Ο φόβος για το «δεύτερο κύμα» σε σχέση με την πανδημία του COVID-19 ξεκινά και από ένα ιστορικό προηγούμενο. Τα διαθέσιμα δεδομένα που έχουμε για την πανδημία της «Ισπανικής Γρίπης» του 1918 δείχνουν ότι ύστερα από ένα σχετικά ήπιο πρώτο κυύμα την άνοιξη, ο ιός επέστρεψε ιδιαίτερα επιθετικός το φθινόπωρο και τον χειμώνα, όταν και υπήρξαν και τα περισσότερα θύματα.

Το ερώτημα σήμερα τίθεται και προς τους ειδικούς και προς τις κυβερνήσεις και αφορά το τι θα γίνει μετά την όποια άρση των σημερινών περιοριστικών μέτρων που έχουν εφαρμοστεί στις περισσότερες χώρες. Και αυτό γιατί η εκτίμηση είναι ότι με διαφορετικούς ρυθμούς οι περισσότερες χώρες θα περάσουν από μια φάση κορύφωσης του πρώτου κύματος, που σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, έχει ήδη επέλθει, με βάση κάποιες εκτιμήσεις, και σε άλλες αναμένεται μέσα στις επόμενες μέρες ή εβδομάδες όπως τη Γερμανία, της Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία.

Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει σταδιακά μια διαδικασία αποκλιμάκωσης των μέτρων περιορισμού, ιδίως από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις πιέζονται και για κάποιου είδους «επανεκκίνηση» της οικονομικής ζωής.

Ο φόβος νέων κρουσμάτων

Όμως, η πανδημία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνεχίζει να είναι σε εξέλιξη παγκοσμίως και αυτό σημαίνει ότι ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει σε μια χώρα, υπάρχει το ερώτημα τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Αυτό σημαίνει έναν διαρκή κίνδυνο «εισαγόμενων» κρουσμάτων, όπως ήδη συμβαίνει στην Κίνα, έστω και εάν αυτά είναι περιορισμένα εξαιτίας των απαγορεύσεων ταξιδιών και της καθήλωσης των επιβατικών αεροσκαφών. Όμως, σταδιακά, τα ταξίδια θα ξεκινήσουν ξανά και αυτό θα διαμορφώνει ένα διαρκές πεδίο ανησυχίας.

Έπειτα και στο εσωτερικό των χωρών η υποχώρηση των νέων κρουσμάτων και η ελάττωση της πίεσης στα συστήματα υγείας, δεν θα ακυρώνει τη δυνατότητα να υπάρξουν εκ νέου κρούσματα στο εσωτερικό των χωρών. Τα περιοριστικά μέτρα περιόρισαν σημαντικά τη μετάδοση, όπως δείχνουν και ορισμένα μαθηματικά μοντέλα που έχουν υπάρξει, όμως δεν τη σταμάτησαν πλήρως. Ας μην ξεχνάμε ότι όλο και περισσότερο οι επιστήμονες διαπιστώνουν ότι η μεταδοτικότητα του είναι υψηλότερη των αρχικών εκτιμήσεων και έχει ένα υψηλό ποσοστό ανθρώπων που παρότι μολύνονται παραμένουν ασυμπτωματικοί ή έχουν πολύ ήπια συμπτώματα. Αυτό σημαίνει ότι η επιβραδυνόμενη μετάδοση εξαιτίας των μέτρων, που παραμένει σε ένα βαθμό «σιωπηλή», μετά την άρση των μέτρων θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε νέα έξαρση και άρα στην απαίτηση νέων μέτρων.

Θα υπάρξει επαρκής ανοσία στον πληθυσμό;

Παρότι απέχουμε από το να έχουμε επαρκή γνώση για τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά του ιού, εντούτοις γνωρίζουμε ότι το τέλος μιας επιδημίας επέρχεται γενικά όταν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού έχει εκτεθεί και έχει αναπτύξει ανοσία.

Υπάρχει και το ενδεχόμενο μια επιδημία να περιοριστεί ριζικά στα πρώτη της βήματα, μέσα από μέτρα εντοπισμού, ιχνηλάτησης και απομόνωσης κρουσμάτων, μαζί με αυστηρά μέτρα καραντίνας. Αυτή ήταν η μεθοδολογία που είχε δοκιμαστεί με επιτυχία στον SARS οδηγώντας σε τέλος της επιδημίας και σε έναν τέτοιο στόχο κατέτειναν τα πολύ επιθετικά μέτρα που πήραν αρχικά στην Κίνα και σε άλλες χώρες.

Όμως, όπως ξέρουμε πια πολύ καλά, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της εκθετικής αύξησης των αεροπορικών ταξιδιών είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί ένα σενάριο ριζικού αρχικού περιορισμού σε ένα παθογόνο όπως ο COVID-19.

Αυτό αναγκαστικά διαμορφώνει το ενδεχόμενο το τέλος της πανδημίας θα έχει να κάνει με τη διαμόρφωση επαρκούς ανοσίας στον πληθυσμό. Το ποσοστό αυτό ποικίλει ανάλογα με τη μεταδοτικότητα ενός ιού: ένας ιός με μεγαλύτερη μεταδοτικότητα απαιτεί και υψηλότερο ποσοστό ανοσίας.

Η ανοσία

Βέβαια και αυτή η «ανάπτυξη ανοσίας» δεν είναι δεδομένη. Υπάρχουν περιπτώσεις ανοσίας που διατηρούνται για ένα χρονικό διάστημα και περιπτώσεις που είναι πιο μόνιμες.

Μια τέτοια ανοσία μπορεί να αναπτυχθεί με το να νοσήσουν οι άνθρωποι ή και με το να υπάρξει εμβόλιο. Προφανώς και το εμβόλιο διαμορφώνει ανοσία στον πληθυσμό με μικρότερο συνολικό κόστος για τις κοινωνίες, όμως όλα δείχνουν ότι το εμβόλιο θα πάρει αρκετό καιρό ακόμη μέχρις ότου είναι μαζικά διαθέσιμο.

Άρα όταν οι κοινωνίες σιγά σιγά άρουν τα μέτρα θα δουν εάν και σε ποιο βαθμό το «πρώτο κύμα» άφησε ένα επαρκές επίπεδο ανοσίας στον πληθυσμό. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν διάφορες υποθέσεις που γίνονται και που κυρίως αποτελούν μαθηματικά μοντέλα. Αυτό που προσπαθούν να μετρήσουν είναι ποια ήταν η αρχική διασπορά σε κάθε χώρα πριν αρχίσουν να λαμβάνονται μέτρα και στη συνέχεια πόσο μειώθηκε αυτή όταν εφαρμόστηκαν τα μέτρα. Ελλείψει στοιχείων που να δείχνουν σε ποιο βαθμό όντως εκτέθηκε ο πληθυσμός κυρίως δοκιμάζουν διάφορες υποθέσεις για το ρυθμό μετάδοσης σε συνδυασμό με την εικόνα που έχουμε για το μέσο χρόνο επώασης.  Αυτό βγάζει σχηματικά διαφορετικά ενδεχόμενα. Υπάρχουν μελέτες που εκτιμούν μεγάλη έκθεση του πληθυσμού πριν τα περιοριστικά μέτρα και άλλες που είναι πιο επιφυλακτικές.

Αυτό εξηγεί και γιατί επιδιώκεται σχετικά σύντομα να μπορούν να γίνουν πιο μαζικοί δειγματοληπτικοί έλεγχοι που θα ελέγξουν το βαθμό στον οποίο άνθρωποι έχουν εκτεθεί σε κάθε χώρα. Και αυτό γιατί από τα επιβεβαιωμένα κρούσματα δεν μπορούμε να συνάγουμε εικόνα ούτε για τα ήπια μη επιβεβαιωμένα κρούσματα, ούτε για τους ασυμπτωματικούς. Τέτοιοι έλεγχοι το επόμενο διάστημα θα βοηθήσουν τις υγειονομικες υπηρεσίες σε κάθε χώρα να εκτιμήσουν καλύτερα το όποιο ποσοστό ανοσίας στον πληθυσμό, το ενδεχόμενο ή όχι ενός «δεύτερου κύματος», ενώ την ίδια στιγμή θα βοηθήσουν και μια πιο πραγματικά εκτίμηση για τη δυναμική της πανδημίας.

Ο χρόνος που κερδίζεται και το στοίχημα της προετοιμασίας

Τα στοιχεία που υπάρχουν δείχνουν ότι τα μέτρα που ελήφθησαν κατάφεραν να συγκρατήσουν το ρυθμό επέκτασης της πανδημίας. Βέβαια οι διαφορετικοί βαθμοί προηγούμενης διασποράς, σε συνδυασμό με ιδιαιτερότητες που έχουν να κάνουν με τον τρόπο ζωής ή την οικιστική πυκνότητα αλλά και την ποιότητα των συστημάτων υγείας οδηγούν σε διαφορετικές δυναμικές ως προς τη θνησιμότητα. Όμως, αυτό δεν αναιρεί τα αποτελέσματα που είχαν τα μέτρα, καθώς περιόρισαν ως ένα βαθμό τη ζήτηση αιχμής για υπηρεσίες υγείας και για κλίνες ΜΕΘ αλλά και τη διασπορά. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα δείχνουν να κατορθώνουν να «χαμηλώνουν την καμπύλη» σε σημαντικό βαθμό.

Με έναν τρόπο θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μέτρα που «κερδίζουν χρόνο». Αντέχοντας αποτελεσματικά το «πρώτο κύμα» ένα σύστημα υγείας, όπως και μια κοινωνία, μπορούν να προετοιμαστούν καλύτερα για τυχόν «δεύτερο κύμα».

Και αυτό σημαίνει καλύτερη προετοιμασία σε όλα τα επίπεδα. Στην επιδημιολογική επιτήρηση για να μπορεί να υπάρξει έγκαιρος εντοπισμός νέων κρουσμάτων. Στην ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, που θα συμβάλει στην αποφόρτιση των νοσοκομείων. Στην ακόμη μεγαλύτερη κάλυψη των αναγκών των νοσοκομείων σε προσωπικό, κλίνες ΜΕΘ και εξοπλισμό. Αλλά και στην προετοιμασία τόσο του κρατικού μηχανισμού όσο και της κοινωνίας για τυχόν νέα εφαρμοστή περιοριστικών μέτρων.