Όταν η ηθοποιός Κλεοπάτρα Μάρκου έμαθε ότι η Ακαδημία των Τεχνών του Βερολίνου την επέλεξε ως υπότροφο, δίνοντάς της την ευκαιρία να φιλοξενηθεί στις εγκαταστάσεις της και να εξελίξει τη δουλειά της πάνω σε πρότζεκτ που η ίδια θα διάλεγε, το ενδεχόμενο να ζήσει για τρεις μήνες στην Γερμανία, δεν πρέπει να την αναστάτωσε και πολύ. Όχι μόνο γιατί ήταν μέρος της δουλειάς της, αλλά και γιατί τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής της, στην Στουτγάρδη τα πέρασε. Η επιλογή της λοιπόν από ένα θεσμό που κάθε χρόνο ξεχωρίζει δώδεκα καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, για να συμμετάσχουν σε προγράμματα καλλιτεχνικής διαμονής (residency) που αντιστοιχούν σε τέχνες όπως η μουσική, η λογοτεχνία, τα εικαστικά ή ο κινηματογράφος, της έφερε «απρόσμενη χαρά, μεγάλη τιμή, αλλά και μεγάλη ευθύνη».

Η ίδια επιλέχθηκε βεβαίως στον τομέα των παραστατικών τεχνών, νιώθει όμως τυχερή, λέει στα «Νέα», ανάμεσα σε ένα σωρό δημιουργούς από τη Ρωσία, τη Γερμανία, τη Συρία, τη Βοσνία, την Ισπανία, την Ιταλία ή και την Τουρκία. «Με χαροποιεί το γεγονός ότι ήδη υπάρχει ένα κλίμα σύμπνοιας και διάθεση καλλιτεχνικής όσμωσης», εξηγεί. «Αναμένουμε όλοι να έρθει ο χειμώνας και να δούμε με ποιους και τι θα προκύψει από την αλληλεπίδραση».

Ο χειμώνας στον οποίο αναφέρεται είναι ο ερχόμενος: η Κλεοπάτρα θα παραμείνει στην Ακαδημία του Βερολίνου από τον Δεκέμβριο του 2018 ως τον Φεβρουάριο του 2019, με στόχο την παρουσίαση του πρότζεκτ, σε ένα χρόνο από τώρα. Η πρώτη της επαφή με το πρόγραμμα ήταν όταν πριν από λίγες εβδομάδες κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον των μελών της Ακαδημίας (μεταξύ των οποίων αναφέρονται ονόματα όπως του Κριστόφ Βαρλικόφκσι και του Ματίας Λάνγκχοφ), με σκοπό να αυτοσυστηθεί ως καλλιτέχνιδα, να παρουσιάσει την πορεία της, αποσπάσματα της δουλειάς της, καθώς και την καλλιτεχνική της πρόταση και το πεδίο έρευνας στο διάστημα που θα παραμείνει εκεί.

«Με απασχολεί το πώς μπορεί το θέατρο να αποκτήσει πάλι την ενωτική του λειτουργία, όπως συμβαίνει σε κάθε τελετουργία όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται με πίστη και “συνακούν”, δίχως σύνορα και ταμπέλες, αλλά ως κοινωνοί μιας συλλογικής εμπειρίας», λέει η ηθοποιός. «Γι΄ αυτό με ενδιαφέρει και η επαναπροσέγγιση και η περαιτέρω έρευνα της σχέσης ηθοποιού-κοινού. Πώς γίνεται να μικρύνει η απόσταση μεταξύ μας; Πώς μπορεί ο ηθοποιός, ως δημιουργός και όχι μόνο ως άριστος εκτελεστής μιας “παρτιτούρας”, να μετουσιώσει τον κενό χώρο, σε κοινό χώρο; Πώς ένας λόγος γίνεται πραγματικά άμεσος για τα αυτιά και την καρδιά του θεατή; Πώς μπορώ, μέσω της αυτοέκθεσης, της κατάθεσης ακόμα και μιας προσωπικής ιστορίας, να μετουσιώσω το προσωπικό σε καθολικό και άρα σε πολιτικό; Στον προσωπικό λόγο που γίνεται δημόσια εξομολογητικός, στον λόγο “που πυρπολεί τις καρδιές των ανθρώπων”, σύμφωνα με τον Ντοστογιέφσκι, πιστεύω, όσο ποτέ άλλοτε».

Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών του τμήματος Θεάτρου του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, της δραματικής σχολής «Μοντέρνοι Καιροί», καθώς και της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η Κλεοπάτρα είδε τον πρώτο δίαυλο προς το εξωτερικό να δημιουργείται το 2014, με την συμμετοχή της στην γερμανοελληνική ταινία «Highway to Hellas» του Aron Lehmann. Το 2015 ήταν μία από τους 37 καλλιτέχνες που συμμετείχαν στο Διεθνές Φόρουμ του Festspiele Theatertreffen του Βερολίνου, όπου και την ανακάλυψε η ελβετογερμανική ομάδα «Peng!Palast»: μαζί συνεργάστηκαν στο πρότζεκτ «ByeBye Babel», όπως θα κάνουν και τον προσεχή Νοέμβριο με την παράσταση «Faul».

Το 2016 η ηθοποιός πρότεινε στο φεστιβάλ θεάτρου και χορού «Bloom Up-Rodeo» του Μονάχου μια ιδέα βασισμένη στα γυναικεία αρχέτυπα όπως τα συναντάμε στην αρχαία ελληνική μυθολογία και τραγωδία και αφού η πρότασή της έγινε δεκτή, παρουσιάστηκε με τη μορφή work in progress, υπό τον τίτλο «Get to know Kassandra». Σειρά είχε η παράσταση «Ιώ» σε συνεργασία με την Λόρα Τέσμαν, ενώ στην Ελλάδα την είδαμε μεταξύ άλλων στον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ δια χειρός Δημήτρη Τσιάμη ή και στο «Ρότερνταμ» του Τζον Μπρίτεν, σε σκηνοθεσία Μάριου Παναγιώτου.

Κατά τη γνώμη της, τα γυναικεία αρχέτυπα της αρχαίας τραγωδίας, εκφράζουν εγγενώς τις κοινές ανθρώπινες ανάγκες, ένστικτα και δυνατότητες, αποτελώντας υπό μία έννοια το συλλογικό ασυνείδητο της κοινωνίας τους –και όχι μόνο. Το «Get to know Kassandra» λ.χ. ερευνούσε την αρχετυπική μορφή της περιφρονημένης μάντισσας σε σχέση με τα επίπεδα δύναμης και εξουσίας που έχουν οι γυναικείες φωνές στις καθημερινές συναλλαγές μιας Ευρώπης όπου η πατριαρχία παραμένει ζωντανή.

«Πλέον επιθυμώ να καταπιαστώ με το αρχέτυπο της Αντιγόνης, ερευνώντας την έννοια της αγάπης και της θυσίας στη σύγχρονη Ευρώπη», λέει στα «Νέα». «Με αφορμή την διαμονή μου στην Ακαδημία τον ερχόμενο Δεκέμβριο, με ενδιαφέρει να βρεθώ σε ανοιχτό διάλογο με τον μύθο της Αντιγόνης, μέσω της προσωπικής μου εμπειρίας στην πόλη του Βερολίνου. Η Αντιγόνη αποτελεί μια προσπάθεια να συμφιλιώσω κατά κάποιο τρόπο τις δυο πατρίδες μου. Όσο μεγαλώνω, καταλαβαίνω πως για να μπορείς να προχωράς μπροστά, είναι σημαντικό να επιστρέφεις στην αρχή του νήματος, στη ρίζα του δέντρου από όπου όλοι προερχόμαστε, στην “πατρίδα” σου, όποια κι αν είναι αυτή, στην πρώτη σου ανάμνηση ελευθερίας, της παιδικής σου ηλικίας”.

Το ερχόμενο καλοκαίρι συμμετέχει στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου, που θα παρουσιαστεί στην Επίδαυρο. Πώς φαντάζεται την πρώτη της φορά στο αργολικό θέατρο; «Κάθε φορά που πήγαινα να παρακολουθήσω μια παράσταση στην Επίδαυρο», αποκρίνεται, «αναρωτιόμουν πως γίνεται να υπάρχει σε αυτόν τον τόπο τέτοια αρμονία και τέτοια εκκωφαντική σιωπή στα όρια του ιερού. Περίμενα πάντα με λαχτάρα τη στιγμή εκείνη, το συμβάν καλύτερα, που η σιωπή σπάει με τον πρώτο, αρθρωμένο από τον ηθοποιό, φθόγγο. Στο μυαλό μου είχα την εικόνα της κραυγής, του πρώτου κλάματος ενός μωρού, που από την μήτρα της μάνας του εξέρχεται στον κόσμο. Σε αυτήν την κραυγή υπάρχουν όλα μέσα. Ο θάνατος και η γέννηση, η απόσχιση και η επίκληση για επιστροφή, η απώλεια της ασφάλειας, ο φόβος για το άγνωστο, μα και η ελευθερία της πρώτης ανάσας, που μας συνδέει με τον κόσμο. Φέτος, όχι από τη θέση του θεατή, δεν μπορώ καν και δε θέλω να φανταστώ πώς θα είναι η πρώτη φορά. Θέλω μόνο, όταν έρθει με το καλό αυτή η στιγμή, να είμαι παρούσα και ανοιχτή. Και είθε αυτός ο τόπος να με “χωρέσει” και να τον χωρέσω».