Την περασμένη εβδομάδα η φωτογραφία του συνδικαλιστή της ΔΕΗ, κατά τη διάρκεια της πορείας διαμαρτυρίας, με το μπεγλέρι στο χέρι, να ρεποσάρει (όπως λέμε στο χωριό μου) πάνω στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη προκάλεσε την οργή του κοινού και των δημοσιολογούντων. Δύο τρεις μέρες αργότερα, οι ζέστες έσφιξαν και ένας καψωμένος κύριος βρήκε απόλυτα φυσιολογικό να βγάλει τα περιττά του ρούχα και να κάνει μια δροσιστική βουτιά στην τεχνητή λίμνη του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Και μετά ήρθε η Πρωτομαγιά. Και στον περιβάλλοντα χώρο του ΚΠΙΣΝ στρώθηκαν οι κουβέρτες και τα τραπεζομάντιλα, βγήκαν τα τάπερ και τα θερμός και στο τοπίο έγιναν «εικαστικές παρεμβάσεις» με κεφτέδες, ντολμαδάκια και ζαμπονοτυρόπιτες. Αυτό το τελευταίο δεν θα ήταν κακό (δεν μεγαλώσαμε, φαντάζομαι, μεσοτοιχία με τους Ρότσιλντ, με τους κεφτέδες μας πηγαίναμε ανέκαθεν στις παραλίες και τις εκδρομές) αν, φεύγοντας, οι «πικνικιστές» δεν άφηναν σωρούς σκουπιδιών και δεν τσουρομαδούσαν τα λουλούδια από τα παρτέρια για να κάνουν πρωτομαγιάτικα στεφάνια.

Και οι τρεις περιπτώσεις καταγράφουν, με διαφορετικό τρόπο, μια κυρίαρχη και διάχυτη άποψη, ένα χούι που παγιώθηκε ως ιδεολογία. Με έντονες αποχρώσεις δικαιωματισμού μάλιστα. Πως οτιδήποτε δημόσιο είναι ιδιοκτησία του πολίτη. Γιατί το «πλήρωσε» με τα λεφτά από τους φόρους του, λέει. Και μάλιστα, αποκλειστικά δικό του, λες και (έστω και με αυτήν τη λογική) ότι οι άλλοι πολίτες δεν συνεισέφεραν με τους δικούς τους φόρους. Είναι το τσαρδί του, το βιλαέτι του και το κάνει ό,τι γουστάρει.

Τα γεγονότα που ανέφερα παραπάνω είναι η πιο σοφτ εφαρμογή αυτής της νοοτροπίας. Τα χαρντ κορ περιστατικά τα βλέπουμε κάθε μέρα περπατώντας στην πρωτεύουσα, φαντάζομαι και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Δεν είναι αυτό το «Περπατάς μες στους δρόμους της Αθήνας κι εσύ, μιας Αθήνας που πια μας μισεί» που τραγουδούσε στη δεκαετία του 1980 ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Από τότε (ακριβώς από τότε, όμως, διότι σε εκείνη την εποχή ανιχνεύω την απαρχή της έντασης του φαινομένου) οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Τώρα είμαστε στο «ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται, βρίζοντας, ξένοι φαντάροι» του Αλκη Αλκαίου. («Ξένοι» ως προς τον αστικό πολιτισμό που εδώ δεν έχει ταξική αναφορά αλλά υπαγορεύει τις αρχές συνύπαρξης μέσα στον ιστό της πόλης). Προσόψεις κτιρίων ως καμβάς για κακότεχνα γκραφίτι, βανδαλισμοί πλατειών, αποκεφαλισμοί αγαλμάτων.

Εχω την εντύπωση ότι αυτή η νοοτροπία είναι η κακοφορμισμένη «ουρά» εκείνου του δοξαστικού «Ο λαός στην εξουσία». Που σιγά σιγά συνέβαλε στο να ξεθωριάσει το «φθορά δημόσιας περιουσίας». (Σήμερα, στην εποχή της απόλυτης απαξίωσής της, μόνο ως ειρωνική μπορεί να ακουστεί αυτή η φράση). Και την αντανάκλασή της την βλέπουμε στον τρόπο που ασκεί την εξουσία αυτή η κυβέρνηση. Διότι «δημόσια περιουσία» δεν είναι μόνο τα πεζοδρόμια, οι πλατείες και τα αγάλματα. Είναι και οι θεσμοί της δημοκρατίας. Που οι κυβερνώντες τούς θεωρούν τσιφλίκι τους. Κτήμα τους και βιoς τους. Οταν ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί του, σε κάθε ευκαιρία, ποδοπατούν, κατά το δοκούν, θεσμούς, αξίες, αρχές και το «δημόσιο αγαθό» του αυτονόητου, γιατί να μην πατήσει ο συνδικαλιστής με το μπεγλέρι το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη; Και θα ήταν σε απόλυτη συγχορδία με την κυβερνητική νοοτροπία αν κάτω από την περίφημη πια φωτογραφία υπήρχε η φράση: «Ηταν δίκαιο, έγινε πράξη».