«Ποια ζωή μου; Διάλεξα να θυσιάσω την προσωπική μου ζωή για τη μουσική» λέει γελώντας, κοιτάζοντας το κοινό που έχει κατακλύσει την Αίθουσα «Αρης Γαρουφαλής» του Ωδείου Αθηνών. Και αυτή ήταν μια από τις απαντήσεις που κράτησαν όσοι παρακολούθησαν χθες τον διπλά οσκαρικό πλέον Αλεξάντρ Ντεσπλά (μετά και το πρόσφατο για τη «Μορφή του νερού») στο masterclass για τον ρόλο της μουσικής στον κινηματογράφο, με συνομιλητή τον μουσικό Χαράλαμπο Γωγιό. Ο ελληνογάλλος πολυβραβευμένος συνθέτης βρέθηκε στη χώρα μας για να τιμηθεί από την Ακαδημία Ελληνικού Κινηματογράφου και φυσικά αναφέρθηκε στην ελληνική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του (Αίγιο). «Η μητέρα μου μας έβαζε και ακούγαμε ελληνική μουσική στο σπίτι. Χατζιδάκις, Ρίτσος, όλα είναι Ελλάδα» είχε δηλώσει σε παλιότερη τηλεφωνική μας συνομιλία για «ΤΑ ΝΕΑ».

Το δεύτερο Οσκαρ του είναι ένα ακόμη βραβείο που, όπως έχει πει πολλές φορές, δείχνει ότι κάποιοι εκτιμούν τη δουλειά σου. Και όμως, ακόμη και ύστερα από αυτή τη βεβαιότητα, είπε με απόλυτα φυσικό τρόπο: «Στην Αμερική η καριέρα σου μπορεί να τελειώσει σε μια στιγμή αν η ταινία αποτύχει». Εδειξε πάντως ότι έχει μεγαλύτερη αγωνία για θέματα που αφορούν τη μουσική και τα δικαιώματα των δημιουργών: «Το Internet ενώνει τον κόσμο αλλά παράλληλα έχει ανοίξει το καπάκι ενός μεγάλου σκουπιδοντενεκέ που είναι η κλοπή πνευματικών έργων. Κάθε download που κάνουμε είναι μαχαιριά στους δημιουργούς».

Ο ίδιος δεν επιστρέφει ποτέ στις δικές του μελωδίες: «Ποτέ δεν ακούω τη μουσική που έχω γράψει στο παρελθόν, όταν όμως συμβαίνει αυτό ξέρω σε κάθε κομμάτι από ποιον συνθέτη έχω εμπνευστεί. Ξέρετε, όταν ήμουν νεότερος προσπαθούσα να μιμηθώ τον Τζον Ουίλιαμς αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Το αποτέλεσμα ακουγόταν ψεύτικο». Η διαδρομή μέχρι να ολοκληρώσει μια κινηματογραφική σύνθεση είναι πιο απαιτητική υπόθεση: «Τα πάντα είναι διαφορετικά όταν γράφεις μουσική για τον κινηματογράφο σε σχέση με ένα κονσέρτο. Δεν μου αρκεί να διαβάσω το σενάριο για να ξεκινήσει να γράφω μουσική για μια ταινία. Εχω ανάγκη να δω τις εικόνες» εξηγεί.

ΠΟΛΑΝΣΚΙ ΚΑΙ ΚΙΟΥΜΠΡΙΚ. Στην αφήγηση των ιστοριών του υπάρχει πάντα εκείνη η πρώτη φορά που συναντήθηκε με τον Πολάνσκι. «Μου έδειξε τον «Αόρατο συγγραφέα με τη γούνα» χωρίς μουσική και μου έδωσε μια βασική πληροφορία-κλειδί πάνω στην οποία θα έγραφα τη μουσική. Ετρεμα την πρώτη φορά που του έπαιξα μουσική στο στούντιο! Ο Κιούμπρικ είναι μεγάλη έμπνευση για μένα και ο Πολάνσκι έχει κοινή αντίληψη με εκείνον για τη μουσική στον κινηματογράφο. Πάντως, με κάθε σκηνοθέτη συνήθως ξεκινάμε με μια 48ωρη συνάντηση και ελάχιστο ύπνο, όπου μιλάμε για την ταινία στην οποία θα συνεργαστούμε. Πρέπει να είσαι μέλος της ομάδας για αυτή τη δουλειά. Σε μια ταινία είναι όπως και σε μια ποδοσφαιρική ομάδα, δεν είσαι μόνος». Υπάρχει όμως πάντα ένα ερώτημα πριν αρχίσει να δουλεύει: «Το ερώτημα που πάντα βάζω στον εαυτό μου είναι πώς θα κάνω το κοινό να ενδιαφερθεί για την ταινία μέσω της μουσικής. Ακόμα και όταν η ταινία δεν είναι καλή, προσπαθώ να βρω στηρίγματα από τον σκηνοθέτη ή τον παραγωγό για να γράψω τη μουσική. Χρησιμοποιώ ένα software στον υπολογιστή μου που έχει μέσα όλους τους ήχους των μουσικών οργάνων. Δεν πιστεύω ότι η μουσική είναι ίδια από ταινία σε ταινία. Ισως και να είναι και να μην το έχω προσέξει γιατί είμαι γενικά απρόσεκτος. Μακάρι να είχα ένα συρτάρι και να έκανα ανακύκλωση, αλλά αυτό δεν γίνεται».