Ο Γουίλμπουρ Ρος κράτησε τον λόγο του. Οι πληροφορίες, από τη Νέα Υόρκη, αναφέρουν πως ό,τι ζήτησε η ελληνική αποστολή να κάνει στο Μεγάλο Μήλο το έκανε και όποιον θέλησε να συναντήσει, τον συνάντησε. Με παρέμβαση του αμερικανού υπουργού Εμπορίου. Οσοι ξέρουν, επιβεβαιώνουν πως όταν είχε έρθει στην Αθήνα, στη σύσκεψη που είχε γίνει στο Μέγαρο Μαξίμου, είχε πει: «Πείτε μου τι θέλετε, όταν έρθετε Νέα Υόρκη και θα το κάνω». Και κάπως έτσι, για παράδειγμα, ο έλληνας Πρωθυπουργός την Τετάρτη το μεσημέρι μίλησε σε συγκέντρωση διαχειριστών αμερικανικών funds, που όμοιά της θα αργήσει να ξαναγίνει, προς τιμήν μιας μικρής ευρωπαϊκής χώρας, στην πλευρά του Ατλαντικού.

Το ζητούμενο όμως είναι άλλο: Τώρα που έπεσε η αυλαία και η ελληνική αποστολή προσγειώνεται στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», υπάρχει σχέδιο ώστε αυτό το ενδιαφέρον – είτε πραγματικό είτε από υποχρέωση, λόγω Ρος – να αξιοποιηθεί; Εκτός από τον Κυρ. Μητσοτάκη, αντιλαμβάνεται κανείς άλλος στην κυβέρνηση ότι αυτό που έγινε στη Νέα Υόρκη δεν ήταν απλώς πάρτι δημοσίων σχέσεων κι ανταλλαγής επαγγελματικών καρτών, αλλά η πρώτη κι ενδεχομένως τελευταία μεγάλη ευκαιρία αυτής της τετραετίας για να προσελκυσθούν αμερικάνικα επενδυτικά κεφάλαια στην Ελλάδα;

Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο καμία μεταπολιτευτική κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να απαντήσει πειστικά. Γιατί προφανώς κι έχει ξανατεθεί, όποτε οι εκάστοτε κυβερνητικές αποστολές επέστρεφαν από το ανάλογο ταξίδι που τους αναλογούσε μέσα στην τετραετία τους. Αν ο σημερινός Πρωθυπουργός πιστεύει όντως ότι θα κάνει την Ελλάδα το success story της Ευρώπης την επόμενη τριετία, όπως έλεγε προχθές στο Bloomberg, θα πρέπει να πετύχει εκεί όπου οι προκάτοχοί του απέτυχαν, είτε επειδή δεν ασχολήθηκαν, είτε επειδή δεν το πίστεψαν, είτε επειδή δεν το ήθελαν.

Αλλιώς, δεν θα έχουν καμία τύχη, ούτε αυτός ούτε η κυβέρνησή του ούτε η οικονομία. Εκτός κι αν οι νυν μπουν στο ίδιο «τρυπάκι» με τους πρώην και πιστέψουν ότι θα πετύχουν τον στόχο τους μειώνοντας δαπάνες, «αναδιαρθρώνοντας» (που σημαίνει κόβοντας) μισθούς – συντάξεις και βαφτίζοντας μέτρα λιτότητας σε αναπτυξιακά. Τότε, όμως, σύντομα θα καταλάβουν ότι αν οι προηγούμενοι είχαν κάποιο «λίπος» για να το κάνουν, τώρα δεν έχει μείνει ούτε ίχνος. Συνεπώς είτε θα τραβήξουν μπροστά, ανοίγοντας δρόμους για πραγματικές ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα βοηθήσουν ουσιαστικά στην ανάπτυξη, είτε θα διαχειριστούν – κι αυτοί – τη μιζέρια τους και προσεχώς το τέλμα.

Και στο κάτω – κάτω, αν δεν υπάρχουν οι δρόμοι, ας τους ανοίξουν. Αυτή είναι η δουλειά τους.