Από την εποχή του σπουδαίου Λεβ Γιασίν έχει να κατακτήσει γκολκίπερ τη Χρυσή Μπάλα. Και έχουμε αφήσει πολύ πίσω τη δεκαετία του ’60. Λέτε τούτη τη σεζόν και με αφορμή το Μουντιάλ να γίνει η έκπληξη; Διότι περί αυτού θα πρόκειται, με δεδομένο ότι δεν την κατέκτησαν ούτε ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν το 2006, ούτε ο Μάνουελ Νόιερ το 2014. Κι ας θριάμβευσαν Ιταλία και Γερμανία αντίστοιχα στην πλέον ξεχωριστή διοργάνωση. Οταν, λοιπόν, δύο βαριά χαρτιά μένουν πίσω στην ψηφοφορία, ίσως θα ήταν ουτοπικό να περιμένουμε γκολκίπερ να βρεθεί στην κορυφή της πυραμίδας. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως κόντρα σε όλα τα προγνωστικά ανταμειφθούν οι κόποι και οι προσπάθειες «άσων» όπως ο Λορίς, ο Πίκφορντ, ο Σούμπασιτς και (πολύ περισσότερο) ο Κουρτουά; Οσοι παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς το Παγκόσμιο Κύπελλο, αναμφίβολα διαπιστώνουν πως ξεπηδούν ομάδες που φτάνουν ψηλά εκεί που ουδείς θα πόνταρε πάνω τους. Το ίδιο συμβαίνει με τους τερματοφύλακες. Τον Πίκφορντ τον γνώριζαν ελάχιστοι, στον Σούμπασιτς λίγοι έδειχναν εμπιστοσύνη, κι όμως, αμφότεροι ξεχωρίζουν είτε στην κανονική διάρκεια του αγώνα, είτε στη διαδικασία των πέναλτι. Και όταν τα ματς κρίνονται στην κόψη του ξυραφιού, παίζει ρόλο η ψυχραιμία και η ικανότητα του εκάστοτε φύλακα της εστίας.

Προσοχή: δεν μπορεί να ειπωθεί ότι η τετράδα των φιναλίστ καμαρώνει για την εξαιρετική ποιότητα των γκολκίπερ της. Εχουν θετικά στοιχεία, όπως και μειονεκτήματα. Βρίσκονται, ωστόσο, σε πολύ καλή κατάσταση, με τις αποκρούσεις τους αποφασίζουν για τις τύχες των αγώνων και αν ο καλύτερος του κόσμου βγαίνει από τις τέσσερις εβδομάδες που διαρκεί ένα τουρνουά, ο θριαμβευτής της διοργάνωσης μπορεί να περιμένει μια δυνατή έκπληξη στο τέλος του χρόνου. Γιατί όχι, άλλωστε;