Μήνυμα ότι η Τουρκία θα πρέπει να αντιληφθεί πως «οι απειλές και οι προκλήσεις απέναντι στην κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα χωρών της ΕΕ θα έχουν συνέπειες» στέλνει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, μιλώντας στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», λίγες ώρες πριν από την έκτακτη Σύνοδο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ και τη συνάντησή του με τον αμερικανό ομόλογό του Μάικ Πομπέο. Ο Νίκος Δένδιας τονίζει ότι η ελληνική διπλωματία «εργάζεται ώστε να μη χρειαστεί να φτάσουμε σε «θερμό επεισόδιο»» καταγγέλλοντας την τουρκική ηγεσία ότι επιλέγει την απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων αντί του διαλόγου. Την ίδια στιγμή υπογραμμίζει ότι η συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο είναι καθ’ όλα νόμιμη και εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.

Είπατε πρόσφατα ότι διανύουμε μία επικίνδυνη περίοδο και επιβεβαιωθήκατε. Πόσο κοντά φτάσαμε ή παραμένουμε σε ένα «θερμό επεισόδιο»;

Η τουρκική ηγεσία εμμένει στην παραβατικότητά της και επέλεξε να αντιδράσει με πρόσχημα μια καθ’ όλα νόμιμη συμφωνία κλιμακώνοντας την ένταση και επιδιώκοντας τη στρατιωτικοποίηση της κατάστασης. Είναι δυστυχώς μια επαναλαμβανόμενη έκφανση της παρωχημένης αντίληψης που έχει η Αγκυρα για το πώς λειτουργούν οι διεθνείς σχέσεις, με όλους βέβαια τους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί. Πρόκειται για διπλωματία των κανονιοφόρων. Εμείς δεν θα ακολουθήσουμε την Τουρκία σε αυτόν τον ολισθηρό δρόμο. Πυξίδα της εξωτερικής μας πολιτικής είναι πάντοτε η διεθνής νομιμότητα, η οποία επιτάσσει την ειρηνική επίλυση των διαφορών. Παράλληλα βεβαίως, η χώρα μας βρίσκεται σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Η Ελλάδα είναι μία χώρα φιλειρηνική, αλλά πάντοτε έτοιμη να προασπίσει στο έπακρο την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Και η διπλωματία της εργάζεται ώστε να μη χρειαστεί να φτάσουμε σε «θερμό επεισόδιο».

Η Τουρκία ωφελήθηκε από τη νέα κρίση που δημιούργησε και τι θα σήμαινε ένα «θερμό επεισόδιο»;

Δεν πιστεύω ότι η παραβατική και αποσταθεροποιητική συμπεριφορά είναι προς το συμφέρον της, όπως δεν θα ήταν προς το συμφέρον της οποιοδήποτε επεισόδιο. Αντιθέτως, μία κλιμάκωση θα εντείνει σε διεθνές επίπεδο τη διαπίστωση ότι πρόκειται για κράτος – ταραξία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάγκη λήψης μέτρων απέναντι στη συστηματική πλέον παραβατική συμπεριφορά του. Αυτό που κατ’ αρχάς ανέδειξε για πολλοστή φορά η συμπεριφορά της Αγκυρας είναι ότι οι δηλώσεις της περί ετοιμότητας για διάλογο είναι προσχηματικές. Οπως και στην περίπτωση του Εβρου αλλά και αλλού, αποδείχθηκε ότι η σημερινή ηγεσία στην Τουρκία επιλέγει την απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων αντί του διαλόγου. Το δίκαιο του ισχυρού – όπως αυτή το αντιλαμβάνεται – αντί των διεθνών κανόνων. Αυτό αποδυναμώνει τη θέση της στο διεθνές πεδίο και, στον αντίποδα, ενισχύει ακόμη περισσότερο τα επιχειρήματά μας και τα διπλωματικά ερείσματα που καλλιεργούμε. Είναι πλέον προφανές σε όλους ότι από τη μία πλευρά έχουμε μία χώρα η οποία, βασιζόμενη στο Διεθνές Δίκαιο, στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και στους κανόνες καλής γειτονίας, ήρθε μετά από καλόπιστες διαπραγματεύσεις σε συμφωνία με γείτονες χώρες για την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Γεγονός που προσδίδει και την απαιτούμενη – αν θέλετε – αξιοπιστία στις δηλώσεις μας για ετοιμότητα για διάλογο, ώστε να προχωρήσουμε σε οριοθετήσεις με τους υπόλοιπους γείτονές μας, πάντα με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μία χώρα που παραβιάζει καθ’ έξιν το Διεθνές Δίκαιο, αποσπά εκβιαστικά από αδύναμα καθεστώτα παράνομα «μνημόνια», έχει εισβάλει στρατιωτικά σε τέσσερις χώρες της περιφέρειάς της και γυρνά προκλητικά την πλάτη στην προοπτική του διαλόγου. Δεν μπορώ να δω πώς αυτό θα την ωφελήσει μακροπρόθεσμα.

Η Ελλάδα ζήτησε και πέτυχε τη σύγκληση έκτακτου Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων. Τι θα ζητήσετε; Θα μπει θέμα ενεργοποίησης του άρθρου 42 των Συνθηκών της ΕΕ και τι περιμένετε να πράξει η Ευρώπη;

Ζήτησα τη σύγκληση του έκτακτου Συμβουλίου προκειμένου να συζητήσουμε για τη διευρυνόμενη και κλιμακούμενη τουρκική παραβατικότητα. Είχα, εξάλλου, προϊδεάσει τους ομόλογούς μου στο τελευταίο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, στις 13 Ιουλίου, ότι, αναλόγως της συμπεριφοράς της Τουρκίας, θα ήμουν αναγκασμένος να το ζητήσω. Στο πλαίσιο αυτό, είχα επικαλεστεί και το άρθρο 42 των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που, αναλόγως των εξελίξεων, παραμένει μια επιλογή. Σε μια τέτοια κρίσιμη συγκυρία η ΕΕ πρέπει να στείλει το μήνυμα ότι έκνομες συμπεριφορές δεν μπορούν να είναι αποδεκτές και πρέπει να τερματισθούν.

Οι προκλήσεις περιμένετε ότι θα συνεχιστούν ενόψει του άτυπου συμβουλίου των ΥΠΕΞ της ΕΕ (Gymnich) και μιας ενδεχόμενης Συνόδου Κορυφής για την Τουρκία τον Σεπτέμβριο;

Δεν θα ήταν σκόπιμο να υπεισέλθω σε εικασίες για το τι θα πράξει η Τουρκία. Οπως γνωρίζετε όμως, τα κράτη – μέλη της ΕΕ ζήτησαν από τον ύπατο εκπρόσωπο να προετοιμάσει μια λίστα κυρώσεων, η οποία θα στοχεύει στην τουρκική οικονομία. Θα πρέπει να αντιληφθεί η Αγκυρα ότι οι απειλές και οι προκλήσεις απέναντι στην κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα χωρών της ΕΕ θα έχουν συνέπειες. Θα έχουμε επιπλέον την ευκαιρία να συζητήσουμε για την τουρκική παραβατικότητα την Παρασκευή, στο πλαίσιο του έκτακτου Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ που συνεκλήθη κατόπιν ελληνικού αιτήματος.

Τι απαντάτε στην άποψη που έχει διατυπωθεί, κυρίως εκτός Ελλάδας αλλά και όχι μόνο, ότι η συμφωνία που υπογράψατε με τον υπουργό Εξωτερικών της Αιγύπτου, για τις θαλάσσιες ζώνες των δύο κρατών, πυροδότησε την παρούσα κρίση;

Εντάσσεται στη συνήθη πρακτική της Τουρκίας να επιρρίπτει σε τρίτους την ευθύνη για τις παράνομες πράξεις της. Τονίζω το παράνομες γιατί αυτές οι πράξεις προκαλούν την κρίση. Αλλωστε, εξυπακούεται ότι η συνέχιση και ολοκλήρωση μιας διαπραγμάτευσης που διαρκεί 15 χρόνια και πλέον, όπως αυτή με την Αίγυπτο, δεν μπορεί να προκαλεί έκπληξη ούτε στην Αγκυρα – που εκφράζει τώρα την αντίδρασή της αλλά είχε επιδιώξει την επίτευξη αντίστοιχης συμφωνίας με το ίδιο κράτος – ούτε σε οποιονδήποτε άλλον. Οι επαφές Ελλάδας και Αιγύπτου τούς τελευταίους μήνες ήταν συνεχείς και υπό το φως της δημοσιότητας. Αλλωστε, ακόμη κι αν είχαν ξεκινήσει οι συνομιλίες, η Ελλάδα δεν θα ήταν δυνατόν να αποδεχθεί τη λογική μια καθ’ όλα νόμιμη συμφωνία της με τρίτη χώρα να τελεί υπό την αίρεση των αντιρρήσεων της Τουρκίας και την απειλή της αποχώρησής της από τον διάλογο. Αλίμονο αν δεχόμασταν τέτοια ενυποθήκευση της εθνικής μας κυριαρχίας. Εξυπακούεται επίσης ότι δεν μπορεί να γίνει η παραμικρή σύγκριση ανάμεσα στην παράνομη, ανυπόστατη και γεωγραφικά αβάσιμη συμφωνία της Τουρκίας με τη διοίκηση της Τρίπολης στη Λιβύη, δηλαδή δύο κρατών που οι θαλάσσιες ζώνες τους δεν γειτνιάζουν και στη συμφωνία μας με την Αίγυπτο, ένα κράτος με το οποίο έχουμε αντικείμενες ακτές. Να υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα έχει εκφράσει τη βούλησή της για οριοθετήσεις με όλα τα γειτονικά μας κράτη, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.

Οι διερευνητικές είναι ακόμα «ζωντανές» ή ενταφιάστηκαν με την παρούσα κρίση; Υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να διεξαχθεί διάλογος και να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα, ακόμα και σε προσφυγή στη Χάγη;

Η Τουρκία επέλεξε να αποσυρθεί από τον διάλογο, πριν ακόμη αυτός επανεκκινήσει. Ωστόσο, οι διερευνητικές είναι ένας σημαντικός δίαυλος επικοινωνίας που συντελεί και προς την κατεύθυνση αποφυγής κλιμάκωσης. Γι’ αυτό τον λόγο, είμαστε καταρχήν υπέρ της επανέναρξής τους, όπως και των μηχανισμών τακτικών πολιτικών διαβουλεύσεων και των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Ομως, υπάρχουν αυτονόητες προϋποθέσεις για να υπάρξει αυτός ο διάλογος. Και αυτές αφορούν τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και την αρχή των σχέσεων καλής γειτονίας. Δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος υπό το κράτος προκλήσεων και παραβατικών ενεργειών. Αν υπάρξει διάλογος υπό αυτές τις αυτονόητες προϋποθέσεις, ο οποίος δεν οδηγήσει σε συμφωνία, η προσφυγή στη Χάγη, όπως δήλωσε προ ημερών και ο Πρωθυπουργός, μπορεί να αποτελέσει επόμενο βήμα. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει η Τουρκία να αποδεχθεί το πλαίσιο συζήτησης της διαφοράς που δεν μπορεί να είναι άλλο από το Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.

Η Τουρκία προαναγγέλλει έρευνες στη βάση των αιτήσεων για νέες άδειες της ΤΡΑΟ που έχουν δημοσιευθεί και στην εφημερίδα της κυβερνήσεως της γείτονος. Θεωρείτε ότι οι προκλήσεις θα συνεχιστούν και πώς θα κινηθεί η Ελλάδα τόσο στο πλαίσιο του ΟΗΕ όσο και του ΝΑΤΟ;

Οι αιτήσεις στις οποίες αναφέρεστε δεν είναι κάτι νέο. Τώρα, αν η Τουρκία επιχειρήσει να τις υλοποιήσει, η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να πράξει ό,τι χρειαστεί σε όλα τα επίπεδα για να προασπίσει την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Εχουμε ήδη προβεί, όπως παγίως πράττουμε άλλωστε, στις ενδεδειγμένες κινήσεις πέραν της ΕΕ, τόσο στο επίπεδο των Ηνωμένων Εθνών, όσο και σε αυτό του ΝΑΤΟ. Και θα συνεχίζουμε να εγείρουμε το ζήτημα σε όλα τα fora όπου συμμετέχουμε ώστε η ακραία επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας και οι επιπτώσεις στην περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια να αποτελούν αντικείμενο έντονου προβληματισμού για όλα τα κράτη που πορεύονται με γνώμονα τη διεθνή νομιμότητα και τις σχέσεις καλής γειτονίας.

Ποιος ο ρόλος της Μέρκελ και της Γερμανίας όσον αφορά τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας; Υπήρξε νέα παρέμβαση;

Είναι αναμενόμενο μία σημαντική χώρα όπως η Γερμανία να επιδιώκει έναν θετικό ρόλο σε μία περιοχή στρατηγικής σημασίας για την Ευρώπη, όπως είναι η Ανατολική Μεσόγειος. Επιπλέον, καθώς η Γερμανία αυτήν την περίοδο ασκεί την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, είναι επόμενο να απασχοληθεί με ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια των κρατών – μελών, αλλά και της Ενωσης στο σύνολό της. Η καγκελάριος Μέρκελ είναι ηγέτις με ισχυρή ευρωπαϊκή συνείδηση. Μπορεί να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο στην προσπάθεια αποκλιμάκωσης των εντάσεων. Αλλά και ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας είναι ένας ευρωπαίος υπουργός με εμπειρία και έχει σημαντικό ρόλο στο Συμβούλιο Υπουργών.

Συντάσσεστε με τη θέση Μακρόν ότι η ΕΕ δεν πρέπει να αφήσει την Ανατολική Μεσόγειο στην Τουρκία; Υφίσταται η ελληνογαλλική συμμαχία ακόμη και χωρίς φρεγάτες;

Ολο και περισσότεροι συνειδητοποιούν στην ΕΕ και στη Δύση τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας που όχι μόνο εμφανίζεται ως αναθεωρητική χώρα αλλά συχνά, μέσω ετερόκλητων συμμαχιών, προωθεί όλο και πιο φανερά μια ιδιότυπη ηγεμονία της στην περιοχή για να ελέγχει εξελίξεις, αδιαφορώντας για τις αρχές και τα συμφέροντα ακόμα και της Δύσης ευρύτερα. Στο πλαίσιο αυτό, ο πρόεδρος Μακρόν έχει επανειλημμένως διατυπώσει με απόλυτη σαφήνεια τη θέση της Γαλλίας στα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου και για τον ρόλο της Τουρκίας στη Λιβύη. Η Γαλλία αντιλαμβάνεται ότι η τουρκική επιθετικότητα επηρεάζει ολόκληρη τη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Οι θέσεις της Γαλλίας αντικατοπτρίζουν το πνεύμα σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας και των κανόνων καλής γειτονίας και αυτονόητα μας βρίσκουν σύμφωνους. Είναι δε σημαντικό ότι ακούγονται από μία χώρα που έχει ιστορικά αναπτύξει έναν σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Η Γαλλία υπήρξε διαχρονικά ένας σταθερός σύμμαχος και εταίρος της Ελλάδας. Εχουμε μία στρατηγική σχέση σε στέρεες βάσεις, η οποία εδράζεται στην ιστορική φιλία των δύο λαών και σε κοινές αρχές, ενώ έχει βάθος και έκταση που υπερβαίνουν κατά πολύ την όποια αμυντική προμήθεια.