Η φιγούρα της άρχισε να προβάλλει από την γωνία της οδού Παραμυθίας, να κινείται αέρινα, σχεδόν αθόρυβα προς το μέρος μου και με την άκρη του ματιού μου έπιασα τα βλέμματα να στρέφονται πάνω της. Ηρθαν στο μυαλό μου τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι και σκέφτηκα πόσο εύστοχη ήταν η περιγραφή του για την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ετσι ήθελα να ξεκινήσει η κουβέντα μας με αφορμή τις εμφανίσεις της στο Αλσος, από τη Δευτέρα 20 Ιουλίου. Πριν προλάβω να συνεχίσω, αναρωτήθηκε πού βρήκα το βίντεο, καθώς δεν το έχει εντοπίσει στο Διαδίκτυο.

«Εγώ το γνωρίζω γιατί μου το έχει πει κατ’ ιδίαν. Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στην Πλάκα στον «Σείριο». Μόλις είχα βγάλει τον δίσκο «Κοντραμπάντο» με τον Σταμάτη Σπανουδάκη. Η επαφή μας ήταν μαγική. Εμπαινε μέσα στο δωμάτιο ο Μάνος Χατζιδάκις και έμπαινε σαν ήλιος. Ελαμπε ο χώρος. Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να τον βλέπω, να τον παρακολουθώ. Συγκινήθηκα πολύ όταν πήγα εκεί και έπαιξα τα τραγούδια μου το «Μείνε κοντά μου» του Νίκου Μαμαγκάκη και του Γιώργου Ιωάννου και την «Ακτή» του Σταμάτη Σπανουδάκη». Υπάρχει όμως και συνέχεια σε αυτή τη συνάντησή της με τον Μάνο Χατζιδάκι. Στην ίδια παράσταση τότε ήταν και η Δήμητρα Γαλάνη και παρουσίαζε δικά του τραγούδια.

«Μας ζήτησε να πούμε μαζί με τη Δήμητρα το «Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο» (σ.σ. από τον δίσκο του 1972 «Ο Μεγάλος Ερωτικός). Σε όλες τις πρόβες ήμουνα χάλια από το άγχος και το στρες. Ερχεται η πρεμιέρα όπου ο Μάνος μάς διευθύνει και βγαίνει ένα πράγμα αριστουργηματικό. Εχει ειπωθεί πολλές φορές αλλά, ναι, ήταν ένας άνθρωπος με ποιότητα σπάνια και που νομίζω φεύγοντας από αυτό τον κόσμο έσπασε το καλούπι. Ηταν διανοούμενος, κύριος, δημιουργικός, εστέτ και λαϊκός ταυτόχρονα».

Η απώλεια του πατέρα

Φέρνω ξανά στην κουβέντα στα χαρακτηριστικά που της απέδωσε ο σπουδαίος δημιουργός και προσθέτω ότι στην ερμηνεία της φέρει με ένα δικό της τρόπο τα χαρακτηριστικά των τόπων που συνδέονται με εκείνη. Ο Πειραιάς όπου μεγάλωσε, οι Παξοί και η Ικαρία απ’ όπου κατάγεται, αλλά και η απώλεια του πατέρα της. «Τον έχασα όταν ήμουν 10 ετών κι αυτό καθόρισε την ύπαρξή μου. Και ξέρεις από αυτό το σημείο και πίσω δεν έχω μνήμη. Τα έσβησα όλα για να μπορέσω να προχωρήσω. Δεν τον θυμάμαι σχεδόν καθόλου. Ελειπε άλλωστε συνέχεια.

Ηταν ηλεκτρολόγος, είχε ένα κατάστημα που πουλούσε ηλεκτρικά είδη στην Εμμανουήλ Μπενάκη και ταυτοχρόνως εργαζόταν και στη ΔΕΗ. Κάποια στιγμή έχασε το μαγαζί του και έπειτα τιμωρήθηκε λόγω αριστερών πεποιθήσεων από τη ΔΕΗ. Αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα και πήγε να εργαστεί σε ένα μεγάλο εργοστάσιο στο Κονγκό. Εκεί κατά τη διάρκεια της επανάστασης τον γλίτωσαν οι υπηρέτες του και επέστρεψε στην Ελλάδα. Επειτα από ένα χρόνο νόσησε από καρκίνο και πέθανε».

«Είπα ότι δεν θα εξαρτηθώ ποτέ από άλλον»

Κάποιες αναμνήσεις αδρές έρχονται στο μυαλό της όταν βλέπει τώρα τις φωτογραφίες που έβγαζαν με τη μαμά της και τον αδελφό της – σε φωτογραφείο – για να τις στείλουν στον πατέρα της. «Ηταν μία μεγάλη απώλεια.  Σκλήρυνα πάρα πολύ. Εγινα αγοροκόριτσο. Ηταν τότε που διαπίστωσα ότι κάποιες γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η μητέρα μου, εξαρτιόντουσαν οικονομικά από τους άντρες τους. Εβλεπα μάλιστα να ζουν οι γυναίκες αυτές πάρα πολύ άσχημα αλλά επειδή δεν είχαν διέξοδο παρέμεναν σε γάμους χωρίς ευτυχία. Πώς θα φύγεις από έναν τέτοιο γάμο όταν δεν έχεις χρήματα να ζήσεις μόνη σου; Η πρώτη λοιπόν απόφαση που πήρα τότε ήταν, ότι εγώ δεν θα εξαρτηθώ ποτέ από άλλο άνθρωπο.

Θα έχω πάντα τα δικά μου τα χρήματα, θα έχω τη δική μου ελευθερία και τον δικό μου λόγο». Καθόλου ξένοιαστες σκέψεις όπως θα έπρεπε να έχει ένα 10χρονο κοριτσάκι. Κάπως έτσι άρχισε μία εφηβεία πάρα πολύ δύσκολη. «Εβγαλα το λάδι της μάνας μου. Μια άλλη ζωή! Στα 18 μου νοίκιασα σπίτι στην Αθήνα χωρίς να το γνωρίζει η μητέρα μου. Δούλευα τότε ως γραμματέας λογίστρια σ’ ένα λογιστικό γραφείο. Ηθελα να σπουδάσω αρχαιολογία στην Ιταλία. Αλλά ως γνωστόν γνώρισα τα παιδιά, την «Οπισθοδρομική Κομπανία» και ξεκίνησε η διαδρομή μου στο τραγούδι».

Εχει άραγε μετανιώσει έστω και μία φορά που δεν επιχείρησε να κάνει παράλληλα σπουδές στην αρχαιολογία; «Οχι, καθόλου. Τότε παίζαμε πέντε μέρες την εβδομάδα και πάρα πολλές ώρες. Φυσικά η μητέρα μου αντέδρασε γιατί φοβόταν. Μου έλεγε «πού πας να μπλέξεις με τη νύχτα, τα ναρκωτικά, τις κακές παρέες». Την καταλαβαίνω απολύτως τώρα.

Ισως να τα έλεγα και εγώ στα παιδιά μου αν επέλεγαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Εχω δύο παιδιά – από δύο γάμους – κι αισθάνομαι  πολύ τυχερή μητέρα. Η Αντιγόνη είναι από τον πρώτο μου γάμο και ο Λεωνίδας είναι από τον δεύτερο. Η κόρη μου ζει στο Λονδίνο. Εχει τελειώσει ανθρωπολογία, έχει κάνει μάστερ στις διεθνείς σχέσεις και εργάζεται σε έναν οργανισμό ο οποίος είναι κάτω από την ομπρέλα του «save the Children». Της αρέσει πολύ η δουλειά της. Ηταν και ο γιος μου στην Αγγλία – σπούδασε football management. Επέστρεψε για να κάνει το στρατιωτικό του».

Αισθάνθηκε απογοήτευση που δεν ενέπνευσε στα παιδιά της την επιθυμία να ασχοληθούν με τη μουσική; «Τους πήρα δάσκαλο να κάνουν πιάνο, έρχονταν και έβλεπαν τις παραστάσεις μου, αλλά επέλεξαν να φτιάξουν δικούς τους δρόμους.

Ο φόβος μου ήταν πάντα μην τα καπελώσω. Γι’ αυτό και στο σπίτι μου όπως έχεις δει δεν υπάρχουν φωτογραφίες και χρυσοί δίσκοι στους τοίχους. Σπίτι είμαι κανονική μαμά και έχω πολύ καλή σχέση και με τα δύο μου παιδιά. Με την Αντιγόνη επικοινωνώ καθημερινά. Η μεγάλη επιτυχία μου ως μητέρα είναι ότι χτίσαμε την επαφή μας πάνω σε διάλογο». Μιλά με αγάπη και για τον πρώην σύζυγό της τον εικαστικό Γιώργο Χατζημιχάλη. «Είναι ο πατέρας του παιδιού μου, τον θαυμάζω, τον θεωρώ εξαιρετικό καλλιτέχνη και διανοούμενο. Εχουμε μείνει 23 χρόνια μαζί, δεν θα μπορούσα να τον μισήσω. Θα ήταν σαν να μισώ τον εαυτό μου. Εχουμε δύο παιδιά μαζί – γιατί και την Αντιγόνη την γνώρισε από δύο ετών».

Τι κρατάει άραγε τους ανθρώπους μαζί και τι τους απομακρύνει; «Η χημεία σίγουρα τους δένει. Και έπειτα εκεί που περνάει ο χρόνος και κινούμαστε παράλληλα αρχίζει και ανοίγει η ψαλίδα. Φυσικά δεν ξέρεις πότε θα συμβεί αυτό» λέει με ήρεμη φωνή, ήχος ανθρώπου που δεν θέλει να κραυγάσει τίποτα. Χωρίς εκωφαντικό θόρυβο, για την ακρίβεια χωρίς παραπανίσιες κινήσεις και φιοριτούρες περπάτησε τον δρόμο της πετυχημένης διαδρομής της: «Είχα στόχο και ήξερα τι θέλω να κάνω και πώς θα το πετύχω από μικρή. Τελειώνοντας με την «Οπισθοδρομική Κομπανία» αποφάσισα να σταματήσω το τραγούδι. Είπα τελείωσε το παρεάκι μου, τελείωσα και εγώ».

Τι φοβήθηκε και ήθελε να εγκαταλείψει το τραγούδι μετά μάλιστα από μια τόσο επιτυχημένη πορεία με ένα γκρουπ που ανανέωσε το ενδιαφέρον του φιλόμουσου κοινού για το ρεμπέτικο και έκανε μόδα τις κομπανίες; «Οτι θα είμαι μόνη μου, ότι  δεν θα έχω την ομάδα μου. Το να ξεκινήσει κανείς να δουλεύει στον χώρο με ένα γκρουπ είναι πολύ μεγάλο σχολείο. Μου έδωσε καταρχάς συντροφικότητα και κυρίως την ομορφιά να παίρνουμε τις αποφάσεις όλοι μαζί. Εγώ δεν ήθελα μεγάλη ευθύνη και το να ξεκινήσεις μία σόλο καριέρα έχει ένα βάρος».

«Τραγούδησα ξανά χάρη στον Χρήστο»

Ενας άνθρωπος έκαμψε τις αντιστάσεις της και την έβαλε ξανά στον κόσμο της μουσικής: «Ηρθε στο σπίτι μου ο Χρήστος Νικολόπουλος και μου είπε: «Ελα να τραγουδήσουμε μαζί». Αρνήθηκα και προσπάθησε να με πείσει λέγοντάς μου πόσο ωραία θα είναι, πόσο θα με προσέξει και φυσικά ότι είχα το ελεύθερο να κάνω ό,τι θέλω. Του είπα ναι και τραγούδησα ξανά, χάρη στον Χρήστο. Εβγαινα με ένα άσπρο κοστούμι στο κέντρο «Νταλίκες» και έλεγα κομμάτια όπως το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου». Ενα βράδυ ήρθε και μας άκουσε ο Σταμάτης Σπανουδάκης και έτσι συνεχίστηκε η ιστορία μου στη μουσική – η δεύτερή μου δηλαδή περίοδος».

Οι καλλιτεχνικές επιλογές της ήταν μετρημένες και αναρωτιέμαι αν ήταν βάσει σχεδίου ή επιθυμιών. Την ίδια στιγμή που διατυπώνω την ερώτηση σκέφτομαι ότι δεν έχει καμία σημασία αλλά η Ελευθερία Αρβανιτάκη είχε αρχίσει ήδη να μου απαντά. «Οταν έκανα το «Μένω εκτός» έλεγαν από την εταιρεία μου «τι ωραίος δίσκος που όμως δεν θα έχει επιτυχία γιατί ήταν εκτός εποχής».

Επίσης όταν ετοιμάζαμε τον δίσκο «Τραγούδια για τους μήνες» δεν τον πίστευε κανένας παρά μόνο εγώ, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γκανάς. Και οι άνθρωποι της πιάτσας έλεγαν ότι κάνουμε έναν μαγικό δίσκο αλλά που δεν θα είχε επιτυχία. Αλλά οι επιλογές μου δικαιώθηκαν. Τη μεγαλύτερη δικαίωση την πήρα με το άλμπουμ «Μένω εκτός» γιατί ήταν μία παραγωγή δική μου.

Βρήκα τους συνθέτες, τους στιχουργούς, τον ενορχηστρωτή, το έστησα όλο. Ηταν στις καλύτερες στιγμές και η Λίνα Νικολακοπούλου και ο Νίκος Αντύπας. Εψαχνα πάντα να κάνω ένα πολύ σεβαστό ρεπερτόριο και υπήρχαν άνθρωποι που θαύμαζα πολύ το έργο τους. Ηθελα να μπω στον κόσμο τους. Οπως για παράδειγμα ο Νίκος Ξυδάκης ή, όπως είπα, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Θυμάμαι σαν τώρα μου έβαλε να ακούσω το «Δεύτερη ζωή δεν έχει». Αλλαξε ο κόσμος μου, ο τρόπος που έβλεπα τη ζωή μου. Συνειδητοποίησα πόσο πρέπει να ζεις τη στιγμή. Πόσο πρέπει οι επιλογές σου να σε εξυψώνουν. Του είπα σε παρακαλώ πολύ περίμενέ με να κάνω «Τα κορμιά και τα μαχαίρια» και ξεκινάμε. Ηταν μια μοναδική εμπειρία η συνεργασία μαζί του».

Η συζήτηση στρέφεται γύρω από το ρεπερτόριό της και τις επιλογές που έκανε. Στις επιλογές της υπάρχουν στιγμές εσωστρέφειας και εξωστρέφειας: «Ναι υπάρχουν και τα δυο όπως το να επιδιώξω κάτι πιο εμπορικό, σαν το «Πόσο ακόμα να σ’ αγαπώ δίχως σώμα» του Μιχάλη Γκανά. Και κάποια άλλη στιγμή έκανα το «Γρήγορα η ώρα πέρασε» με τον Νίκο Ξυδάκη. Σε μία τέτοια δουλειά αναγνωρίζεις το βάρος και την αξία του ανθρώπου με τον οποίο συνομιλείς. Στην πορεία των χρόνων δεν λείπω από κανένα δίσκο του. Ο Νίκος θέλει να ερμηνευτούν τα κομμάτια του όπως τα ονειρεύεται κι εγώ επιθυμώ να ακολουθήσω τη μουσική και την αφήγηση. Σαφώς στη διαδρομή μου υπήρξαν στιγμές για τις οποίες αμφέβαλα. Εχω κάνει όμως και εξαιρετικές συνεργασίες με τραγουδίστριες και με τραγουδιστές και η όποια επιφύλαξη είχα διαλύθηκε».

«Εχουν υπάρξει στιγμές που ήθελα να σταματήσω»

Ο χρόνος προσφέρει τα δώρα της γενναιότητας αλλά φέρνει και τις σκοτεινές πλευρές του. «Η μεγαλύτερη ανασφάλεια που έχω είναι ο χρόνος, αν και μου έχει φερθεί καλά. Εχω μπει σε καινούργια περίοδο στη ζωή μου. Τον φοβάμαι. Εχω συμβιβαστεί και ξέρω ότι δεν μπορώ να τραγουδάω για πάντα. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Εχουν υπάρξει στιγμές που ήθελα να σταματήσω. Θα αφήσω το σώμα μου να μου το πει». Σαφώς και γίνεται αναφορά στην απόφαση της Χάρις Αλεξίου να εγκαταλείψει το τραγούδι. «Για μένα η Χαρούλα είναι η Χαρούλα. Είναι η ιστορία της ελληνικής μουσικής η οποία δεν φθίνει, την ακούμε συνέχεια και είναι πάντα εδώ».

Είστε ευτυχισμένη; «Μεγάλη κουβέντα». Είστε χαρούμενη; «Επίσης μεγάλη κουβέντα». Αν σας ζητούσα να μου περιγράψετε την συναισθηματική σας κατάσταση ποια αυτή την στιγμή τι θα μου λέγατε; «Μπερδεμένη».

Αναρωτήθηκα πόση τόλμη απαιτεί για μια σταρ σαν κι εκείνη μια τέτοια παραδοχή. Και την ίδια στιγμή ήρθαν ξανά να λόγια του Μάνου Χατζιδάκι: «Η Ελευθερία Αρβανιτάκη είναι μια μοναδική περίπτωση λαϊκής τραγουδίστριας. Είναι ευγενής και παραδοσιακή. Δεν μεγαλώνει, δεν γίνεται πιο μικρή. Υπήρξε Ελευθερία από την αρχή».