Επίπεδα διαφθοράς ανάλογα με εκείνα της Ινδονησίας, της Μέσης Ανατολής ή και της Σαουδικής Αραβίας διαπιστώνουν στη χώρα μας τα στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων αποδίδοντάς τη στο μακροοικονομικό περιβάλλον και στη γραφειοκρατία της νομοθεσίας.

Τα παραπάνω προκύπτουν από τη διετή έρευνα που πραγματοποίησε παγκοσμίως η Ernst & Young σε 2.550 στελέχη επιχειρήσεων από 55 χώρες σε σχέση με την έκταση των φαινομένων διαφθοράς και απάτης. Σύμφωνα με τα ευρήματά της που παρουσιάστηκαν χθες και στην Ελλάδα, το 38% των στελεχών επιχειρήσεων παγκοσμίως εξακολουθεί να θεωρεί ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα του, ποσοστό μειωμένο από το 39% που κατέγραψε η αντίστοιχη έρευνα του 2016.

Στην Ελλάδα, η έρευνα κατέγραψε σημαντική μείωση του αντίστοιχου ποσοστού στο 46% σε σχέση με 81% στην περυσινή ενδιάμεση έρευνα για την περιοχή της Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Ινδίας και Αφρικής, ενώ στην αντίστοιχη έρευνα του 2016 ήταν 62% και του 2015 69%. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε έξι ευρωπαϊκές χώρες οι εκτιμήσεις των στελεχών για την έκταση των φαινομένων διαφθοράς ήταν υψηλότερες από την Ελλάδα: στην Τσεχία (56%), στη Βουλγαρία (60%), στη Σλοβακία και στην Ουγγαρία (66%), στην Ιταλία (68%) και στην Κύπρο (80%). Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα έχει υψηλότερα ή παρόμοια ποσοστά με χώρες όπως η Σαουδική Αραβία (46%), η Ινδονησία (42%), η Ινδία (40%), η Μέση Ανατολή (38%), η Ρουμανία (34%) και η Τουρκία (32%).

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ. Ο Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, παρατηρεί: «Το ζήτημα της διαφθοράς δεν αφορά μόνο τις επιχειρήσεις και τους κινδύνους που δημιουργεί για την εικόνα, αλλά και τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, σε μια περίοδο που πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο θετικό πρότυπο επιχειρηματικότητας, η αντιμετώπιση του προβλήματος αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα. Η βελτίωση της εικόνας στην Ελλάδα δεν πρέπει να δημιουργήσει εφησυχασμό. Χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμη, τόσο σε επίπεδο νομοθεσίας όσο και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να γίνει συνείδηση ότι η τήρηση κανόνων ακεραιότητας αποτελεί ευθύνη όλων μας».

Η έρευνα της ΕΥ εξέτασε επίσης τις μορφές δωροδοκίας ή διαφθοράς που είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν τα στελέχη των επιχειρήσεων. Ως πιο διαδεδομένη πρακτική αναδεικνύεται η πληρωμή μετρητών, με το 13% του δείγματος παγκοσμίως να δηλώνει ότι θα δικαιολογούσε την πρακτική αυτή αν θα βοηθούσε την επιχείρησή του να επιβιώσει σε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι αισθητά υψηλότερο στο 20%, έναντι 5% στη Δυτική Ευρώπη και 6% στις αναπτυγμένες αγορές. Οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες όπου καταγράφεται υψηλότερο ποσοστό σε αυτή την ερώτηση είναι η Σλοβακία και η Κύπρος (από 44%).

Οι ερευνητές ζήτησαν επίσης από τους συμμετέχοντες να προσδιορίσουν τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετωπίζει η επιχείρησή τους. Στην Ελλάδα, η δημοφιλέστερη απάντηση ήταν το μακροοικονομικό περιβάλλον (48%, έναντι 42% του συνολικού δείγματος και 45% στις αναδυόμενες αγορές), υποδηλώνοντας ότι οι Ελληνες εξακολουθούν να ανησυχούν για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ακολουθούν οι μεταβολές στο ρυθμιστικό περιβάλλον (38% στην Ελλάδα και 43% στο συνολικό δείγμα) και οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο (32% και 37% αντίστοιχα).