Τα Φάιναλ Φορ του μπάσκετ πάντα λειτουργούσαν ως μαγνήτης για τους έλληνες φίλους της αθλήματος. Αγάπησαν από μικροί την πορτοκαλί μπάλα, μεγάλωσαν με τις επιτυχίες των ομάδων, συνδέθηκαν με τους αστέρες που άφησαν εποχή και έκαναν όλη την Ευρώπη να τους υποκλιθεί. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι παράδοξο που αρκετοί Ελληνες βρήκαν χρόνο και χρήμα προκειμένου να ταξιδέψουν στο Βελιγράδι, την πόλη που από σήμερα φιλοξενεί τη σημαντική διοργάνωση. Το οξύμωρο της όλης υπόθεσης; Στην πρωτεύουσα της Σερβίας, ναι μεν θα υπάρχει ελληνική εκπροσώπηση, αλλά όχι ελληνική ομάδα! Πρόκειται για Φάιναλ Φορ που επιβεβαιώνει ότι στην πατρίδα μας παράγουμε παίκτες και προπονητές, ενίοτε δίνουμε και τεχνογνωσία, τούτη τη φορά όμως δεν στείλαμε ομάδα. Θα λέγαμε πως η Ελλάδα είναι ταυτόχρονα κοντά και μακριά από το παρκέ της κλασικής Beogradska Arena.

Θα δούμε τον Σλούκα και θα χαρούμε τα τρίποντα, τις ασίστ και τις διεισδύσεις του. Βλέποντας τους Χάινς και Χάντερ, σίγουρα θα διαπιστώσουμε πόσο βελτιώνονται στα μέρη μας ακόμη και αμερικανοί σέντερ. Και πάνω απ’ όλα, όταν διασταυρωθούν τα βλέμματα των Ομπράντοβιτς – Ιτούδη – Γιασικεβίτσιους, ουδείς θα καταφέρει να κρύψει τη συγκίνησή του. Γιατί ενώπιόν του θα παρελάσουν στιγμές από παλαιότερα φιλμ, από αυτά που παίζονταν χρόνια και χρόνια στα ελληνικά παρκέ. Με τον Ομπράντοβιτς και τον συνεργάτη του, τον Ιτούδη, στον πάγκο του Παναθηναϊκού. Με τον Σάρας να ακούει τις οδηγίες τους και να παρουσιάζει στο φιλοθέαμον κοινό την τέχνη της ασίστ.

Ηταν, γιατί να μην το ομολογήσουμε, τα καλύτερά μας αθλητικά χρόνια. Με πρόσωπα που έγραψαν ιστορία στο μπάσκετ, με στιγμές που κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει. Πέρασαν όλα αυτά ανεπιστρεπτί; Προφανώς και όχι. Αλλά με δεδομένο ότι έχουμε μείνει μακριά από τις διακρίσεις τα τελευταία χρόνια, είναι φανερό ότι κάτι δεν κάνουμε καλά ή αν προτιμάτε, δεν φτάνουμε για κάποιον λόγο μέχρι το φινάλε. Μια διαδικασία επανεκκίνησης, ίσως να είναι καλή ιδέα για το εγγύς μέλλον.