«Λυπηθείτε με!». Με την κραυγή του Φύλακα (Θοδωρής Κατσαφάδος) να συναγωνίζεται το δυνατό τραγούδι των τζιτζικιών ξεκίνησε 20 λεπτά μετά τις 9 το βράδυ της Παρασκευής η παράσταση του «Αγαμέμνονα»: της πρώτης από τις τρεις τραγωδίες που συνθέτουν την «Ορέστεια» του Αισχύλου, με την οποία επέλεξε να επιστρέψει για τρίτη φορά στην ορχήστρα του θεάτρου της Αρχαίας Επιδαύρου, ο λιθουανός σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις. Ο Φύλακας δεν θα προλάβει να μοιραστεί την έξαψή του από την είδηση της άλωσης της Τροίας με τους (κατ’ εκτίμηση) 5.500 θεατές (το Σάββατο ήταν λίγο περισσότεροι από 9.000, σύμφωνα με το Φεστιβάλ Επιδαύρου) και πλάι στη λιτή ξύλινη πασαρέλα και τη στενή μεταλλική πύλη – σκαλωσιά για τους προβολείς, που αποτελούσαν και τα μοναδικά σκηνικά (Κένι ΜακΛέλαν) εμφανίζεται ο 12μελής Χορός. Γέροντες, με τα κουρέλια τους σε γήινα χρώματα σαν να είχαν αναδυθεί από το χώμα και με πατερίτσες αγκώνα, άλλοτε μιλούν με φωνή στεντόρεια που θα ταίριαζε σε πολεμιστή κι άλλοτε σπασμένη όπως σε ηλικιωμένους. Αναρωτιούνται αν η είδηση ισχύει (παρατονίζοντας πολλές φράσεις) μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστεί η Κλυταιμνήστρα (Μαρία Πρωτόπαππα). Με ροζ μάξι φόρεμα, ξανθιά περούκα σαν άλλη Μαρία Αντουανέτα, ξυπόλητη και μια αδικαιολόγητη «μαγκιά» στη φωνή επιχειρεί χάρη στις προφανείς υποκριτικές της ικανότητες να διατηρήσει τις ισορροπίες: ειρωνεύεται τους γέροντες, παίζει με τις λέξεις τής κάπως άνισης μετάφρασης του Γιώργου Μπλάνα («Πήραν την Τροία και μένα θα με πάρουν τα κλάματα»), αφήνει υπονοούμενα για όσα θα συμβούν και τελικά μεταμορφώνεται όταν κρίνει ότι δεν πρέπει να αποκαλύψει τα σχέδιά της δηλώνοντας ότι «το θηλυκό της μυαλό δεν φτάνει για παραπάνω». Ο Κήρυκας (Αργύρης Πανταζάρας) έρχεται με την ορμή του νόστου να επιβεβαιώσει την επιστροφή του Αγαμέμνονα σε μια από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης, στην οποία δεν υιοθετήθηκε η τάση των τελευταίων ετών να χρησιμοποιούνται μικρόφωνα στο αργολικό θέατρο.

ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ. Ο Αγαμέμνων (Γιάννης Στάνκογλου) θα εμφανιστεί μέσα από τον Χορό και θα γίνει δεκτός με ιαχές και τις πατερίτσες στον αέρα σαν υψωμένα ξίφη και θα μοιράσει πικρά χαμόγελα στο κοίλον όταν λέει «περιμένουν τη θυσία μου εκεί μέσα οι θεοί που μου χάρισαν τη νίκη» με την Κλυταιμνήστρα να του απαντά ότι θα έχει αυτό που του αξίζει από εκείνη με τη βοήθεια των θεών. Παρά τις αρχικές του αντιστάσεις ο ναρκισσισμός ως νικητής –στρατηγός των Αχαιών θα οδηγήσει τα βήματα του πολύ καλού ερμηνευτικά Στάνκογλου –ως άλλης μαριονέτας –πάνω στα πορφυρά χαλιά (τιμή που ταιριάζει μόνο σε θεούς) και τη σύζυγό του στο πλευρό του με σταθερό βήμα να παρακολουθεί το σχέδιό της να εξυφαίνεται όπως το είχε προγραμματίσει. Η Κασσάνδρα (Ιώβη Φραγκάτου) δεν θα εμφανιστεί ως η αλλοπαρμένη μάντισσα, αλλά ως μια γήινη φιγούρα φορτωμένη με υπερβολικές κινήσεις, που δεν θα παρασύρει τους θεατές ούτε στον ταραγμένο ψυχικά κόσμο της, αλλά ούτε θα τους ωθήσει να τη λυπηθούν για την τραγική της μοίρα.

Ο Αγαμέμνων χωρίς πλέον τα βασιλικά του σύμβολα θα βρεθεί πληγωμένος βαριά πάνω στην ορχήστρα, ενώ η οργισμένη Κλυταιμνήστρα δεν ορρωδεί να δηλώσει την ενοχή της στον φόνο και τον έρωτά της για τον Αίγισθο. Ο νέος βασιλιάς του Αργους (σε διπλό ρόλο ο Γιάννης Στάνκογλου) με τα σύμβολα της εξουσίας ομολογεί τη συμμετοχή του στον φόνο, αλλά στην επίθεση που δέχεται από τον Χορό, τάξη θα βάλει και πάλι η Κλυταιμνήστρα. Τι κι αν ο λαός τούς γυρίζει την πλάτη; Τι κι αν το βασιλικό ζεύγος δείχνει εγκλωβισμένο στις επιλογές του μοιάζοντας να ψάχνει τον δρόμο του στο σκοτάδι ενώ το λούζει άπλετο λευκό φως; Η τελευταία ανάσα του Χορού θα ρίξει την αυλαία. Η τρίτη κάθοδος του Τσέζαρις Γκραουζίνις στην Επίδαυρο χειροκροτήθηκε. Εχοντας ωστόσο κι ο ίδιος ανεβάσει ψηλά τον πήχη από τις προηγούμενες αναμετρήσεις του με τον τραγικό λόγο («Οιδίπους τύραννος», «Επτά επί Θήβας»), αυτή τη φορά φάνηκε πως δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του.