Αν κλείσεις τα μάτια σου και πας πίσω στον χρόνο, στις πρώτες σου αναμνήσεις από ποδοσφαιρικό γήπεδο, δύο πράγματα δεν ξεκολλάνε από το μυαλό σου: η πρώτη μυρωδιά από το χορτάρι του γηπέδου και οι πρώτες ιαχές που άκουγες, καθώς πλησίαζες προς το γήπεδο και κρατούσες σφιχτά το χέρι του πατέρα σου.

Αυτές οι ιαχές σε ντέρμπι με κόσμο και των δύο ομάδων, που στην Ελλάδα έχουμε ξεχάσει πώς είναι. Και γι’ αυτό κάθε φορά που τις ακούμε, σπάνια πλέον, η ανατριχίλα είναι η ίδια με εκείνη της πρώτης φοράς. Αυτές οι ιαχές ακούγονταν επιβλητικά το απόγευμα του Σαββάτου στην Καλογρέζα, καθώς πλησίαζες προς το Ολυμπιακό Στάδιο.

Ερχόμενος από τη μεριά της Φιλαδέλφειας, άνοιγες το παράθυρο του αυτοκινήτου σου για να ακούσεις τους οπαδούς της ΑΕΚ. Περνούσες παράλληλα με το Ολυμπιακό Στάδιο και πλησίαζες στο άλλο πέταλο. Οι ιαχές των οπαδών του ΠΑΟΚ τρυπούσαν τ’ αφτιά σου. Είχαν έρθει στην Αθήνα αποφασισμένοι να αφήσουν τα… λαρύγγια τους για τον ΠΑΟΚ. Δυστυχώς, ανάμεσά τους υπήρχαν κι εκείνοι που είχαν έρθει για να αφήσουν πίσω τους το χάος. Ευτυχώς η κατάσταση δεν ξέφυγε, παρ’ όλο που ούτε φέτος γλιτώσαμε τις στιγμές αλητείας.

Με το που έμπαινες στο γήπεδο το μάτι σου θέλοντας και μη πήγαινε στη γωνία χαμηλά στο πέταλο των οπαδών του ΠΑΟΚ. Εκεί που όχι πάνω από 20-30 άτομα ήταν… οχυρωμένοι με όλα: full face, δολοφονικούς κόφτες, με τους οποίους έσκιζαν το προστατευτικό δίχτυ, φωτοβολίδες ευθείας βολής και μια αυτοσχέδια γέφυρα, που τους ένωνε με το στίβο. Υστερα από λίγο, αρκετοί από αυτούς βρέθηκαν φυσικά μια ανάσα από τον αγωνιστικό χώρο. Η κατάσταση μύριζε μπαρούτι και η Αστυνομία για ακόμα μια φορά είχε αποτύχει στη δουλειά της: τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας, για τα οποία μας ενημέρωναν όλες τις προηγούμενες μέρες, είχαν πέσει στο κενό. Θυμήθηκα ένα μήνυμα που άκουσα πηγαίνοντας προς το γήπεδο, το οποίο διαβάστηκε στον αέρα αθλητικού ραδιοφωνικού σταθμού: «Είμαι φίλος της ΑΕΚ. Μόλις μπήκα στο γήπεδο και δεν με έψαξε κανείς. Θα μπορούσα να έχω πάνω μου μέχρι και πιστόλι».

Η μάχη της εξέδρας

Σε τέτοιες περιπτώσεις, που αντικρίζεις μια θάλασσα κόσμου εκατέρωθεν και το οποίο σου έχει λείψει περισσότερο σαν εικόνα από το καθαρά ποδοσφαιρικό κομμάτι, είναι λογικό το μάτι σου να πηγαίνει σε εκείνους. Τι θα φωνάξουν οι μεν, πώς θα απαντήσουν οι δε. Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είναι αλήθεια πως εμφανίστηκαν περισσότερο προετοιμασμένοι. «Είστε η ντροπή της προσφυγιάς», έγραφε το πανό που άπλωσαν με την έναρξη του αγώνα, το οποίο συνόδευσαν με συνθήματα για τον… Ολυμπιακό. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο θέλησαν οι θεσσαλονικείς εκδρομείς να πικάρουν τους φίλους της ΑΕΚ για το πρωτάθλημα που κατέκτησε η τελευταία.

Ο Μπορμπαλάν πέρασε απαρατήρητος όταν βγήκε στο γήπεδο, απαρατήρητος όταν ακούστηκε το όνομά του, απαρατήρητος στα σφυρίγματα, απαρατήρητος στο πέναλτι, απαρατήρητος στις κόκκινες. Αποδείχθηκε η πιο σωστή κίνηση της ΕΠΟ εδώ και πολλά πολλά χρόνια.

Αντίθετα, απαρατήρητη δεν πέρασε η κάψα του ΠΑΟΚ να κάνει δική του αυτή την κούπα. Από το 1′ μέχρι το 90′. Από τη στιγμή που μπήκε στο γήπεδο, μέχρι να ακούσει το τέλος. Οπως δεν πέρασε απαρατήρητο το απίστευτο άγχος που διέκρινες στον Κυριάκο Κυριάκο.

Ο διευθυντής επικοινωνίας του ΠΑΟΚ επέλεξε να παρακολουθήσει το πρώτο ημίχρονο από τα δημοσιογραφικά θεωρεία. Ορθιος επί 45 λεπτά. Νευρικός σε κάθε του κίνηση. Καπνιστής που σου έδινε την εντύπωση πως μπορεί να κάνει ένα πακέτο τσιγάρα μέχρι να τελειώσει το παιχνίδι. Πότε έβαζε το τσιγάρο στο στόμα, πότε έπιανε το πρόσωπό του, πότε χάιδευε το μούσι του, πότε έβλεπες τα πόδια του να τρέμουν. Με μάτια καρφωμένα στο γήπεδο. Σαν να μην άκουγε. Μόνο να βλέπει. Στα μάτια μου, ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν αυτός που έζησε τον τελικό πιο έντονα από κάθε άλλον. Στο χαμένο πέναλτι του Πρίγιοβιτς ανέκφραστος. Οπως και στα δύο του χαμένα τετ α τετ. Στο ημίχρονο δεν άντεξε. Κατέβηκε κάτω, παρακολούθησε το παιχνίδι δίπλα στον πάγκο, προφανώς θέλοντας να βρει συμπαραστάτες και να βγάλει με κάποιον τρόπο την πίεση από πάνω του.

Γκολ και ξέσπασμα

Δίπλα μου, ο συνάδελφος ο Γιάννης, μου είπε λίγο μετά την ευκαιρία του Πρίγιοβιτς, που πήγε να «κρεμάσει» τον Μπάρκα: «Θα τον τιμωρήσει η μπάλα τον ΠΑΟΚ. Δεν γίνεται σε τελικό να χάνεις τόσες ευκαιρίες. Θα το φάει και θα τρέχει». Για λίγο τον πίστεψα. Τον πίστεψα γιατί όταν ο ΠΑΟΚ κέρδισε το πέναλτι και ο Πρίγιοβιτς πήρε την μπάλα, μου είπε: «Κάνει λάθος ο Λουτσέσκου με τον Πρίγιοβιτς. Θα το χάσει». Και το έχασε.

Ομως το ποδόσφαιρο, τις περισσότερες φορές, είναι ένα δίκαιο άθλημα. Και η δικαιοσύνη το βράδυ του Σαββάτου στο Ολυμπιακό Στάδιο αποδόθηκε στο 64′. Το χτύπημα του Βιεϊρίνια, ο Μπάρκας που νικήθηκε για πρώτη φορά, το ξέσπασμα της εξέδρας.

Ενα ξέσπασμα πρωτοφανές. Το βουητό στο γκολ του Πορτογάλου ήταν επιβλητικό. Ο ΠΑΟΚ άγγιζε το Κύπελλο. Το αγκάλιασε πια στη χαμένη ευκαιρία του Αραούχο. Εκείνο το πλασέ, που έφυγε εκατοστά έξω, έμοιαζε –και ήταν –η τελευταία ελπίδα της ΑΕΚ να γυρίσει το ματς. Ενα μακρόσυρτο «αααα» από την κίτρινη εξέδρα και ένα πανηγύρι που μόλις ξεκινούσε από την ασπρόμαυρη. Μια αντεπίθεση με τον Πρίγιοβιτς, μια κάθετη κίνηση του Πέλκα, μια παράλληλη σέντρα του «Πρίγιο», ένα πλασέ. 2-0. Ο τελικός ήταν Ιστορία. Μαζί και η ταινία του. The end.