Ποιος (πρέπει να) έχει την ευθύνη για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης –των διαβόητων πια fake news; Οι εταιρείες τεχνολογίας; Οι κυβερνήσεις; Οι ίδιοι οι πολίτες; Είναι ένα ερώτημα με το οποίο παλεύουν εδώ και καιρό πολλές χώρες ανά τον κόσμο –γιατί έχει ήδη αναδειχθεί ο ύποπτος ρόλος που έπαιξε η διασπορά ψευδών ειδήσεων στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, στο δημοψήφισμα για το Brexit, στις γαλλικές και τις γερμανικές εκλογές καθώς και στην κρίση της Καταλωνίας. Στο θέμα έχει εγκύψει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η μοναδική που μπορεί να προτείνει ευρωπαϊκή νομοθεσία. Σύμφωνα πάντως με την ισπανική «Ελ Παΐς», νόμους δεν πρόκειται να εισηγηθεί: προτιμά να ποντάρει σε εκπαιδευτικά προγράμματα και στην αυτορρύθμιση των κοινωνικών δικτύων.

Μία είδηση που έφτασε χθες από τη Μαλαισία συνηγορεί υπέρ της απόφασης που φέρεται να έχει λάβει η αρμόδια Επίτροπος Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας, η Βουλγάρα Μαρίγια Γκαμπριέλ: το Κοινοβούλιο της χώρας πέρασε νόμο που τιμωρεί τη διασπορά ψευδών ειδήσεων με πρόστιμο ισοδύναμο 105.000 ευρώ και ποινή φυλάκισης μέχρι έξι έτη. Η Μαλαισία γίνεται η πρώτη χώρα στον κόσμο που αποκτά ένα τέτοιο νομοθετικό όπλο. Μόνο που κατά γενική ομολογία βασικός του στόχος είναι να λογοκριθούν οι πληροφορίες γύρω από το σκάνδαλο διαφθοράς στο οποίο εμφανίζεται μπλεγμένος ο πρωθυπουργός Νατζίμπ Ραζάκ.

Η ΕΕ δεν είναι Μαλαισία, θα μπορούσε να αντικρούσει κανείς. Και η αλήθεια είναι πως η Μαρίγια Γκαμπριέλ έχει δεχθεί έντονες πιέσεις από άλλους επιτρόπους, ευρωβουλευτές καθώς και κυβερνήσεις κρατών που έχουν πληγεί από ρωσικές εκστρατείες παραπληροφόρησης, όπως τα κράτη της Βαλτικής, να προτείνει μέτρα. «Οι ψευδείς ειδήσεις είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν οι εχθροί της δημοκρατίας για να καταρρεύσει η Ευρώπη», λέει μία από αυτές τις φωνές, ο ισπανός ευρωβουλευτής Εστέμπαν Γκονθάλεθ Πονς, του Λαϊκού Κόμματος. «Χρειαζόμαστε έναν ευρωπαϊκό κανονισμό που να προστατεύει τη δημοκρατία. Καμία χώρα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της αυτό το πρόβλημα».

Την ίδια άποψη έχει και ο βρετανός Επίτροπος Τζούλιαν Κινγκ, υπεύθυνος για το χαρτοφυλάκιο της ασφάλειας. Σε επιστολή που διαβίβασε στην Γκαμπριέλ στις 19 Μαρτίου ζητεί «δεσμευτικά μέτρα» για την καταπολέμηση της απειλής των fake news. Δύο μήνες νωρίτερα, η Γκαμπριελ είχε συγκροτήσει μία επιτροπή 39 ειδικών: στην έκθεση που παρέδωσαν τον Φεβρουάριο, αυτοί αναγνώρισαν τη μεγάλη σοβαρότητα του προβλήματος, πρότειναν ωστόσο μόνο εκπαιδευτικά προγράμματα και κίνητρα προς τον Τύπο. Εξού και η πληροφορία που έδωσε στην «Ελ Παΐς» μέλος της ομάδας της Γκαμπριέλ πως η επίτροπος, που έχει δώσει εαυτόν διορία έως τις 25 Απριλίου προκειμένου να παρουσιάσει τη δική της πρόταση εναντίον της παραπληροφόρησης, δεν θα εισηγηθεί νόμους.

«Δεν θέλουμε να κατηγορηθούμε ότι προσπαθούμε να γίνουμε ένα υπουργείο αλήθειας. Δεν θέλουμε να υπάρχει μια νομοθεσία που να λέει: εμείς θα σας λέμε τι είναι αλήθεια και τι ψέματα. Υπάρχουν ήδη επαρκείς νόμοι για αυτά», επιχειρηματολόγησε η πηγή της ισπανικής εφημερίδας. Η Κομισιόν έχει εμπιστοσύνη στην αξία των κωδίκων ορθής πρακτικής, της διαπαιδαγώγησης, της αυτορρύθμισης. Η αλήθεια είναι, σε κάθε περίπτωση, πως δέχεται έντονες πιέσεις να μην αιτηθεί νέους νόμους, τόσο από ανώτερους αξιωματούχους κρατών «εκτός του κεντρικού πυρήνα της ΕΕ» όπως και από λομπίστες των εταιρειών τεχνολογίας. Κι έπειτα, υπάρχει το πρόβλημα της συναίνεσης. Οπως επισημαίνει η Ανια Σιφρίν, επικεφαλής του τομέα Τεχνολογίας, ΜΜΕ και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, «είναι πολύ δύσκολο να επιτύχει ομοφωνία η ΕΕ σε αυτό το θέμα, είναι πιο πιθανό λοιπόν να θεσπίσουν οι χώρες, μεμονωμένα, δικούς τους νόμους». Γαλλία και Γερμανία κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση.