Ακούγεται τόσο παράλογο όσο παράλογος είναι και ο πόλεμος: μια χώρα σε βαθύτατη οικονομική κρίση, η οποία ζει επί οκτώ ολόκληρα χρόνια με δανεικά από τους εταίρους της και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξαιτίας της αδυναμίας της να δανειστεί από τις αγορές, προχωρά σε μια αμυντική δαπάνη που θα ζήλευε ακόμη και η πιο εύρωστη οικονομία. Απ’ όπου προκύπτει και το ερώτημα: λεφτά υπάρχουν για εξοπλισμούς;

Η λογική του ερωτήματος δεν βρίσκεται στην απόδοση του λογαριασμού σχετικά με το πού θα βρεθεί μέχρι και το τελευταίο ευρώ για να αγοραστούν οι τέσσερις φρεγάτες. Βρίσκεται στο γεγονός ότι σε μια στιγμή καταφανούς αδυναμίας και λίγο πριν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα λαμβάνεται μια απόφαση υψηλού κόστους και αμφίβολης χρησιμότητας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι μια χώρα που θέλει την ειρήνη δεν πρέπει να προετοιμάζεται για πόλεμο, όπως μας υπενθυμίζει το γνωστό λατινικό ρητό. Για μια χώρα όμως που είναι μέλος ισχυρών υπερεθνικών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ, η αμυντική θωράκιση δεν μπορεί παρά να έχει άλλα χαρακτηριστικά. Η Κοινή Πολιτική Αμυνας και Ασφάλειας, για παράδειγμα, ακόμη κι αν βρίσκεται στα σπάργανα, μπορεί με τους κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς να φέρει επιθυμητά αποτελέσματα.

Προκύπτει λοιπόν ένα ακόμη ερώτημα: γιατί η Αθήνα αισθάνεται τόσο μόνη ώστε να καταφύγει σε μια λύση που φέρνει στον νου το αίσθημα ανασφάλειας του περασμένου αιώνα; Στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να απαντήσει πρωτίστως η κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση που υποβάθμιζε σταθερά το γεωπολιτικό περιβάλλον όλο αυτό το διάστημα για να φορέσει τώρα τη στολή του ναυάρχου.