Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 2 του ιταλικού Συντάγματος «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, και μετά από πρότασή του, τους Υπουργούς». Δεδομένου ότι το ιταλικό Σύνταγμα υιοθετεί την κοινοβουλευτική αρχή, ο πυρήνας της οποίας είναι η εξάρτηση της Κυβέρνησης από το Κοινοβούλιο (βλ. το άρθρο 94 του ιταλικού Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι η Κυβέρνηση οφείλει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των δύο Βουλών και μέσα σε δέκα ημέρες από τον σχηματισμό της υποχρεούται να παρουσιαστεί στις Βουλές για να λάβει την εμπιστοσύνη τους), η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 92 παρ. 2 Συντ. θα πρέπει να ασκείται στην προοπτική σχηματισμού μιας Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου.

Αν ένα κόμμα ή προεκλογικός συνασπισμός κομμάτων έχει ήδη προφανώς και προκαταβολικά την εμπιστοσύνη των δύο Βουλών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διορίσει ως Πρωθυπουργό το πρόσωπο που υποδεικνύεται από το κόμμα ή τα κόμματα που διαθέτουν από κοινού την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αλλιώς, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην Ιταλία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ξεκινά τη διαδικασία των διαβουλεύσεων, που μπορεί να καταλήξουν σε διερευνητική εντολή στον Πρόεδρο της Βουλής ή της Γερουσίας, με σκοπό τη διακρίβωση της δυνατότητας σχηματισμού Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου, ή αν υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες για τον σχηματισμό μιας τέτοιας Κυβέρνησης, σε μια προκαταρκτική ανάθεση εντολής σχηματισμού Κυβέρνησης στο πρόσωπο που θα ηγηθεί, με βάση τη διακομματική συμφωνία, της Κυβέρνησης αυτής, ή σε μια πλήρη ανάθεση εντολής σχηματισμού Κυβέρνησης στο ίδιο πρόσωπο, αν είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Κυβέρνησή του θα λάβει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου. Ο Σέρτζιο Ματαρέλα επέλεξε να δώσει προκαταρκτική ανάθεση εντολής στον Τζουζέπε Κόντε, τον οποίο υπέδειξαν ως υποψήφιο Πρωθυπουργό το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λέγκα του Βορρά, διότι έκρινε ότι χρειαζόταν μια περαιτέρω αποσαφήνιση της πολιτικής κατάστασης. Οσον αφορά στον διορισμό των Υπουργών, η μέχρι τώρα κρατούσα ερμηνεία στη θεωρία και στην πράξη, ήταν ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκφράσει τις αντιρρήσεις του στον εντολοδόχο Πρωθυπουργό για την επιλογή συγκεκριμένων προσώπων, δεν μπορεί όμως να αρνηθεί την πρόταση του Πρωθυπουργού, παρά μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν νομικά κωλύματα για την ανάληψη του υπουργικού αξιώματος. Ωστόσο, από τυπική άποψη, το άρθρο 92 παρ.2 του ιταλικού Συντάγματος δεν εμποδίζει τη μη αποδοχή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της πρότασης του υποψηφίου Πρωθυπουργού για έναν συγκεκριμένο Υπουργό, αφού ο διορισμός των Υπουργών προϋποθέτει όχι μόνο την προσυπογραφή του μελλοντικού Πρωθυπουργού αλλά και την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας, δηλαδή τη σύμπτωση των βουλήσεών τους.

Ο Σέρτζιο Ματαρέλα αξιοποίησε αυτή την αδρανή μέχρι σήμερα ερμηνευτική δυνατότητα του άρθρου 92 παρ. 2 Συντ. το οποίο κάνει λόγο για «πρόταση» του Πρωθυπουργού, αλλά όχι για δεσμευτική πρόταση, και αρνήθηκε την τοποθέτηση του ευρωσκεπτικιστή Πάολο Σαβόνα στη θέση του Υπουργού Οικονομικών. Εξάλλου στην Ιταλία, εν αντιθέσει προς την Ελλάδα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκεί έλεγχο συνταγματικής νομιμότητας ή και πολιτικής σκοπιμότητας, και σε άλλες πράξεις κυβερνητικής αρμοδιότητας, όπως τα νομοθετικά διατάγματα και οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Δεν υπήρξε λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση παραβίαση του Συντάγματος, αλλά απλώς επιβεβαίωση του ρόλου του ιταλού Προέδρου της Δημοκρατίας ως «πολιτικού εγγυητή» του Συντάγματος, κατά το παράδειγμα της προεδρίας του Σάντρο Περτίνι και του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο.

Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης, ΕΑΠ