικούς συσχετισμούς της εποχής που εν μέρει διατηρούνται και σήμερα. Μάλιστα αυτή η συνδρομή δεν περιορίστηκε σε παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού και συμβουλών αλλά και σε στήριξη της χώρας μας από το Παρίσι – όπως έδειξαν η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, η συμμετοχή των δύο χωρών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο ίδιο στρατόπεδο, η υποστήριξη στα χρόνια της οικονομικής κρίσης -, οικοδομώντας τη διαχρονική ελληνογαλλική συνεργασία, γνωστή πλέον ως «Ελλάς – Γαλλία Συμμαχία».

Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Ενοπλες Δυνάμεις εξοπλίστηκαν με σημαντικά και πρωτοποριακά για την εποχή γαλλικά όπλα, θωρηκτά, υποβρύχια, και αεροσκάφη. Γαλλικά – τα ΑΜΧ30 – ήταν τα πρώτα καινούργια άρματα που εξόπλισαν τον Στρατό Ξηράς τη δεκαετία του 1970. Αργότερα ήρθε η εποχή των μαχητικών Mirage 2000, των UAV’s Sperwere, των ελικοπτέρων ΝΗ90. Και τώρα έρχονται τα μαχητικά αεροσκάφη Rafale. Η απόκτηση των «gamechangers» μαχητικών περνάει αύριο από τη Βουλή και εκτός απροόπτου θα βρίσκονται στους ελληνικούς ουρανούς την ερχόμενη άνοιξη. Εξάλλου και οι νέες φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού δεν αποκλείεται να είναι γαλλικές, αφού ο υπουργός Αμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος είπε προ ημερών στη Βουλή, επιβεβαιώνοντας το ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ», πως «όλα είναι ανοιχτά».

Λίγοι όμως – πλην των «μάχιμων» ναυτικών και των επιτελών του ΓΕΝ – γνωρίζουν ότι μερικά από τα πρώτα καταδυόμενα και υποβρύχια που απέκτησε η Ελλάδα ήταν γαλλικά. Το γαλλικό υποβρύχιο «Δελφίν» παραγγέλθηκε μαζί με το «Ξιφίας» στα γαλλικά Ναυπηγεία Schneider τον Σεπτέμβριο του 1910. Στις 9 Δεκεμβρίου 1912 εκτόξευσε τορπίλη με επιτυχία εναντίον του τουρκικού καταδρομικού «Medjidieh» γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη υποβρύχια τορπιλική επίθεση στην παγκόσμια ιστορία. Το «Δελφίν» έπειτα από αυτή την επιτυχημένη επίθεση, ενώ βρισκόταν εν καταδύσει, προσάραξε και για να απελευθερωθεί αναγκάστηκε να αφήσει τα μολυβένια βάρη ασφαλείας του. Αυτό του στέρησε τη δυνατότητα συμμετοχής στις υπόλοιπες επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του πολέμου.

Την ίδια περίοδο, λίγο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Ελλάδα προμηθεύτηκε και τέσσερα γαλλικά αεροσκάφη, τα Henry Farman III. Ηταν τα πρώτα ελληνικά πολεμικά αεροπλάνα. Ονομάστηκαν επίσημα «Δαίδαλος», «Αετός», «Γυψ» και «Ιέραξ». Η πρώτη πτήση έγινε από τον Δημήτρη Καμπέρο στις 13 Μαΐου 1912.

Ομως η αρχή της γαλλικής συνδρομής στην ενίσχυση της ελληνικής Αμυνας και των Ενόπλων Δυνάμεων είχε γίνει αρκετά χρόνια νωρίτερα, τα πρώτα χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Η διοίκηση των μονάδων του τακτικού στρατού είχε ανατεθεί στον γάλλο φιλέλληνα στρατηγό Κάρολο Φαβιέρο, που για πολλούς θεωρείται ο «πατέρας» του τακτικού Ελληνικού Στρατού.

Ακολούθησε το 1827, έπειτα από επίσκεψη στη Γαλλία και αίτημα του Καποδίστρια στη γαλλική κυβέρνηση, η αποστολή στην Ελλάδα για την οργάνωση του Στρατού του επτανησιακής καταγωγής Σταμάτη Βούλγαρη, του Auguste-Theod Garnot, του γεωγράφου Jean-Pierre-Eugéne-Félic Peytier και του Jean-Henry-Pierre-Augustin Pauzié-Banne (όλοι  απόφοιτοι της πολυτεχνικής σχολής της Γαλλίας). Στον Pauzié ανατέθηκε η ίδρυση και διεύθυνση της Σχολής Πυροβολικού, στον Βούλγαρη η εκπόνηση του σχεδίου της Πάτρας και στον Peytier η εκπόνηση του σχεδίου της Κορίνθου. Αναδιοργάνωση του Στρατού από τους Γάλλους έγινε και το 1911. Γαλλική στρατιωτική αποστολή με επικεφαλής τον στρατηγό Eydoux αφίχθη στην Αθήνα και προχώρησε σε παρεμβάσεις στη Σχολή Ευελπίδων. Σε συνεργασία με τον στρατηγό Καλλάρη αποφασίστηκε η εκπαίδευση των Ευελπίδων να γίνει συντομότερη, λιγότερο θεωρητική και περισσότερο πρακτική. Ακολουθήθηκε δηλαδή ως πρότυπο η άλλη γαλλική στρατιωτική σχολή της Saint Cyr, η οποία εκπαίδευε αξιωματικούς του πεζικού και ιππικού της Γαλλίας.

Αρωμα Γαλλίας στο Ναυτικό

Αλλά και στα πρώτα βήματα του Πολεμικού Ναυτικού η συμβολή των Γάλλων ήταν καθοριστική. Μετά την ίδρυση της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων υπό τη διεύθυνση του Ηλία Κανελλόπουλου, αποστολή από τη Γαλλία, υπό τον ναύαρχο Λεζέν, έθεσε τις πρώτες επιστημονικές βάσεις για την οργάνωση του Ναυτικού και τη μεθοδική εκπαίδευση του κατώτερου προσωπικού. Συγκεκριμένα καθιερώθηκε η υπηρεσία των κληρωτών, η εκπαίδευση των οποίων γινόταν στα παλαιά κτίρια του ναυστάθμου του Πόρου, και το κέντρο ονομάστηκε Κεντρικόν Προγυμναστήριον.

Γαλλικό… άρωμα είχε και αργότερα η ενίσχυση του ελληνικού Στόλου. Οπως προκύπτει από την ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού, με βάση τα στοιχεία του ΓΕΝ, κατά την πρωθυπουργία του Χαρίλαου Τρικούπη, το 1889, ο στόλος ενισχύθηκε περαιτέρω με την παραγγελία των θωρηκτών «Υδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά» από τη Γαλλία. Τα πλοία αυτά βοήθησαν την Ελλάδα να αντιμετωπίσει τον τότε αποδυναμωμένο τουρκικό στόλο στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, προσφέροντάς της κυριαρχία στο Αιγαίο. Εντούτοις, αυτή η ελληνική υπεροχή στις θάλασσες δεν κατάφερε να επιδράσει νικηφόρα στην έκβαση του πολέμου, ο οποίος μας οδήγησε στην εθνική ταπείνωση.

Με τη στήριξη των Γάλλων επιχειρήθηκε η αναδιοργάνωση του ελληνικού Στόλου και μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή το 1922. Εγινε προσπάθεια ανακαίνισης των περισσότερων πολεμικών μονάδων και τα «Αβέρωφ» και «Ελλη» επισκευάστηκαν στη Γαλλία. Ταυτόχρονα, παραγγέλθηκαν στη Γαλλία έξι υποβρύχια, με σημαντικότερα τα «Παπανικολής» και «Κατσώνης».

Τα πρώτα καινούργια άρματα στον Στρατό

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ξεκινά μία νέα εποχή για τον Ελληνικό Στρατό και για ακόμη μία φορά έχει γαλλική σφραγίδα. Για πρώτη φορά η χώρα μας προμηθεύεται με εθνικούς πόρους καινούργια άρματα, τα γαλλικά ΑΜΧ-30. Τα ελληνικά τεθωρακισμένα υπερείχαν τότε σε σχέση με αυτά είχαν οι Τούρκοι. Αποκτήθηκαν συνολικά 190 ΑΜΧ-30 και χρησιμοποιήθηκαν έως τις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Στα τέλη τη δεκαετίας του ’80 η κυβέρνηση αποφασίζει την προμήθεια 40 μαχητικών αεροσκαφών από τη Γαλλία, αγορά που χαρακτηρίστηκε ως «αγορά του αιώνα». Εκτοτε το ελληνικό οπλοστάσιο της Πολεμικής Αεροπορίας διαθέτει και αμερικανικά και γαλλικά αεροσκάφη. Και παρά την κριτική που είχε ασκηθεί τότε, ανώτατοι αξιωματικοί της Αεροπορίας τονίζουν στα «ΝΕΑ» πως – όπως και τώρα με τα Rafale – ήταν μία σωστή επιλογή, πολιτική και στρατηγική. «Εχουμε μαχητικά που δεν τα έχουν οι Τούρκοι και μάλιστα με σημαντικά όπλα και επιδόσεις». Στο πλαίσιο αυτό αποκτήθηκαν τα γαλλικά ελικόπτερα NH-90 αλλά και τα UAV’s Sperwer τη δεκαετία του 2000.

Ο «Τρελοκαμπέρος» και οι άλλοι πρωτοπόροι αεροπόροι

Γαλλική σφραγίδα είχε και η προσπάθεια της Ελλάδας να συγκροτήσει τις πρώτες αεροπορικές της υπηρεσίες τον Απρίλιο του 1911 στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Και βέβαια η ελληνική κυβέρνηση και οι επιτελείς των Ενόπλων Δυνάμεων πού αλλού θα αναζητούσαν πληροφόρηση, γνώσεις και βοήθεια; Στους Γάλλους, οι οποίοι ήταν τότε πρωτοπόροι στην αεροπορία. Ετσι, πριν από ακριβώς 109 χρόνια, τον Δεκέμβριο του 1911 έμπαιναν οι πρώτες βάσεις για την Πολεμική Αεροπορία. Τότε αναχώρησαν για τη Γαλλία οι υπολοχαγοί Δημήτριος Καμπέρος – ο Ελληνας που ταύτισε το όνομά του με το αεροπλάνο στην Ελλάδα, ο αεροπόρος – θρύλος γνωστός και με το παρατσούκλι «Τρελοκαμπέρος» για τις ριψοκίνδυνες πτήσεις του – και Μιχαήλ Μουτούσης, μαζί με τον ανθυπίλαρχο Χρήστο Αδαμίδη, προκειμένου να εκπαιδευτούν ως αεροπόροι στη σχολή των αδελφών Farman, στην Etampes, κοντά στο Παρίσι, όπως τονίζει το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ) στο εκτενές ιστορικό της Πολεμικής Αεροπορίας.

Τον Απρίλιο του 1912 ήταν η σειρά των υπολοχαγών Λουκά Παπαλουκά, Μάρκου Δράκου και του ανθυπίλαρχου Πανούτσου Νοταρά για εκπαίδευση στη Γαλλία. Την ίδια περίοδο παραγγέλθηκαν από τη Γαλλία τα πρώτα τέσσερα αεροσκάφη τύπου Henry Farman ΙΙΙ.

Η πρώτη στρατιωτική πτήση πραγματοποιήθηκε από τον υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο στις 13 Μαΐου 1912. Σημειώνεται ότι ο Δημήτριος Καμπέρος μετέτρεψε ένα από τα πρώτα αεροπλάνα Henry Farman σε υδροπλάνο και το δοκίμασε επιτυχημένα στη διαδρομή Φάληρο – Υδρα – Φάληρο, στις 24 και 25 Ιουνίου 1912, δείχνοντας τις δυνατότητες χρήσης του αεροπλάνου ως μέσου αεροναυτικής συνεργασίας.

Η τότε Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού (ΑΥΣ) δραστηριοποιήθηκε δραστικά με την είσοδο της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε τότε τη βοήθεια των Γάλλων, με τον γάλλο ταγματάρχη Denain, ενώ στην Ελλάδα ξεχώριζε ο ανθυπίλαρχος Αλέξανδρος Ζάννας, αεροπόρος και μετέπειτα υπουργός Αεροπορίας. Οι Γάλλοι εκπαίδευσαν ελληνικά στελέχη και η ΑΥΣ μετατράπηκε το 1918 σε διακριτό Σώμα Αεροπορίας, ισότιμο με τα υπόλοιπα Οπλα του Ελληνικού Στρατού.

Η γαλλική συνδρομή στην Ελληνική Αεροπορία συνεχίστηκε όταν το 1919 περί τα είκοσι αεροσκάφη Nieuport 24bis, προερχόμενα από το 531 Σμήνος Διώξεως το οποίο έδρασε κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με ελληνικό προσωπικό, παραχωρήθηκαν από τους Γάλλους στην Ελληνική Στρατιωτική Αεροπορία. Τα αεροσκάφη χρησιμοποιήθηκαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία