«Δεν ήσουν ποτέ εδώ»: Ο Τζο είναι ένας επαγγελματίας. Με μία ειδίκευση: τη διάσωση κοριτσιών που έχουν απαχθεί από εμπόρους λευκής σαρκός. Δεν γνωρίζουμε αν έχει επιλέξει αυτή την κατεύθυνση για να κάνει τον κόσμο καλύτερο και μια ματιά στο πρόσωπό του αρκεί για να εντείνει όλες τις προκύπτουσες αμφιβολίες μας: ο Τζο, αδιανόητα ενσαρκωμένος από τον Χοακίν Φίνιξ, είναι ένα ερείπιο. Στα μάτια του φιξαρισμένη μια μόνιμη έκφραση παγωμένης οδύνης. Τη μια στιγμή τρυφερός, την άλλη βάρβαρος, ένα ψυχοπαθολογικό zapping που οδηγεί την ταινία σε εκρήξεις βίας, που κι αυτές όμως καταγράφονται μονάχα τη στιγμή της αντανάκλασής τους (όπως σε μια οθόνη τηλεόρασης, για παράδειγμα).

Αναλαμβάνει άλλη μια αποστολή, τη διάσωση της κόρης ενός πολιτικού προσώπου (που αντιλαμβανόμαστε πως πιθανότατα να έχει φερθεί και ο ίδιος κακοποιητικά απέναντί της) και η Λιν Ράμσεϊ ξεκινά από τη μεταφορά μιας pulp νουβέλας φαινομενικά εντελώς άσχετης με το δικό της φιλμικό σύμπαν. Ελα όμως που την ίδια δεν την ενδιαφέρει τόσο η ίντριγκα όσο η ραγισμένη ψυχή του κεντρικού της ήρωα, την οποία και ζωγραφίζει με άκρως εξπρεσιονιστικές τεχνικές, κρατώντας αυτή τη «γραμμή» σε όλα τα επίπεδα, τόσο στο μοντάζ όσο και στην υπέροχη μουσική του Τζόνι Γκρίνγουντ (που αδίκως στερήθηκε φέτος το Οσκαρ για τη δουλειά του στην «Αόρατη κλωστή» του Πολ Τόμας Αντερσον).

Ο Τζο λοιπόν έχει στην πραγματικότητα δύο αποστολές: η πρώτη, να σώσει το κορίτσι. Η δεύτερη να εκδικηθεί για την απαγωγή του, να μη δείξει έλεος. Κάποια flashback καλύπτουν ορισμένα κενά για το πονεμένο παρελθόν του και τα τραύματα που άφησε πίσω του. Τα υπόλοιπα κενά τα καλύπτουμε εμείς, χωρίς πολλή σκέψη. Ο Σκορσέζε στον «Ταξιτζή» του (με τον οποίο πολλοί παραλληλίζουν το φιλμ που παρουσιάζουμε σήμερα) παραμένει ένας παρατηρητής, ακόμα κι όταν μπαίνει στο κεφάλι του ήρωά του (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Η Ράμσεϊ επιστρατεύει την αποδεδειγμένη φιλμική της μαστοριά για να μας κρατήσει επίμονα εκεί. Και εμείς, φεύγουμε από την αίθουσα κρατώντας την ανάσα μας.

Βαθμοί: 8

Συγκρούσεις

«Το όραμα»: Ενα θρίλερ βασισμένο στο ζήτημα της πίστης, θρίλερ γαλλικό και, θα έλεγε κανείς, από τα παλιά. Τι εννοώ με αυτό; Μα οι ρυθμοί του ποτέ δεν κοντοστέκονται σε αυστηρά δυτικότροπες ράγες. Αντιθέτως, εδώ οι ρυθμοί είναι αργοί, ατμοσφαιρικοί, υποβλητικοί. Ο Βενσάν Λιντόν, σταθερά εξαίσιος, στον πρώτο ρόλο ενός φημισμένου για την τόλμη του δημοσιογράφου. Τόσο φημισμένου που το ίδιο το Βατικανό τον προσεγγίζει για μια παράξενη αποστολή: την εξακρίβωση της ιστορίας της μικρής Αννας που ισχυρίζεται πως είδε σε όραμα την Παρθένα Μαρία. Αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: Η Καθολική Εκκλησία είναι πολύ πιο δύσπιστη απέναντι σε τέτοιες μαρτυρίες από τους «τυφλωμένους» πιστούς. Και πέρα από το ζήτημα του μυστηρίου (που φυσικά οδηγεί την ίντριγκα σε μια μεγάλη ανατροπή λίγο πριν από το φινάλε) υπάρχει, όπως είπαμε, η πίστη – ή η απουσία της. Αξιόλογο, από κάθε άποψη.

Βαθμοί: 6

Επιφανειακό

«Μαρία Μαγδαληνή»: Πώς θα μπορούσε το σύγχρονο Χόλιγουντ να προσεγγίσει την ιστορία της Μαρίας Μαγδαληνής (την ενσαρκώνει η Ρούνεϊ Μάρα); Μα παρουσιάζοντάς την ως φεμινιστική ηρωίδα που, αψηφώντας τις ιεραρχίες και τις αξίες της παραδοσιακής της οικογένειας, γίνεται μέλος ενός κοινωνικού κινήματος με επικεφαλής τον Ιησού τον Ναζωραίο (στον ρόλο ο Χοακίν Φίνιξ!). Ενα πνευματικό ταξίδι λοιπόν, που όμως καταγράφεται με τη γνωστή επιφανειακή γραφή που χαρακτηρίζει το σινεμά τού Γκαρθ Ντέιβις, σκηνοθέτη του «Lion» (ξέρετε, εκείνο το ανθρωπιστικό διαφημιστικό της Google!). Δεν λέω, ενδιαφέρον έχουν οι χριστιανικές ταινίες που δεν επικεντρώνονται στον Χριστό. Αλλά εδώ το συγκεκριμένο ενδιαφέρον εξανεμίζεται στο πρώτο ημίωρο.

Βαθμοί: 4

Προβάλλονται επίσης

Πέρασα μια χαρά με τη «Συμμορία του τυφώνα», όπου μια σπείρα σχεδιάζει τη ληστεία 600 εκατομμυρίων δολαρίων υπό την απειλή ενός… γιγαντιαίου τυφώνα. Ναι, η πλοκή είναι ανόητη και οι macho ατάκες τυποποιημένες, αλλά η δράση είναι γοργή και ο Ρομπ Κόεν διαθέτει ένα στιβαρό σκηνοθετικό χέρι που μοιάζει να γνωρίζει καλά τι συνιστά ένα καλό b-movie (Βαθμοί: 5). Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για το «Pacific Rim: Η εξέγερση», σίκουελ του χαριτωμένου blockbuster του Γκιγέρμο Ντελ Τόρο που, αν μη τι άλλο, διέθετε μια παιδική, θα έλεγε κανείς, αφέλεια. Εδώ, ένας βομβαρδισμός ειδικών εφέ μού προκάλεσε ελαφρά υπνηλία (Βαθμοί: 3). Εντελώς διαφορετικοί ρυθμοί στο «Ραντεβού εκεί ψηλά» του Αλμπέρ Ντιποντέλ, μια καλλιγραφία δραματική σε ιστορικό καμβά καθώς, στα αποκαΐδια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δυο φίλοι στήνουν μια απάτη και έρχονται αντιμέτωποι με τον διεφθαρμένο υπολοχαγό τους. Ο Ντιποντέλ βρίσκει μια χρυσή τομή εδώ: Το φιλμ του είναι μεν «εμπορικό», δηλαδή μια μεγάλη παραγωγή που απευθύνεται σε ένα εξίσου μεγάλο κοινό, διαθέτει όμως βάθος σκέψης και μια συναισθηματική ειλικρίνεια που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. (Βαθμοί: 5). Βγαίνει, τέλος, και το καλό παιδικό «Σέρλοκ Ζουμπόμπς» με έναν… νάνο Σέρλοκ να αναζητεί τη λύση στο μυστήριο της εξαφάνισης πολλών νάνων από τους κήπους του Λονδίνου.