Αν επικεντρωνόσουν στην εξωτερική εικόνα της μεγαλύτερης μερίδας του κοινού, στους καλοστεκούμενους μεσήλικους με τα λινά παντελόνια και στις καθωσπρέπει κυρίες με τα θερινά φορέματα, ίσως αναρωτιόσουν πώς στο καλό μια τέτοια βραδιά θα κατόρθωνε έστω και λίγο να ανάψει τα αίματα. Η αρχική επιθυμία πάντως υπήρχε: οι δύο συναυλίες του Sting στο Ηρώδειο είχαν γίνει sold out μήνες πριν, παρά το τσουχτερό αντίτιμο και μάλλον ανεξαρτήτως της μετέπειτα ανακοίνωσης περί συνοδείας του βρετανού μουσικού από τον τζαμαϊκανό ομότεχνό του Shaggy. Χώρια που, ηλικιακά μιλώντας, όσοι την περασμένη Παρασκευή και Σάββατο ανηφόρισαν την Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μπορεί και να είχαν βρεθεί σε εκείνη την επεισοδιακή συναυλία των Police στο γήπεδο του Σπόρτιγκ, τον Μάρτιο του 1980. Αλλοι βέβαια μπορεί να τον είχαν δει με τον Γιώργο Νταλάρα το 2001 στο ΟΑΚΑ ή λίγα χρόνια αργότερα στη Μαλακάσα. Μικρή σημασία είχε: συντονισμένα με το ύφος του δίσκου που οι δύο μουσικοί εσχάτως κυκλοφόρησαν και τελευταίως προωθούν, τα ηχεία του Ηρωδείου πριν την έναρξη της συναυλίας έπαιζαν παρά τις συνήθειες του χώρου ρέγκε. Το «44/876» πήρε το όνομά του από τους κωδικούς κλήσης των χωρών των δύο συνδημιουργών του και το ομώνυμο κομμάτι ήταν εκείνο που τους έφερε επί σκηνής, τον ένα άνετο και ως συνήθως φορμαρισμένο, κρατώντας το γοητευτικά παλαιωμένο μπάσο του και τον άλλο πιο ζωηρούλη και ξεσηκωτικό.

ΣΕ ΡΟΛΟ ΕΜΨΥΧΩΤΗ. Οι δε εντάσεις άρχισαν να ανεβαίνουν ήδη από το δεύτερο τραγούδι, το περίφημο «Englishman in New York» ή και το τρίτο, το «Every little thing she does is magic», που τόσα κορίτσια χόρεψαν στις πρώτες, ακριβοπληρωμένες σειρές. Το «Message in a bottle» σήκωσε όρθιο όλο το Ηρώδειο, βοηθούντος βεβαίως του Shaggy, που, αναλαμβάνοντας και ρόλο εμψυχωτή, έφτασε στη διάρκεια του «Fields of Gold» να δώσει το νεορομαντικό παράδειγμα ώστε να ανάψουν εκατοντάδες, όχι αναπτήρες, αλλά φακοί κινητών. Στις κοινές ερμηνείες κομματιών του «44/876» όπως τα εξόχως καλοκαιρινά «Don’t make me wait» ή «Morning is coming», ο ρόλος του ήταν αναβαθμισμένος, ενώ στο «Dreaming in the USA» μετέφερε και το απαραίτητο κοινωνικό μήνυμα της βραδιάς, περί ισότητας και αγάπης, ανεξαρτήτως προέλευσης και θρησκεύματος. Το «Crooked Tree» περιλάμβανε σκετσάκι με εκείνον ως δικαστή και το μεγάλο όνομα της βραδιάς ως κατάδικο, μέχρι που στο λαοφιλές «So lonely», η εικόνα ενός ολόκληρου θεάτρου στο πόδι για χάρη του Sting (και μιας παρέας πενηντάρηδων να τραγουδάνε αγκαλιά), επανήλθε.

Ηταν αρκετές οι εναλλαγές διάθεσης -από την θερινή ανεμελιά μέχρι την χειμερινή μελαγχολία κι από το επιμελώς ντελικάτο ύφος του Βρετανού στο προσεγμένα ατημέλητο του Τζαμαϊκανού –τόσο που η μουσική συνοχή της συναυλίας μπορεί και να παραχώρησε ένα μέρος της στην επιθυμία για ένα ελεγχόμενα ξέφρενο πάρτι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκτέλεση του «Roxanne» (ερμηνευμένου από τον Sting με την άνεση κάποιου που ξέρει ότι έχει γράψει ένα ωραίο κομμάτι), σε διαρκή εναλλαγή με το τεμπέλικα ζωώδες «Boombastic», που πάντως άρεσε στον κόσμο και ίσως αποτύπωσε τη θετική στάση των δύο ανδρών απέναντι στις μουσικές επιμειξίες.

BEACH PARTY. Μεγάλη μερίδα του κοινού, πάντως, προτιμούσε εκτός από τον χορό και το ομαδικό τραγούδι να βιώνει τη συναυλία μέσα από την εικόνα της στην οθόνη ενός κινητού. Έστω κι έτσι, τα αίματα ανάψανε αρκούντως, ακόμα και αν η βραδιά θύμιζε ενίοτε διασκεδαστική επανασύνδεση παλιών συμμαθητών σε κάποιο beach party, το οποίο κιόλας, στη δεύτερη εκδοχή του, το Σάββατο, παραλίγο να υπονομευθεί από μια καλοκαιρινή μπόρα, που παρά τον δικαιολογημένο εκνευρισμό, έγινε κι αφορμή για να βγει ο ίδιος ο Sting επί σκηνής με σφουγγαρίστρα, δίνοντας τροφή σε κάμποσες μελλοντικές ιστορίες.

Οπως και να έχει, το encore ήρθε και μάλιστα διπλό: το «Every breath you take» άρεσε τόσο, που ο Shaggy απαθανάτισε τις αντιδράσεις του κοινού με το κινητό του· τους στίχους του «Fragile» τούς γνώριζαν σχεδόν όλοι· και, στο τέλος, από τα ηχεία του Ηρωδείου ακουγόταν και πάλι ρέγκε.