Τις τελευταίες δεκαετίες η λυρική παραγωγή του μπαρόκ έχει μπει στο ρεπερτόριο πολλών σκηνών παγκοσμίως συμπληρώνοντας ένα ιστορικό κενό. Στη χώρα μας η Εθνική Λυρική Σκηνή φιλοδοξεί να κάνει το είδος έναν από τους βασικούς άξονες του προγράμματός της. Η επίσημη εισαγωγή του είδους στο δραματολόγιο γίνεται απόψε με την παρουσίαση της «Βασίλισσας των ξωτικών» του Χένρι Πέρσελ σε μουσική διεύθυνση του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου. Την ευθύνη της σκηνοθεσίας και του σκηνικού χώρου έχει ο Γιάννης Σκουρλέτης στην πρώτη του οπερατική απόπειρα με την ομάδα bijoux de kant, η σκηνική αισθητική της οποίας δεν κρύβει τις αναφορές της στο μπαρόκ. «Είναι ένα ιδιαίτερο είδος που επιτρέπει πολλές ελευθερίες. Στη «Βασίλισσα των ξωτικών» μπήκαμε στην περιπέτεια να καταλάβουμε ποια είναι η δικιά μας βασίλισσα των ξωτικών σήμερα. Τα βασικά ζητήματα που θέτει δραματουργικά είναι δύο: η απώλεια της ταυτότητας και η μεταμόρφωση. Κι επειδή στη δική μου αναζήτησή με αφορά πολύ και με προβληματίζει το ζήτημα της ταυτότητας, νομίζω πως μας έδωσε μια καλή αφορμή. Ο τρόπος που κοιτάμε το έργο δεν είναι για να αναδείξουμε την όπερα όπως ήταν, αλλά να πάρουμε αφορμή για να μιλήσουμε για δικά μας ζητήματα. Εμείς φτιάχνουμε μια καινούργια δραματουργία», αναφέρει ο σκηνοθέτης.

Καθώς το λιμπρέτο αποτελεί ανώνυμη διασκευή του «Ονειρου καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ, ο Σκουρλέτης μεταφέρει τη δραματουργία της ημι-όπερας, σε μια παραμυθένια Αρκαδία των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. «Είναι αυτό το et in Arcadia ego. Η Αρκαδία δεν είναι μια τοπογεωγραφία μόνο, αλλά ένας ψυχικός τόπος. Είναι το πώς αντιμετώπιζε η Ευρώπη την προέλευσή της. Η Ευρώπη θέλησε να έχει αυτό το ουτοπικό μέρος που το ονόμασε Αρκαδία. Αυτό το ιδανικό ουτοπικό ψυχοτοπίο αναζητούμε κι εμείς σήμερα, ένα κομμάτι της καταγωγής μας», τονίζει ο δημιουργός.

Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΜΠΟΥΛΑΣ. Συνεχίζοντας την ποιητική του προσέγγιση στο έργο, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να βρει παλαιά και σύγχρονα ξωτικά για να τραγουδήσουν για τον έρωτα, μέσα από τη μορφή της Μπούλας. «Βασιστήκαμε πάρα πολύ σ’ αυτό το πανάρχαιο διονυσιακό έθιμο από τη Βόρεια Ελλάδα, το οποίο κατά κάποιον τρόπο συμπυκνώνει αισθητικές και αναφορές σε μια βουκολική ελληνική φύση αλλά όχι μόνο. Ειδικά οι Μπούλες στο εικαστικό τους κομμάτι. Αυτά τα έθιμα, επειδή ακριβώς είναι πανάρχαια, έχουν μπολιαστεί με πολλές αναφορές στη διάρκεια των αιώνων. Κάθε εποχή σαν να έπαιρνε ένα στοιχείο και να το τοποθετούσε. Ξεκίνησαν σαν βακχικές και διονυσιακές τελετές στην αρχαία Ελλάδα που έφερναν το ζήτημα του αποχωρισμού του έρωτα, όταν κάποιος έφευγε για να πολεμήσει. Στη διάρκεια όμως των αιώνων το έθιμο αυτό άρχισε να μπολιάζεται με την οθωμανική κατοχή και να μετεξελίσσεται συνέχεια. Αυτή η μετεξέλιξη, αυτή η μετακίνηση που φωτογραφίζει και μια πορεία ταυτότητας είναι ο πυρήνας μιας προβληματικής δικιάς μου. Γιατί εμένα στη δουλειά μου μ’ ενδιαφέρει να δω πολύ ισχυρές εγγραφές που έχουμε ως έθνος και λαός», επισημαίνει ο Σκουρλέτης.

Κοιτάζοντας από απόσταση τη σύνθεση των bijoux de kant, παρατηρεί κανείς ένα παραμύθι με παλαιούς ήχους και νέα ενδύματα που εκτυλίσσεται μέσα σ’ ένα δάσος όπου κυριαρχεί το αλλόκοτο και το ανοίκειο. Κι όσο αν τα διαφορετικά στοιχεία φαντάζουν ετερόκλητα, δένουν μεταξύ τους χάρη στη μουσική του Χένρι Πέρσελ. «Αφαιρέσαμε όλα τα κομμάτια της πρόζας από το λιμπρέτο. Εγώ ήθελα να μείνω μόνο στην περιπέτεια της μουσικής. Δεν ήθελα να έχει άλλη φόρμα. Μπήκα στην περιπέτεια συναισθηματικά και είδα ότι μια χαρά μού κάθονται και οι Μπούλες μέσα σ’ αυτές τις μουσικές. Νομίζω πως όλα την ίδια ιστορία λένε. Και οι διονυσιακές τελετές και οι Μπούλες και το αγγλικό μπαρόκ. Ολα γίνονται μια αφορμή και μπορούν να συνυπάρξουν. Νιώθω ότι η τέχνη σήμερα μπορεί ν’ αντλεί από παντού αφορμές και κινήσεις. Αλλωστε η προσπάθειά μου στο θέατρο δεν είναι να κάνω μια ηθογραφία ούτε να αναβιώσω μια παράσταση. Προσπαθώ να φτιάξω εικόνες που σήμερα ενδεχομένως να μου δώσουν έναν κραδασμό. Δεν πάω να κάνω ένα θέατρο θεωρητικό», καταλήγει ο σκηνοθέτης.