Η αίθουσα με τα κάγκελα στα παράθυρα είχε γεμίσει από νωρίς με κόσμο. Νεαροί «στολισμένοι» με τατουάζ σε όλο τους το σώμα, μεγαλύτεροι σε ηλικία που προσέγγιζαν με δυσπιστία όσους περνούσαν από μπροστά τους, αλλά και παρέες με διάθεση για χιούμορ είχαν πάρει θέση στο ακροατήριο ανάμεσα στους καθηγητές τους και στο επιβλέπον προσωπικό.

Ο περιορισμός του χώρου δεν άφηνε περιθώρια για σκηνικές πολυτέλειες. Λίγες σχολικές καρέκλες είχαν τοποθετηθεί στα άκρα του μικρού εξώστη που ξεπρόβαλλε μπροστά από την είσοδο. Στο κέντρο του δέσποζε μια έδρα δασκάλου «στολισμένη» με μια κουρελού για να θυμίζει κάτι από ταράτσα. Μπροστά από τα σκαλιά του εξώστη μπήκαν δύο ζευγάρια από ξύλινες παλέτες, που θα χρησίμευαν ως παγκάκια, καθίσματα ή κομμάτια ενός σπιτιού. Εκεί ακούμπησε ένας ψιλόλιγνος άνδρας για να παίξει το μπαγλαμαδάκι του. Οι πρώτες νότες γέμισαν την αίθουσα και οι ψίθυροι κόπηκαν απότομα, δίνοντας τη θέση τους σε περίεργα βλέμματα μόλις εμφανίστηκαν αγόρια και κορίτσια με ρούχα της δεκαετίας του ’50.

Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, μετά την επιτυχημένη παρουσίαση της «Αυλής των θαυμάτων» στην κεντρική αίθουσά του, στο πλαίσιο υλοποίησης του φεστιβάλ «Η δυναμική του ελληνικού λόγου στο θέατρο», με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, μετέφερε το έργο για να κλείσει τον κύκλο του στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας των φυλακών Κορυδαλλού το πρωί της περασμένης Τετάρτης. Το ιδιαίτερο κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη ακούστηκε πίσω από τα κάγκελα, ως ένας προάγγελος των μαθημάτων θεάτρου και χορού που θα ενταχθούν στο διδακτικό πρόγραμμα του συγκεκριμένου σχολείου από την καινούργια χρονιά, με την επιμέλεια καθηγητών από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

«Από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε σε επαφή με τους ανθρώπους του σχολείου, προσπαθήσαμε να χτίσουμε μια μόνιμη παρέμβαση. Αποφασίσαμε λοιπόν να κλείσουμε το φετινό πρόγραμμα ΕΣΠΑ με μια παράσταση στον χώρο των φυλακών, έναν χώρο μέγιστης ευαισθησίας με ανθρώπους υψηλής θερμοκρασίας και ενδιαφέροντος από κάθε πλευρά» αναφέρει ο Νίκος Διαμαντής, καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά που έφερε για δεύτερη φορά κοντά τους ανθρώπους της τέχνης με αυτούς της φυλακής.

Εξι δεκαετίες μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου του Καμπανέλλη, η μικρή αυλή σε κάποια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας με τον γέρο πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία με τη σύζυγο και τον εγγονό του, τη χήρα που σιγοτραγουδά τη «Ραμόνα», το ανδρόγυνο που φιλοδοξεί να το σκάσει για την Αυστραλία, τον μοιραίο υδραυλικό, την ομορφούλα που θέλει να γίνει σταρ του σινεμά, «ζωντάνεψε» μπροστά στους κρατουμένους, όλοι τους μαθητές στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας του σωφρονιστικού καταστήματος.

Παρακολουθούσαν με προσήλωση τους ηθοποιούς να εναλλάσσονται στη σκηνή και αντιδρούσαν σαν ένα κοινό ακροατήριο ανάλογα με τα όσα άκουγαν. Γέλαγαν όταν οι πρωταγωνιστές πετούσαν καμιά βωμολοχία, σκουντιόνταν για να σχολιάσουν. Δεν έλειψαν βέβαια και οι στιγμές κατά τις οποίες σφίγγονταν στις ατάκες των ηθοποιών που κουβαλούσαν κάποιους συσχετισμούς με τον εγκλεισμό. «Τούτη η αυλή είναι η κόλασή μου», «Ας φύγουμε από δω, ας πατήσω καινούργιο χώμα και θα δεις», «Χάνω αλλά ελπίζω, ενώ αν δεν κάνεις τίποτα…».

Στο τέλος της παράστασης, το χειροκρότημα έφερε δάκρυα στα μάτια των ηθοποιών και μια διάχυτη συγκίνηση σ’ εκείνους που τους επιβράβευαν για την προσπάθειά τους, κρατώντας την ατάκα του επιλόγου «Παναγιά μου, φεύγουμε, φεύγουμε». Ακολούθησαν κατ’ ιδίαν συγχαρητήρια στους πρωταγωνιστές, κριτική για το θέαμα που παρακολούθησαν, αλλά και αυτοσαρκαστικές ατάκες. Επισφράγισμα; Η ερώτηση γνωστού βαρυποινίτη καταδικασμένου για σωρεία εγκλημάτων σε δις ισόβια προς ένα μέλος του θιάσου γελώντας: «Πού θα παίζεις τον χειμώνα για να έρθω να σε παρακολουθήσω;».