Ανεξάρτητα από τον βαθμό επιτυχίας των πρόσφατων συλλαλητηρίων που έγιναν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας για το μακεδονικό ζήτημα, ανεξάρτητα από την κυμαινόμενη ένταση μισαλλοδοξίας που εκπέμπουν σταθερά από τη δεκαετία του ’90, ανεξάρτητα από τους ηγήτορες που συνήθως φέρουν τα πιο αρχαϊκά χαρακτηριστικά (είτε με μορφή ράσου είτε με τη μορφή αρχαίων πανοπλιών), το γεγονός που δεν μπορεί να παραβλεφθεί είναι ότι το μόνο θέμα που κινητοποιεί πλήθος στις μέρες μας είναι η υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας. Μην ξεχνάμε ότι τα μεγάλα συλλαλητήρια των αγανακτισμένων το 2011 για ακριβώς τον ίδιο λόγο είχαν γίνει, μόνο που τότε δίπλα στους γνωστούς συντηρητικούς ηγήτορες (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και τότε ο χώρος της Δεξιάς και Ακροδεξιάς είχε δώσει δυναμικό «παρών») είχαν βρεθεί και οι ριζοσπαστικοί μέντορες της άρνησης του επαχθούς χρέους (πολλοί εκ των οποίων στη συνέχεια έγιναν υπουργοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ). Οι έλληνες πολίτες βγαίνουν στους δρόμους και διαμαρτύρονται εν καιρώ οικονομικής κρίσης όχι όταν πλήττονται στην τσέπη τους –εάν συνέβαινε αυτό τα τελευταία χρόνια δεν θα είχαμε ύφεση των διαδηλώσεων –αλλά όταν αισθάνονται ότι απειλείται η εθνική τους κυριαρχία.

Οι ερμηνείες είναι πολλές και έχουν διατυπωθεί πολλές φορές: Στερεοτυπικές αντιλήψεις που καλλιεργούνται από το εκπαιδευτικό, θρησκευτικό, μιντιακό και πολιτικό σύστημα γύρω από τη μοναδικότητα του ελληνικού έθνους είτε σε όρους παρελθοντικής αίγλης είτε σε όρους παροντικής θυματοποίησης. Οσο και αν πράγματι εκεί μπορούν να αναζητηθούν οι πηγές της εθνικιστικής έξαρσης της σύγχρονης Ελλάδας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή δεν συναντιέται στις μέρες μας μόνο εδώ. Η λογική των συνόρων, η λογική της υπεράσπισης παλαιών ταυτοτήτων αναζωπυρώνεται σχεδόν σε όλες τις χώρες της Δύσης, ανεξάρτητα από το εάν παίρνει δεξιό ή αριστερό πρόσημο. Ο εθνικισμός άλλωστε υπήρξε ιστορικά διττός: «υπεύθυνος» για τα δημοκρατικά δικαιώματα, τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, την πολιτισμική αναγέννηση και ταυτόχρονα «υπεύθυνος» για την επιταγή της ομοιογένειας, την καλλιέργεια της μισαλλοδοξίας, τη νομιμοποίηση ολοκληρωτικών καθεστώτων, τη βία ή τις γενοκτονίες.

Η κατηγοριοποίηση όσων εκφράζουν εθνικιστικές ανησυχίες, έστω και παράλογες, υπό τον όρο «εθνίκια», την οποία χρησιμοποίησε με τρόπο σχεδόν υβριστικό σύμβουλος του Πρωθυπουργού, πέρα από το ότι παραβλέπει το πολύ πρόσφατο παρελθόν (την εθνικιστική αγανάκτηση του 2011 την οποία υπέθαλψε) θέλει να τους αποδώσει μόνο ολοκληρωτικές συνδηλώσεις. Εάν αποδοθεί πλήρως στη μη δημοκρατική πλευρά του φεγγαριού η αναζήτηση της φαντασιακής κοινότητας του έθνους, η αναζήτηση ορίων στην παγκοσμιοποιημένη ρευστότητα και ανασφάλεια, η στερεοτυπική –ακόμη και ειδωλολατρική –αίσθηση μιας κοινής ταυτότητας, τότε δεν είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς τι ακριβώς θα μείνει στην άλλη πλευρά. Το κρίσιμο ζητούμενο και στην Ελλάδα και αλλού παραμένει ένας λόγος ρεαλιστικού πατριωτισμού και όχι η άρνησή του μέσα από εκθέσεις ιδεών περί διεθνισμού από φορείς είτε ενός εικονικού προοδευτισμού είτε ενός σκληρού ελιτισμού. Η ανάγκη ενός τέτοιου λόγου είναι απολύτως επιτακτική για να φέρει και πάλι στο επίκεντρο το δημοκρατικό έθνος (μαζί με την προστασία των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων ανεξαρτήτως καταγωγής) και να απονευρώσει τόσο τα «αδικαιολόγητα εθνίκια» όσο και τους «δικαιολογημένους αγανακτισμένους», οι οποίοι ως οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος έχουν επιδείξει ισόποσες δόσεις αντιδημοκρατικότητας.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα ΜΜΕ του ΑΠΘ