Τώνης Λυκουρέσης

σκηνοθέτης

Η σιωπή του Θεού στη «Σιωπή»

Μια πολεμική ατμόσφαιρα βαραίνει την άγνωστη πόλη γύρω από το παλαιικό ξενοδοχείο της. Μέσα, σε διπλανά δωμάτια, οι δυο ταξιδιώτισσες αδελφές. Η μία εχθρεύεται την άλλη. Η πνευματική αγωνία κόντρα στις διεκδικήσεις του σώματος… Το μικρό λιπόσαρκο αγοράκι τους περιπλανιέται στους ατελείωτους άδειους διαδρόμους, συμπλέοντας μ’ έναν βουβό γερο-υπηρέτη, τον Θάνατο, που θαρρείς πως καιροφυλακτεί, και έναν ξενόφερτο θίασο από νάνους καλλιτέχνες. Τα μάτια του ανοίγουν ορθάνοιχτα σε ασπρόμαυρα γκρο πλαν, αγωνιώντας για την ελάχιστη επαφή και πυροβολώντας μ’ ένα παιδικό πιστόλι όποιον αδιαφορεί να επικοινωνήσει μαζί του. Η παιδική φιγούρα κυριαρχεί στα ακίνητα γενικά πλάνα της σκηνής, προσδιορίζοντας με το πηγαινέλα της ένα σκοτεινό βάθος πεδίου, μια κινηματογραφική κατάδειξη της υπαρξιακής αγωνίας μας, πέρα από ηλικίες και καταστάσεις. Η σιωπή του Θεού εικονογραφείται από τον Μπέργκμαν με τη σιωπή των χώρων και τις ελάχιστες άγνωστες λέξεις που οι νάνοι συγκάτοικοι απευθύνουν με ανώφελη οικειότητα στο μικρό παιδί. Με τη «Σιωπή» του 1963, ο μέγιστος σουηδός και όχι μόνο σκηνοθέτης οριοθετεί το μηδενικό σημείο από όπου θα αναζητήσουμε την ελάχιστη ελπίδα… Και αυτό, μαζί με τόσα άλλα, το οφείλουμε στον κινηματογραφικό κόσμο που μας κατέθεσε!

Γιάννης Οικονομίδης

σκηνοθέτης

Το βλέμμα της Ούλμαν

στην Μπέργκμαν

Eίναι πάμπολλες, βέβαια, οι ασύλληπτες σκηνές των ταινιών του Μπέργκμαν. Εγώ όμως πάντα στέκομαι σε μια σκηνή την οποία έχω καταζηλέψει, με έχει γονατίσει και όποτε την βλέπω μου φεύγει το σαγόνι. Γιατί είναι μια σκηνή που σου δείχνει και την τρομερή δύναμη του κινηματογράφου. Και στην ουσία αυτή η σκηνή είναι δύο κοντινά πλάνα. Δύο πρόσωπα. Είναι ένα σημείο στη «Φθινοπωρινή σονάτα» με τη μάνα και την κόρη, την Ινγκριντ Μπέργκμαν και τη Λιβ Ούλμαν. Η Μπέργκμαν την ρωτά πώς τα πάει με το πιάνο, της ζητά να παίξει μια σονάτα του Μπετόβεν – αν δεν κάνω λάθος. Κάθεται η Λιβ Ούλμαν και παίζει. «Πώς τα πήγα… καλά;». «Καλά, κάνε στην άκρη τώρα». Και κάθεται η μάνα στο πιάνο και παίζει τη σονάτα. Ο Μπέργκμαν «κόβει» από τα χέρια της Μπέργκμαν στο πρόσωπο της Λιβ Ούλμαν που την κοιτάζει. Το λέω κι ανατριχιάζω. Η Ούλμαν να κοιτάζει τη μάνα της. Αυτό το βλέμμα… Αυτό το βλέμμα. Που ρίχνει η κόρη στη μάνα… Εκείνη την ώρα δεν ξέρεις από πού να κρυφτείς.

Μπέττυ Αρβανίτη

ηθοποιός, σκηνοθέτης

Η «Φθινοπωρινή σονάτα»

Ο Μπέργκμαν δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος σκηνοθέτης, αλλά και ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Επειδή εγώ δούλεψα πέρυσι τη «Φθινοπωρινή σονάτα», η πιο κοντινή μου ανάμνηση προέρχεται από αυτό το έργο. Νομίζω ότι μπαίνει τόσο βαθιά μέσα σου, που σε οδηγεί σε πολύ προσωπικές – ίσως και σκοτεινές – εμπειρίες, που δεν προσεγγίζονται μόνο με την τεχνική του ηθοποιού. Είναι, εξάλλου, σπουδαίος γνώστης της ψυχανάλυσης και σε αναγκάζει να αγγίξεις πράγματα που διαφορετικά δεν θα σε βόλευε να αγγίξεις. Προσωπικά, μου άλλαξε και την άποψή μου γύρω από το θέατρο. Με προχώρησε σε άλλα πράγματα.

Αργύρης Θέος

διευθυντής φωτογραφίας

Το παραμύθι στο «Φάνι

και Αλέξανδρος»

Ενας προφανώς πλούσιος άνδρας μπαίνει στο μαγικό δωμάτιο με χιλιάδες αντικείμενα. Από ένα μπαούλο πετάγονται δυο παιδιά, ενώ υπάλληλοι φεύγουν βιαστικά. Εξω από το παράθυρο υπάρχει κόκκινο φως. Ο άνδρας οδηγεί τα παιδιά σε ένα δωμάτιο με κόκκινους τοίχους, ενώ ο υπηρέτης τραβά την κόκκινη κουρτίνα. Ο μονόλογος του άνδρα οδηγεί τη σκέψη των παιδιών σε πομπές ανθρώπων που κρατούν δάδες. Τι σημαίνει το κόκκινο χρώμα στη μυθολογία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν; Είναι το δωμάτιο εσωτερικός ή εξωτερικός χώρος; Το παραμύθι της Φάνι και του Αλέξανδρου μας παρασύρει σ’ ένα ταξίδι ψυχής, σ’ έναν κόσμο μοναδικό, με οδηγό το χρώμα του αίματος.

Γιώργος Ζώης

σκηνοθέτης

Η εξιστόρηση

στην παραλία της Περσόνας

«Persona», η σκηνή της εξιστόρησης στην παραλία. Για μένα είναι μια από τις πιο ερωτικές σκηνές του σινεμά, και η μόνη που έχει μείνει χαραγμένη σαν παιδική ανάμνηση μέσα μου. Θυμάμαι να την βλέπω και να καυλώνω σαν παιδί, ίσως το πρώτο μου ερωτικό ξύπνημα. Μια σκηνή που οι γονείς δεν μπορούσαν να σου κλείσουν τα μάτια γιατί δεν υπάρχει καμία εικόνα που να απαγορεύεται. Μόνο ήχος στη μορφή μιας υπνωτιστικής αφήγησης, που σε κάνει να βλέπεις πλασματικές εικόνες, πιο υγρές και αληθινές από οποιαδήποτε κατασκευασμένη εικόνα.

Xάρης Παπαδόπουλος

σκηνοθέτης, πρόεδρος Εταιρείας

Ελλήνων Σκηνοθετών

Τα δύο πρόσωπα στην «Περσόνα»

Κρατάω πάντα μέσα μου ισχυρή την έμμεση ομοιότητα ανάμεσα στις πρωταγωνίστριες της «Περσόνας», τη βουβή ηθοποιό και τη φλύαρη νοσοκόμα της. Τις Λιβ Ούλμαν και Μπίμπι Αντερσον. Ολα τα πρόσωπα γύρω μας έχουν μια καλή και μια κακή πλευρά, αφηγείται ο Μπέργκμαν, κι αυτές οι όψεις συνδυάζονται και συμπληρώνονται καθώς οι δύο χαρακτήρες της ταινίας αναδύονται από το προσωπικό τους σκοτάδι. Επιθετικότητα και άμυνα, γκρο πλαν και μακρινές λήψεις, σε μια διαδοχή θαρρείς συναισθημάτων, μέσα από το σχολαστικά επιλεγμένο πλανάρισμα του σκηνοθέτη. Ο ερωτικός μονόλογος της Αντερσον – νοσοκόμας, ωμός αλλά καίριος με τα φωτεινά και σκοτεινά εναλλασσόμενα πρόσωπα των δύο γυναικών και η απρόβλεπτη κατάληξή του παραμένει για μένα ένα απόλυτο δείγμα κινηματογραφικής λογοτεχνίας, ο ιδανικός συνδυασμός εικόνας και γραφής ενός παγκόσμιου δημιουργού, του μέγιστου Ινγκμαρ Μπέργκμαν.

Γιώργος Αρβανίτης

διευθυντής φωτογραφίας, παραγωγός

Η «Πηγή των παρθένων»

και το «Χειμωνιάτικο φως»

Δύο σκηνοθέτες που με έχουν σημαδέψει γενικώς στη ζωή μου είναι ο Μπέργκμαν και ο Αντρέι Ταρκόφσκι. Η πρώτη ταινία του Μπέργκμαν που είδα ποτέ ήταν η «Πηγή των παρθένων», μετά είδα το «Χειμωνιάτικο φως». Μαγεύτηκα στην κυριολεξία, νομίζω ότι από εκεί βρήκα το στυλ μου.

Χρόνια αργότερα, το μεγαλύτερο βραβείο που πήρα ποτέ στη ζωή μου ήταν όταν ο Μπέργκμαν και ο Σβεν Νίκβιστ, ο διευθυντής φωτογραφίας του, με πήραν τηλέφωνο για να μου πουν ότι μια ταινία που είχα κάνει στην Ελβετία είχε την καλύτερη εικόνα που είχαν δει τα τελευταία δέκα χρόνια. Ηταν η ταινία «Holozän» από ένα βιβλίο του Μαξ Φρις και έπαιζε ο Ερλαντ Γιόζεφσον.

Αλεξάνδρα Αϊδίνη

ηθοποιός

Το διαζύγιο στο «Σκηνές

από έναν γάμο»

Μια ταινία που κουβαλάω από όσες έχω δει είναι το φιλμ «Σκηνές από έναν γάμο». Είναι η σκηνή όπου οι ήρωες υπογράφουν σε ένα δωμάτιο το διαζύγιό τους και γίνεται ένα ξεκαθάρισμα μεταξύ τους. Νομίζω ότι λειτουργεί αυτόνομα. Θα μπορούσε να είναι μια ταινία μικρού μήκους επειδή νιώθεις όλο το παρελθόν της σχέσης και αυτό που διακυβεύεται για το μέλλον. Αυτό με το οποίο ουσιαστικά μπορούμε όλοι να ταυτιστούμε. Εκείνη η στιγμή μέσα σε μια σχέση που είναι λίγο σαν τη θερμοκρασία του νερού: μπορείς να πεις ότι είναι παγωμένο ή πολύ καυτό. Είναι μια στιγμή που δεν ξέρεις αν αυτοί οι δύο άνθρωποι μπορούν να συνυπάρξουν ξανά ή να χωρίσουν. Δεν ξέρεις γιατί παλεύουν. Για μένα αυτή η σκηνή και από άποψη τεχνικής και από άποψη ρυθμολογίας είναι σαν ένα μουσικό κομμάτι. Εχει κάποια ξεσπάσματα, κάποια γεμίσματα, πολύ χαμηλούς τόνους, ξαφνικά υψηλούς, και όλο αυτό μαζί φτάνει σε μια κορύφωση καθώς βιαιοπραγούν ο ένας εις βάρος του άλλου. Και ενώ ουσιαστικά υπογράφουν το τέλος τους, νιώθεις ότι είναι δύο άνθρωποι ανυπεράσπιστοι, παραδομένοι, που δεν μπορούν παρά μέσα στη σύγκρουση να είναι μαζί. Είναι ο ένας ο κόσμος του άλλου. Και οι δύο μαζί είναι ένας κόσμος. Και το σκηνικό ουσιαστικά είναι ένα δωμάτιο. Ουσιαστικά είναι μια μικρή κοινότητα από μόνοι τους. Και το ίδιο πράγμα τούς πνίγει, αλλά συνεχίζουν και διαπραγματεύονται. Οπως το έβλεπα σκεφτόμουν και την «Εβδομη σφραγίδα», σαν μια παρτίδα σκάκι. Είναι και η θέση τους τέτοια που κάθεται ο ένας απέναντι στον άλλον. Φέρνουν επιχειρήματα, κρύβουν, αποκαλύπτουν. Είναι μια τρομερή ισορροπία και ερμηνευτικά από τους ηθοποιούς.

Γιάννης Σμαραγδής

σκηνοθέτης

Το γαϊτανάκι του Θανάτου

Η σκηνή που με έχει σημαδέψει από τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν είναι η τελευταία της «Εβδομης Σφραγίδας». Το γαϊτανάκι του Θανάτου στην κορφή του λόφου, καθώς προχωράει προς το άγνωστο. Η σπουδαιότητα αυτής της σκηνής, τουλάχιστον όπως την εκλαμβάνω εγώ (όλα τα έργα τέχνης είναι ανοιχτά για τον καθένα θεατή ξεχωριστά), είναι ότι τον Θάνατο τον βλέπει η αθωότητα, αφού η ταινία τελειώνει με δυο ανθρώπους της τέχνης, το ανδρόγυνο των περιπλανώμενων θεατρίνων και το παιδί τους που είναι στην αγκαλιά της μητέρας. Το τι είναι θάνατος θα το πει η τέχνη, γιατί αυτή μπορεί να δει και το ορατό και το αόρατο.

Σταύρος Καπλανίδης

σκηνοθέτης

«Σιωπή» και «Εβδομη σφραγίδα»

Αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήταν τέλος του 1960 όταν πήγαμε με τη μητέρα να δούμε τη «Σιωπή» σ’ έναν κινηματογράφο της οδού Πατησίων, κοντά στην Πλατεία Κολιάτσου. Μια ταινία σχεδόν βουβή, μια σιωπή που έκανε τα αφτιά μου να βλέπουν και τα μάτια μου ν’ ακούν. Γυρίσαμε σπίτι βουβοί. Συγκλονισμένοι.

Είχα ένα μικρό μονοφωνικό πικάπ Τεπάζ και ελάχιστους δίσκους ροκ 45 στροφών. Ανάμεσά τους διέκρινες από το μέγεθος τον μοναδικό δίσκο κλασικής μουσικής 33 στροφών που διέθετε η μικρή μου δισκοθήκη. Ηταν το «Ρέκβιεμ» του Βέρντι. Τον τοποθέτησα πάνω στο πλατό. Εκανα τα απαραίτητα κι άρχισε να γυρίζει. Γυαλάδες στροβιλίζονταν πάνω του. Ημουν βέβαιος ότι γύριζε.

Εκλεισα τα μάτια και άκουγα. Ξαφνικά άρχισα να βλέπω εικόνες. Σκέφτηκα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν βλέπουν, απλά κοιτάζουν και αδυνατούν να ακούσουν τη σιωπή.

Αυτός ο σπουδαίος σκηνοθέτης πέθανε όπως και πολλοί άλλοι ενώ προσπαθούσαν να αφουγκραστούν τη σιωπή. Αυτές οι βασικές αισθήσεις του ανθρώπου, ο τρόπος που συνυπάρχουν, προϋπόθεση για την ανάγνωση ενός καλλιτεχνικού, εικαστικού, συγγραφικού, μουσικού, κινηματογραφικού έργου, μέσα στο πέρασμα των χρόνων άρχισαν να φθίνουν. Το στυλιστικό αντικατέστησε το υπαρξιακό και η φόρμα αντιπαλεύει το περιεχόμενο.

Ξεφυλλίζοντας την αυτογραφία του Μπέργκμαν, βρήκα στη σελίδα 33 μια αφήγηση για τη Μαγική Κάμερα, πολύ μεγάλη για να την παραθέσω εδώ, γι’ αυτό θα συνοψίσω με ένα απόσπασμα συνέντευξης του Φελίνι, αλιευμένο στο αρχείο μου: «Δεν είναι μόνο πρόβλημα του κινηματογράφου. Είναι κρίση αξιών, ιδεολογιών, αλλά και κουλτούρας συναισθημάτων, και δεν αφορά μόνο τους καλλιτέχνες αλλά όλη την ανθρωπότητα. Τόσα εκρηκτικά πράγματα γίνονται γύρω μας και τίποτα δεν κερδίζει τη συμμετοχή μας. Τα καταπίνουμε, τα χωνεύουμε όλα χάρη στα μέσα ενημέρωσης. Είναι περιττό πια να βγεις έξω να δεις τι τρέχει. Ο κινηματογράφος, από τη φύση του, απαιτεί προσοχή, ικανότητα συναισθηματικής συμμετοχής. Αλλά ο καθημερινός βομβαρδισμός μας από εικόνες μάς έχει αφήσει βωβούς, αναίσθητους. Δεν είμαστε πια διαθέσιμοι. Το κοινό απλώς παρακολουθεί ανυπόμονο, χορτάτο, ζαλισμένο, άσχετο».

Και θέλετε να σας πω για τον Μπέργκμαν; Ηταν ένας σπουδαίος – σπουδή – κινηματογραφιστής. Η ταινία που με προβλημάτισε περισσότερο ήταν η «Εβδομη σφραγίδα». Και τώρα στο σήμερα. Θυμάμαι παλιά που λέγαμε «τα μάτια σου δεκατέσσερα». Σήμερα, για την ώρα, έχουμε κάμερες με εικόνες 4Κ. Αντε να γίνουν 14Κ. Και πάλι θα χρειάζεσαι γυαλιά για να δεις ταινία 3D σαν να είσαι στραβός. Οσο για τον ήχο, τρισδιάστατος σε δισδιάστατη εικόνα. Τρέχα γύρευε δηλαδή. Είμαι παλαιάς κοπής. Καλή τύχη στους νεόκοπους κινηματογραφιτζήδες.