Η νέα επικεφαλής της CIA, Τζίνα Χάσπελ διαβεβαίωσε ενώπιον του Κογκρέσου πως η CIA δεν θα επαναλάβει το πρόγραμμα των βασανιστικών ανακρίσεων που εφάρμοσε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.

Η Χάσπελ, την οποία επέλεξε ο Ντόναλντ Τραμπ ως επικεφαλής της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών, υπογράμμισε ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής της γερουσίας έχοντας δεχθεί επικρίσεις για τον ρόλο της στις ανακρίσεις όπου υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια φερόμενοι μαχητές της Αλ Κάιντα το 2002: «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω για την προσωπική και ανεπιφύλακτη δέσμευσή μου ότι υπό τη διοίκησή μου, η CIA δεν θα επαναλάβει ένα τέτοιο πρόγραμμα ανακρίσεων και κράτησης».

«Ο ηθικός μου κώδικας είναι σταθερός. Δεν θα επιτρέψω στη CIA να συνεχίσει δραστηριότητες που θα κρίνω πως είναι ανήθικες, ακόμα κι αν ήταν τεχνικά νόμιμες. Δεν θα το επιτρέψω σε καμία περίπτωση» τόνισε, απαντώντας σε έναν γερουσιαστή που τη ρώτησε εάν θα συμμορφωνόταν σε μια διαταγή του προέδρου προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η Τζίνα Χάσπελ, η οποία υπηρέτησε 33 χρόνια στους κόλπους της υπηρεσίας πληροφοριών των ΗΠΑ, στο Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνιας, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις με την υποψηφιότητά της, καθώς ήταν επικεφαλής για κάποιο διάστημα το 2002 μιας μυστικής φυλακής της CIA στην Ταϊλάνδη, όπου οι κρατούμενοι για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι είναι μέλη της Αλ Κάιντας υπόκειντο συχνά σε βασανιστήρια.

Ανάγκη για περισσσότερους πράκτορες στο εξωτερικό

Η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών πρέπει να αναπτύξει περισσότερους πράκτορες στο εξωτερικό για να αντιμετωπίσει δυνητικές απειλές που θέτουν η Ρωσία, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Κίνα δήλωσε επίσης ενώπιον της αμερικανικής Γερουσίας η Τζίνα Χάσπελ.

«Περιλαμβάνει την αύξηση των επενδύσεων μας στα πιο δύσκολα κενά των μυστικών μας υπηρεσιών, να τοποθετήσουμε περισσότερους αξιωματικούς σε ξένο έδαφος, όπου βρίσκονται οι αντίπαλοί μας και να δώσουμε έμφαση στην άριστη γνώση ξένων γλωσσών», τόνισε η νέα επικεφαλής της CIA, προσθέτοντας ότι : «Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των απειλών από τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν, τη Ρωσία και την Κίνα».