Σε έναν από τους φημισμένους καβγάδες ανάμεσα στον σκηνοθέτη Βέρνερ Χέρτσοκ και τον Κλάους Κίνσκι, ο τελευταίος τού είχε πει: «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τραβάς όλα αυτά τα δήθεν εντυπωσιακά τοπία. Δεν υπάρχει πιο εντυπωσιακό τοπίο από ένα ανθρώπινο πρόσωπο». Ο Σιμόν Λερέ Βιλμόντ γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία αυτή της φράσης αν κρίνουμε από το «Μακρινό γάβγισμα των σκύλων» που έφυγε από το 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με μια αρμαθιά βραβεία, ανάμεσά τους το βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI), το βραβείο της Βουλής των Ελλήνων και τον Χρυσό Αλέξανδρο, το πρώτο βραβείο δηλαδή της σπουδαίας αυτής διοργάνωσης. Και δικαίως.

Το «τοπίο», στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι τα πρόσωπα των αγοριών που κατοικούν στο Χνούτοβε, ένα μικρό χωριό της Ανατολικής Ουκρανίας. Οι εχθροπραξίες με τους ρωσόφωνους αυτονομιστές, αδιάκοπες. Τη μέρα όμως σταματούν. Τα παιδιά βγαίνουν στους δρόμους. Αλλά δεν είναι και τόσο «παιδιά». Γιατί η διδακτέα ύλη στα σχολεία τους είναι λίγο διαφορετική απ’ αυτή που έχουμε συνηθίσει, και έτσι τα αγόρια αυτά έγιναν «άνδρες» πριν από την ώρα τους. Τα βράδια οι σφαίρες σφυρίζουν και οι βόμβες θερίζουν ό,τι έχει απομείνει. Και η ζωή συνεχίζεται. Με τον Βιλμόντ να αγγίζει, αναπάντεχα, μια πνευματικότητα αδιανόητη, δεδομένης αυτής της απάνθρωπης συνθήκης. Αυτό που σώζεται έχει σημασία, ναι. Αλλά για πόσο;

«Τι κοινό έχουν ένα κοπάδι αγριοκάτσικα σε απόκρημνα βουνά, μια ολονύχτια γιορτή και μια βροχή από μετεωρίτες που φωτίζουν τον νυχτερινό ουρανό σε ένα χωριό της Τουρκίας;» διάβαζα στον κατάλογο του Φεστιβάλ για τους συγκλονιστικούς «Μετεωρίτες» του Γκιουρτζάν Κελτέκ και φυσικά δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως ο τούρκος σκηνοθέτης επιχειρεί, διά μιας γραφής που θυμίζει σε πολύ τον Πατρίσιο Γκούζμαν, να εντάξει σε μια απολύτως φυσική ροή έναν μικρό κύκλο ζωής που εμπεριέχει τόσο μια πραγματική βροχή μετεωριτών όσο και τη βίαιη επέμβαση του τουρκικού κράτους στις κουρδικές περιοχές της Ανατολίας που άρχισε το καλοκαίρι του 2015. Μια επέμβαση άνευ προηγουμένου στη σκληρότητά της που ποτέ δεν καλύφθηκε από τα μέσα ενημέρωσης. Το τελικό αποτέλεσμα μας υπενθυμίζει πως το ντοκιμαντέρ, οι ταινίες τεκμηρίωσης δηλαδή, μπορούν να αγγίξουν ένα βάθος πολλές φορές απλησίαστο από κάθε μορφής μυθοπλασία.

Η ταινία του Κελτέκ μοιράστηκε το δεύτερο, Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής με το βραζιλιάνικο «Μπαρονέζα» της Ζουλιάνα Αντούνες, που αποτελείται από πορτρέτα γυναικών που ζουν στη φαβέλα με το όνομα Ζουλιάνα. Τα εξωτερικά πλάνα απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά. Και οι εξομολογήσεις τους εμφανίζονται με μια αφαίρεση που μοιάζει να έχει προκύψει με πολύ κόπο. Αυτό αφαιρεί ομολογουμένως έναν συναισθηματισμό που θα λειτουργούσε ενάντια στο θέμα. Οταν μια γυναίκα παίζει, μπροστά στην κάμερα, ρώσικη ρουλέτα, το κάνει με μια αποφορτισμένη από κάθε δραματικότητα ευκολία που σου παγώνει το αίμα.

Η δε Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου έδωσε το βραβείο της στο ντοκιμαντέρ «Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος», μια εξαιρετική επιλογή για μια ταινία που είχε ξεχωρίσει από τις πρώτες μέρες της διοργάνωσης, όπως είχαμε αναφέρει στο φύλλο του περασμένου Σαββάτου. Εν ολίγοις, με ένα από τα πιο δυνατά διαγωνιστικά προγράμματα των τελευταίων ετών, γεμάτες αίθουσες και έναν παλμό αισθητό σε κάθε γωνιά, το 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης αποχαιρέτησε τους θαμώνες του αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις.