Μόλις που πρόφτασε, πέρυσι, να κλείσει τα ενενήντα. Από το 1927 στεκόταν στην Πατησίων, λίγο μετά την Κοδριγκτώνος. Ενα από τα παλαιότερα παντοπωλεία της Αθήνας, σε μια περιοχή υποβαθμισμένη σήμερα, που τότε όμως ήταν το κέντρο της αστικής ζωής. Το μαρτυρούν τα υπό κατάρρευση νεοκλασικά αρχοντικά που καθώς τα προσπερνάς βιαστικά, το μάτι σου σκαλώνει σε ένα ξεχαρβαλωμένο παντζούρι τους και, ασυνείδητα, κρυφοκοιτάζεις από την τρύπα που κάποτε ήταν παράθυρο το ένδοξο παρελθόν τους. Τις βεγγέρες, τα τραπέζια, τις γιορτές που αντιλαλούσαν εκεί μέσα. Γι’ αυτά τα τραπέζια οι μεγαλονοικοκυρές ψώνιζαν από το παντοπωλείο του Κουκά διότι είχε τα «εκλεκτότερα εδώδιμα και αποικιακά». Εκλεισε κι αυτό αδυνατώντας να κερδίσει το στοίχημα με το παρόν. Οπως πριν από λίγους μήνες έκλεισε το ζαχαροπλαστείο του Πράπα στο Φάληρο και πιο πριν οι λουκουμάδες Αιγαίον, το Ιντεάλ, ο Λέντζος, ο Δυρός, οι Δελφοί, η Δωρίδα, ο Απότσος, το Νέον, το Μπραζίλιαν. Τα περισσότερα λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και της δικής μας αδιαφορίας για την «ομαλή συνέχεια» αυτής της πόλης. Μιας αδιαφορίας που μετατρέπεται σε κρίση νοσταλγίας κάθε φορά που ένα από αυτά κατεβάζει ρολά. Ενώ, παγιδευμένοι στον ψυχαναγκασμό της μόδας, όσο λειτουργούσαν, τα προσπερνούσαμε τρέχοντας προς τις νέες τάσεις. Οι επιχειρήσεις όμως δεν είναι πίστες για να κάνουμε πατινάζ με τα λουστρίνια της νοσταλγίας. Για να λειτουργούν χρειάζονται τον οβολό μας, όχι τις αναμνήσεις μας.

«Κι εγώ με το ζόρι το κρατάω. Κι όσο αντέξει» μου λέει ο Νίκος Κουτουζής, του οποίου ο παππούς, το 1935, είχε ανοίξει στη στοά της Κολοκοτρώνη 3 το καφενεδάκι Λεύκες που αργότερα έγινε το εστιατόριο Κεντρικόν. Ο ίδιος αναρτά καθημερινά, με συγκινητική προσήλωση, στα σόσιαλ μίντια το μενού της ημέρας. Στο οποίο ανακαλύπτεις χαμένες μαγειρικές αξίες, όπως το ραγού και το ατζέμ πιλάφι. Και συνειδητοποιείς ότι κάποια κλασικά πιάτα έχουν σιγά σιγά εξαφανιστεί από τα τραπέζια μας. Το κοτόπουλο μιλανέζα, το ρύζι με συκωτάκια πουλιών, το μπιντόκ α λα ρους. Ακόμη και τα γιουβαρλάκια όλο και πιο σπάνια τα βρίσκεις. Δεν πρόκειται για τη γραφικοποιημένη κουζίνα της μαμάς, αλλά για την αθηναϊκή αστική μαγειρική.

Το Κεντρικόν δεν είναι απλώς το τελευταίο αστικό αθηναϊκό εστιατόριο (συνδεδεμένο, για δεκαετίες, με την πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου). Είναι ένα μέρος που σε κάνει να νιώθεις ότι κάποια πράγματα σε αυτή την πόλη παραμένουν όπως είναι. Ακρως παρηγορητικό και καθησυχαστικό. Και το να συνεχίσει να λειτουργεί θεωρώ ότι αποτελεί μέλημα και δικό μας αλλά και του Δήμου της Αθήνας αφού πρόκειται για ένα είδος μνημείου υλικού πολιτισμού. Ετσι ώστε στο άμεσο μέλλον τέτοιου είδους καταστήματα να μην τα «συναντάμε» μόνο στα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή.

Αντιρατσιστική γαστρονομία

Τα εξωτικά πιάτα, γενικώς, μας αρέσουν. Είτε πρόκειται για τα πολύπλοκα της Ανατολής είτε για τα καυτερά της Ασίας είτε για τα παιχνιδιάρικα της Λατινικής Αμερικής. Καθώς όμως τα απολαμβάνουμε σε ντιζαϊνάτα εστιατόρια, σερβιρισμένα από χίπστερ σερβιτόρους, έχουμε την τάση να τα αποκόβουμε από τον τόπο προέλευσής τους. Να ξεχνάμε δηλαδή ότι είναι μέρος της κουλτούρας ενός λαού ή μιας περιοχής και διαμορφώνονται ανάλογα με τα τοπικά προϊόντα, τη θρησκεία, τις κλιματολογικές και, κυρίως, τις οικονομικές συνθήκες. Για παράδειγμα, η πολυτελής σήμερα αστακομακαρονάδα, που στα καθ’ ημάς έγινε σύμβολο της εποχής της σπατάλης, μαγειρευόταν κάποτε για να φτουρήσει με το μακαρόνι ο «φτενός» αστακός, τον οποίο τότε οι ψαράδες έπιαναν με τα χέρια. Πενία τέχνας κατεργάζεται και ειδικά την τέχνη της μαγειρικής.

Από χθες, στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ στο Πάρκο Γουδή, εκτός από τις συναυλίες με γνωστούς καλλιτέχνες και τις συζητήσεις, η μαγειρική παίζει σε πρώτο πλάνο. Μετανάστες, πρόσφυγες και ντόπιοι μαγειρεύουν χαρακτηριστικά πιάτα από είκοσι χώρες. Ενδεικτικά αναφέρω πουγκάκια με κρέας από το Αφγανιστάν, φαλάφελ από το Ιράν, φιστικόσουπα με ρύζι από το Καμερούν, λαχματζούν από το Κουρδιστάν, χορτοκεφτέδες από τη Μαδαγασκάρη, κοτόπουλο με καρύδα από τη Μοζαμβίκη, φτερούγες κοτόπουλου με τηγανητή μπανάνα από τον Νίγηρα, κοφτό μακαρονάκι με ρύζι και φακές από την Αίγυπτο, εμπλανάδας από τη Βενεζουέλα, αφρικανικό παγωτό από τη Ζιμπάμπουε, σοροπιαστά από το Σουδάν. Αυτά και πολλά άλλα με την προστιθέμενη αξία ότι η φεστιβαλική ατμόσφαιρα θα σας κάνει να νιώθετε ότι τα απολαμβάνετε μέσα στα χρώματα και τα αρώματα του τόπου τους.

Τζίντζερ με λεμόνι

στο μπαλκόνι

Αν η ζωή σού πετάξει λεμόνια, κάν’ τα λεμονάδα, λένε. Τους τελευταίους μήνες στην Αθήνα (και σε όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα τώρα το καλοκαίρι) η παροιμία τροποποιείται. Σου πετάξει – δεν σου πετάξει η ζωή λεμόνια, βρες και τζίντζερ και κάνε λεμονάδα με τζίντζερ. Σε μπαρ, σε καφέ, σε meeting points, σε φαστφούντ, σε ντελικατέσεν (ως συσκευασία για το σπίτι), εσχάτως και σε περίπτερα, η λεμονάδα με τζίντζερ είναι το απόλυτο «καύσιμο». Δικαιολογημένα, αφού συνδυάζει τη γευστική νοσταλγία με ένα σύγχρονο twist. Enjoy it!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ (Σκηνοθέτης, ηθοποιός)

Με ενοχλεί η ανομία και η γενική εγκατάλειψη που –χάριν κοινωνικής παραίτησης και απώλειας της όποιας συλλογικής «συνείδησης» αλλά και για άλλους λόγους –επικρατεί. Μοιάζει σαν ο Αθηναίος, έχοντας απαξιώσει τον εαυτό του ως πολίτη, να απαξιώνει και τους κανόνες μιας ομαδικής, εύρυθμης, έννομης και πολιτισμένης συνύπαρξης. Η Αθήνα κατοικείται όχι από σύνολο πολιτών, αλλά από έναν εσμό… ιδιωτών. Που με το ζόρι επιβιώνουν. Και με ακόμη μεγαλύτερο ζόρι συμβιώνουν.

Τι μου αρέσει

Μου αρέσουν διάφορα «καταφύγια» –μαγαζάκια, μπαράκια –όπου συναντάς κάποιους που δεν υπόκεινται σε αυτό που περιέγραψα παραπάνω. Μου αρέσουν τα θερινά σινεμά. Ο Εθνικός Κήπος… ανεπιστρεπτι! (sic). Ο δροσερός αέρας που με φυσάει όταν δύει ο ήλιος και κόβω βόλτες με τη μηχανή μου. Οι εκκλησίες της –σαν από άλλον πλανήτη.