ια επιλογή από τα πέντε πρώτα βιβλία της ιστορίας του Θουκυδίδη αποτέλεσε τη δεξαμενή απ’ όπου άντλησε το υλικό του ο Δημήτρης Λιγνάδης για τα «Μαθήματα Πολέμου»: πρόκειται για μια θεατρική ανάγνωση και μια σκηνική εκδοχή, χωρισμένη σε επτά κεφάλαια – μαθήματα όπου ο λόγος, η υπόκριση και το μέλος, η μουσική δηλαδή, καθορίζουν το αποτέλεσμα.

Οπως επισημαίνει ο φιλόλογος Γιάννης Λιγνάδης, που υπογράφει το κείμενο – μετάφραση και διασκευή, «η γραφή του μείζονος ιστορικού της αρχαιότητας διαθέτει και «θεατρικότητα» και «δραματικό συναίσθημα» και τα δύο σε λανθάνουσα μορφή. Ως εκ τούτου, το εγχείρημα της θεατρικής διασκευής του ιστορικού λόγου δεν πρέπει να θεωρείται αθέμιτη πράξη δυναμένη να επιφέρει σημαντική αλλοίωση ή βλάβη στην κατά φύσιν λειτουργία του πρωτοτύπου. Απεναντίας, εφόσον η δραματοποίηση σέβεται την οικείαν φύσιν του πρωτοτύπου, μπορεί να επιδράσει πάνω του ευεργετικά, αναδεικνύοντας κρυφές αρετές».

Επίκαιρος όπως πάντα, τότε, τώρα, αύριο, ο λόγος του Θουκυδίδη χωρίζεται θεματικά: το 1ο μάθημα περιλαμβάνει το προοίμιο και τις δημηγορίες κι έχει τον τίτλο «Η Μούσα του Πολέμου». Ακολουθούν: «Λελυμένων λαμπρώς των Σπονδών ή Η τραγωδία της Πλάταιας», «Ο έπαινος της Πόλεως ή ο Επιτάφιος του Περικλέους», «Η Νόσος της πόλεως ή Ο Λοιμός της Αθήνας», «Πόλεμος Βίαιος Διδάσκαλος ή το Εμφύλιο Δράμα της Κέρκυρας», «Ειρωνείες του Πολέμου ή Τα εν Πύλω και εν τη Νήσω Δράματα», «Το Δίκαιο της Σιδηράς Πυγμής ή Διάλογος Αθηναίων και Μηλίων».

Ξεκινώντας από τον χώρο, το Υποσκήνιο Β’ της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη, τα «Μαθήματα Πολέμου» βρίσκουν τον τόπο τους: μεγάλη σκηνή, μαύροι τοίχοι, ένας χάρτης – τμήμα της Πελοποννήσου, ένα πιάνο, ένα τραπέζι, καρέκλες, βιβλία, μια ασπίδα, ένα ακόντιο. Ο εξαμελής θίασος με τον Δημήτρη Λιγνάδη σαν κορυφαίο ενός άτυπου Χορού, και τον Θοδωρή Οικονόμου να συνοδεύει με τους ήχους του τα γεγονότα, η παράσταση «ζωντανεύει» κομμάτια ιστορίας. Χωρίς σκηνές μάχης και χωρίς πραγματικούς ρόλους, οι ηθοποιοί, ένας ένας, αποσπώνται από την ομάδα και μπαίνουν στην ιστορία για να «παίξουν».

Δεν είναι η θεατρικότητα που χαρακτηρίζει την παράσταση. Ούτε η «μίμησις πράξεως» με την αυθεντική της έννοια. Είναι ο παλμός, ο ρυθμός, το αίσθημα, η δύναμη, που γεννιούνται μέσα από τη δραματοποιημένη διήγηση των γεγονότων. Και πάνω απ’ όλα είναι ο λόγος: ο λόγος του Θουκυδίδη, μέσα από το εξαιρετικό κείμενο του Γιάννη Λιγνάδη. Οι λέξεις και το βαθύτερο νόημά τους, οι καταστάσεις που περιγράφονται και οι αντιδράσεις των ανθρώπων, οι σχέσεις και κυρίως ο φθόνος, που κρύβεται κάτω από κάθε πράξη.

Το ενδιαφέρον στο σκηνοθετικό εγχείρημα του Δημήτρη Λιγνάδη εντοπίζεται πρώτα απ’ όλα στο ίδιο το γεγονός της επιλογής του Θουκυδίδη και της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Εδώ αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος που η ιστορία γίνεται πράξη και κυρίως που φθάνει, που ακουμπά την ψυχή του θεατή, με την καθοριστική αρωγή της μουσικής του Θοδωρή Οικονόμου. Εχει ενδιαφέρον ο τρόπος που ο σκηνοθέτης ενορχήστρωσε τη δράση, με τον αυτοσχεδιασμό να συμμετέχει ενεργά, επιτρέποντας στους ηθοποιούς –της νεότερης γενιάς –να «βιώσουν» το πάθος, την ένταση, να «ζήσουν» (κι εμείς μαζί τους) ένα κομμάτι Ιστορίας. Κι ίσως αυτός να είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους να διδαχθούμε από το παρελθόν. Μια ουσιαστική θεατρική και εκπαιδευτική εμπειρία, χωρίς κανέναν διδακτισμό.