Εδώ και οκτώ μήνες, η πανδημία του κοροναϊού καλπάζει σε όλο τον κόσμο με τις υγειονομικές αρχές να καθιστούν τον έλεγχό της απόλυτη προτεραιότητα.

Για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού που μέχρι σήμερα έχει στοιχίσει τη ζωή σε 988.993 ανθρώπους, πολλές προσπάθειες έχουν γίνει και με διαφορετικές προσεγγίσεις.

Το Bloomberg παρατηρεί, καταγράφει και αναφέρει έξι παράγοντες που αποδείχθηκαν αποτελεσματικοί στην καλύτερη διαχείριση της πανδημίας.

Η προετοιμασία

Στη βάση των διαφορετικών προσεγγίσεων βρίσκονται πάντα δύο παράμετροι, αφενός η καταγραφή μέσω των τεστ και της ιχνηλάτησης όσων έχουν μολυνθεί και αφετέρου η ελαχιστοποίηση του κινδύνου εξάπλωσης  του ιού στην κοινωνία, μέσω της καραντίνας και άλλων περιοριστικών μέτρων.

Τα κράτη που από πολύ νωρίς αποδείχθηκαν αποτελεσματικά στη διαχείριση της πανδημίας ήταν αυτά που είχαν πάρει σκληρά μαθήματα από προηγούμενες εμπειρίες, όπως ο ιός SARS το 2003.

Η Ταϊβάν, για παράδειγμα, κατάφερε να φρενάρει την τοπική μετάδοση του κοροναϊού τον Απρίλιο, εφαρμόζοντας ένα σύστημα ελέγχου υγείας όσων ταξίδευαν σε συνδυασμό με τη διεξοδική λήψη τεστ και ιχνηλάτηση επαφών. Αυτό επίσης που βοήθησε από την εμπειρία του SARS σε πολλά ασιατικά έθνη ήταν η εξοικείωση με την ευρεία χρήση μάσκας.

Τεστ: Όσο πιο νωρίς, τόσο το καλύτερο

Χώρες που εφάρμοσαν έγκαιρα τον Ιανουάριο εκτεταμένα τεστ κοροναϊού, όπως η Νότια Κορέα και η Γερμανία, κατάφεραν να εκμηδενίσουν το πρώτο κύμα του ιού στους πληθυσμούς τους.

Τα τεστ έδωσαν τη δυνατότητα στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αντιδρούν γρήγορα στην αυξανόμενη απειλή και να πείσουν τους ανθρώπους για τον κίνδυνο. Το όφελος μάλιστα αυτής της προληπτικής δράσης φαίνεται να είναι μακροχρόνιο.

Παρόλο που και οι δύο χώρες αντιμετώπισαν νέες εξάρσεις της πανδημίας στο τέλος του καλοκαιριού, έχουν οδηγήσει τα κρούσματα κοροναϊού σε τέτοια επίπεδα που πλέον διαχειρίζονται χαλαρά τον ιό.

Στη άλλη πλευρά βρίσκονται οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες που πριν από ένα χρόνο θεωρούνταν από αρκετούς εμπειρογνώμονες ως οι πιο προετοιμασμένες χώρες στον πλανήτη για πανδημία. Ωστόσο, οι δύο αυτές χώρες απέτυχαν να εφαρμόσουν από νωρίς επαρκή τεστ, επιτρέποντας στον ιό να εξαπλωθεί ανεξέλεγκτα.

Η γεωγραφία

Νησιωτικές χώρες, όπως η Ισλανδία και η Νέα Ζηλανδία, μπόρεσαν να μειώσουν τα κρούσματα σε χαμηλό αριθμό απαγορεύοντας την είσοδο στη χώρα σε επισκέπτες και απομονώνοντας πλήρως τον εγχώριο πληθυσμό.

Η γεωγραφία βοήθησε σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί, ωστόσο, να δημιουργήσει νέες προκλήσεις.

Όταν η Κίνα άρχισε να ανοίγει διστακτικά εκ νέου την οικονομία της τον Απρίλιο και τον Μάιο, έπρεπε να λάβει ιδιαίτερες προφυλάξεις για να αποτρέψει αναζωπύρωση της πανδημίας στα σύνορά της με τη Βόρεια Κορέα και τη Ρωσία.

Στην Ευρώπη, πολλά ταξίδια από το εξωτερικό «εισήγαγαν» τον ιό σε κάποιες χώρες, ενώ οι καλοκαιρινές διακοπές δημιούργησαν αύξηση κρουσμάτων σε αρκετούς τουριστικούς προορισμούς που άνοιξαν τα σύνορά τους.

Τα αυστηρά – παρεμβατικά μέτρα έχουν αποτέλεσμα

Σε μια ανάλυση από τον Μάρτιο, η πολιτική επιστήμονας Σόφια Φέννερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο τα αυταρχικά καθεστώτα όσο και οι δημοκρατίες θα μπορούσαν να επιτύχουν καλά αποτελέσματα – οι αποφασιστικοί παράγοντες που θα έκριναν ένα τέτοιο αποτέλεσμα ήταν κατά πόσο τα έθνη διαθέτουν υποδομές, αξιόπιστο δημόσιο τομέα και ηγέτες με ένστικτο και γρήγορα αντανακλαστικά.

Η Κίνα εξέπληξε αρνητικά τον πλανήτη με την απόφασή της να επιβάλει τον Ιανουάριο καραντίνα και αυστηρούς περιορισμούς σε δεκάδες εκατομμύρια πολίτες για να σταματήσει την εξάπλωση του ιού. Η στρατηγική απέδωσε και σύντομα την υιοθέτησαν πολλές άλλες χώρες.

Όταν η κοινωνία της Κίνας άνοιξε ξανά, εξέπληξε και πάλι με τις επιλογές της καθώς υιοθέτησε μέτρα που οι περισσότερες χώρες χαρακτήρισαν υπερβολικά παρεμβατικά.  Για παράδειγμα, οι αρχές χρησιμοποιούσαν δεδομένα από κυβερνητικές υπηρεσίες, τηλεφωνικούς φορείς και το ιστορικό ταξιδιού των πολιτών για να τους κατηγοριοποιήσουν ανάλογα με το επίπεδο επικινδυνότητας, κάτι που έφερε διαφορετικούς βαθμούς ελευθερίας κινήσεων σε κάθε κατηγορία.

Μέχρι το καλοκαίρι, αυτά τα μέτρα ήταν τόσο αποτελεσματικά που το επίκεντρο της πανδημίας, η πόλη Ουχάν, είχε καταγράψει ελάχιστα κρούσματα από το Μάιο.

Και τα «βελούδινα» μέτρα μπορεί να είναι αποτελεσματικά

Λιγότερο παρεμβατικές πολιτικές αποδείχθηκαν επίσης αποτελεσματικές.

Η Ιαπωνία έχει καταστείλει δύο κύματα του ιού χωρίς lockdown. Σε μια χώρα όπου η κοινωνική συνοχή είναι υψηλή, οι συνεχείς εκστρατείες ευαισθητοποίησης του κοινού συμβούλευαν τους πολίτες να αποφύγουν μέρη όπου ο κόσμος συνωστίζεται και άρα αποτελούν εν δυνάμει εστίες μετάδοσης. Κλειστοί χώροι, πολυσύχναστα μέρη και κοντινές επαφές μπήκαν στην μαύρη λίστα.

Η Γερμανία, από την άλλη, λόγω της έγκαιρης και εκτεταμένης εφαρμογής τεστ κοροναϊού και της αποτελεσματικής ιχνηλάτησης των επαφών, βίωσε μια ήσυχη περίοδο την άνοιξη. Επειδή όμως η χώρα διαθέτει ένα αυστηρό νόμο περί απορρήτου, οι τοπικές υγειονομικές αρχές της χώρας δεν μπορούσαν να βασιστούν στην ψηφιακή παρακολούθηση. Έτσι για αυτούς τους σκοπούς, «στρατολόγησαν» ομάδες με μέλη από διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες , όπως φοιτητές ιατρικής ή πυροσβέστες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα email, το τηλέφωνο, ακόμη και το φαξ.

Η Νότια Κορέα χρησιμοποίησε λίγο και από τις δύο μεθόδους: βασίστηκε στην παρακολούθηση μέσω smartphone και καμερών, αλλά δεν επέβαλε ποτέ lockdown

Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση

Σε μια περίοδο κατά την οποία οι πολίτες βομβαρδίζονται με πληροφορίες από τις ειδήσεις και την επιστημονική κοινότητα, με αντιφατικά μηνύματα πολλές φορές, έχει ιδιαίτερη σημασία η αξιοπιστία όσων χαράζουν τις πολιτικές.

Χώρες με χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης στις αρχές είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε θεωρίες συνωμοσίας.

Η δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση του Ιράν, έπειτα από την προσπάθεια συγκάλυψης της εσφαλμένης πτώσης ενός στρατιωτικού αεροσκάφους από τον στρατό στις 8 Ιανουαρίου, είχε ως αποτέλεσμα οι πολίτες να αγνοήσουν τις οδηγίες του κράτους να μην ταξιδέψουν κατά τη διάρκεια του Περσικού νέου έτους, στα τέλη Μαρτίου.

Στις ΗΠΑ, από την άλλη, σε αρκετές πολιτείες πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις που ζητούσαν την επανέναρξη της οικονομίας.

Στη Λατινική Αμερική, οι δύο πιο πυκνοκατοικημένες χώρες, η Βραζιλία και το Μεξικό, κατέγραψαν από τα υψηλότερα ποσοστά αφού οι ηγέτες τους αμφισβήτησαν τους υγειονομικούς κινδύνους της πανδημίας.