H συζήτηση στη Βουλή για την οικονομία έδειξε ότι η πολιτική ζωή έχει μπει για τα καλά σε προεκλογική περίοδο η οποία θα κλιμακωθεί με έντονο και συγκρουσιακό τρόπο όσο θα πλησιάζει η ώρα των εκλογών. Αλλά η αναβολή με περιορισμένη ημερομηνία λήξεως (έως το τέλος του έτους) της αύξησης του ΦΠΑ στα πέντε νησιά του Αιγαίου απέδειξε επίσης ότι οι δανειστές εξακολουθούν να κρατούν τα κλειδιά των παροχών. Και ότι θα συνεχίζουν να είναι ιδιαίτερα φειδωλοί σε υποχωρήσεις έναντι των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, παρά το κρεσέντο των υποσχέσεων στο οποίο επιδίδεται η κυβέρνηση, συμπαρασύροντας σε αυτό και την αντιπολίτευση.

Το σίριαλ της παροχολογίας θα έχει συνέχεια τον Αύγουστο με τα κυβερνητικά πανηγύρια για την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο και θα κορυφωθεί στη ΔΕΘ, στις αρχές Σεπτεμβρίου, με επίκεντρο τις –ήδη ψηφισμένες από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ –περικοπές στις συντάξεις την 1/1/2019. Και εδώ, όμως, όσο αρνητικά και αν παραμένουν τα μηνύματα των δανειστών για το ενδεχόμενο ακύρωσής τους, τόσο φτωχή εμφανίζεται η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης στη διεκδίκηση αυτή. Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι η χώρα πιάνει τους στόχους για τα υπερπλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια δεν πείθει τους δανειστές. Οι ίδιοι γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι το έλλειμμα του ΕΦΚΑ μετατράπηκε σε πλεόνασμα στα χαρτιά λόγω της μη απονομής συντάξεων, είναι ενήμεροι για τις μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές του Δημοσίου που συμπιέζουν τεχνητά τις δαπάνες, όπως και για την κόπωση των φορολογικών εσόδων που υπονομεύουν τους δημοσιονομικούς στόχους για τα επόμενα χρόνια. Εκαναν το «χατίρι» στη συγκυβέρνηση σφυρίζοντας τη λήξη του τρίτου Μνημονίου. Και έκλεισαν τα μάτια σε μεγάλες εκκρεμότητες και αστοχίες της οικονομικής πολιτικής γιατί και αυτοί είχαν ανάγκη από ένα ελληνικό success story σε μια δύσκολη στιγμή, όπου η Ευρώπη δοκιμάζεται από το Μεταναστευτικό και έχει μπροστά της την απειλή της Ιταλίας. Δεν είναι βέβαιο όμως ότι θα συνεχίσουν να τηρούν την ίδια στάση και στο μέλλον.

Η αλήθεια είναι ότι η μείωση των συντάξεων είναι μια επώδυνη προοπτική που έχει μπροστά της η χώρα, όχι με κριτήριο την πολιτική επιβίωση της κυβέρνησης αλλά της ελληνικής οικονομίας. Θα λειτουργήσει ως ένα ακόμη φρένο στους ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξής της, παρατείνοντας την κρίση παρά τους πανηγυρισμούς γύρω από την αυταπάτη της εξόδου. Και εφόσον μια επαναδιαπραγμάτευση για τη μείωση των στόχων για τα υπερπλεονάσματα μοιάζει αδύνατον να δρομολογηθεί, σ’ αυτή τη φάση, το ελάχιστο που θα απαιτούνταν θα ήταν ένα εγχώριας προέλευσης σοβαρό σχέδιο οικονομικής πολιτικής. Με συγκεκριμένες προτάσεις και μετρημένους στόχους ως αντιπρόταση και μέσο πίεσης προς τους δανειστές για να αποδεχθούν το αυταπόδεικτο. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να υπάρχει στις κυβερνητικές προτάσεις, πολύ περισσότερο στο ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης του Τσακαλώτου με το οποίο χάθηκε μια ακόμη μεγάλη ευκαιρία πριν κλείσει η συμφωνία του Ιουνίου. Ανάλογη υποχρέωση, βεβαίως, έχει και η αντιπολίτευση η οποία διεκδικεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Προς το παρόν η χώρα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, που η ένταση και η απροσδιόριστη διάρκειά της στέλνουν αρνητικά σήματα προς τις αγορές και τους διεθνείς επενδυτές, τη συμμετοχή των οποίων προσδοκά το πολιτικό προσωπικό για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Την ίδια ώρα, και η συμφωνία με τους δανειστές δεν διέλυσε τις μεγάλες αβεβαιότητες της επόμενης μέρας.