Η Διεθνής Αμνηστία κατήγγειλε σε έκθεσή της που δημοσιεύεται την Πέμπτη την έλλειψη διεξόδου για τους ανθρώπους που απολύθηκαν στο πλαίσιο των διώξεων που ασκήθηκαν στην Τουρκία μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.

Περίπου 130.000 άνθρωποι απολύθηκαν στη διάρκεια των δύο ετών της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, που επιβλήθηκε τον Ιούλιο του 2016 και ήρθη τον Ιούλιο του 2018, σύμφωνα με την Αμνηστία. Από αυτούς μόνο λίγοι παραπάνω από 6.000 επανήλθαν στις δουλειές τους.

Οι αρχές διαβεβαιώνουν πως αυτές οι διώξεις ήταν απαραίτητες προκειμένου να «εκκαθαρισθούν» οι θεσμοί και να απομακρυνθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος ανταρσίας, όμως ΜΚΟ και η αντιπολίτευση καταγγέλλουν πως πραγματικός σκοπός ήταν η φίμωση των αντιπάλων του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Οι αρχές επιρρίπτουν την ευθύνη για το αποτυχημένο πραξικόπημα στον ιερωμένο Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίο είναι εγκατεστημένος στις Ηνωμένες Πολιτείες και αρνείται κάθε εμπλοκή. Εκτός από τους φερόμενους ως γκιουλενιστές, οι διώξεις είχαν στόχο φιλο-κούρδους και πολλά ΜΜΕ.

Τον Ιανουάριο του 2017, οι αρχές συνέστησαν μια επιτροπή στην οποία θα μπορούσαν οι απολυμένοι να προσφύγουν κατά της απόλυσής τους. Όμως, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, η επιτροπή αυτή «δεν έχει προσαρμοστεί στις ανάγκες», ιδίως διότι «στερείται ανεξαρτησίας» και χρησιμεύει μόνο για να «επικυρώνει» τις αποφάσεις της κυβέρνησης.

Έως τις 5 Οκτωβρίου, οι αρχές είχαν εκδώσει αποφάσεις μόνο για το 29% των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί. Έχει ακυρώσει την απόλυση μόνον στο 7% των περιπτώσεων αυτών, σύμφωνα με τη ΜΚΟ.

«Η αυθαίρετη απόλυση αυτών των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα απουσία αποτελεσματικής διαδικασίας εφέσεων είναι μια από τις χειρότερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την περίοδο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης», αναφέρεται στην έκθεση.

«Η διαδικασία στο σύνολό της είναι μια επονείδιστη προσβολή στη δικαιοσύνη», λέει ο Άντριου Γκάρντντερ, διευθυντής ερευνών και στρατηγικής για την Τουρκία στη Διεθνή Αμνηστία.

Κατά την απόλυσή τους με διάταγμα, οι ενδιαφερόμενοι δεν ενημερώθηκαν για τους ακριβείς λόγους της απόλυσής τους, παρά μόνο με μια αόριστη διατύπωση που αναφερόταν σε δεσμούς με «τρομοκρατικές οργανώσεις».

Ο αόριστος χαρακτήρας των κατηγοριών αυτών καθιστά δύσκολο για τους ενδιαφερόμενους να τις αντικρούσουν, σύμφωνα με την Αμνηστία.

Οι απολυμένοι «ζουν μέσα στην αβεβαιότητα απουσία αποτελεσματικής διεξόδου. Αντί να τους παρέχει έναν μηχανισμό που εξασφαλίζει δικαιοσύνη, η επιτροπή το μόνο που κάνει είναι να κουνάει το μαχαίρι στις πληγές τους», εκτιμά ο Άντριου Γκάρντνερ.