Ο έρωτας, λένε, είναι σαν το σοσιαλισμό. Στην αρχή είναι ανατρεπτικός, μετά υπαρκτός και στο τέλος ανύπαρκτος. Το «Film Socialisme», η προτελευταία ταινία τού –και λόγω ηλικίας πλέον –πάπα της Nouvelle Vague Ζαν-Λικ Γκοντάρ, βγήκε στις ελληνικές αίθουσες, θυμάμαι, την ίδια εβδομάδα με τον τελευταίο «Χάρι Πότερ». Φαντάζομαι ότι κανείς απ’ τους θεατές των δύο ταινιών δεν θα βρισκόταν στις αίθουσες με το βάρος κάποιου αβάσταχτου διλήμματος, ακόμη όμως κι αν δεν έχετε ποτέ σας ασχοληθεί σοβαρά με τον Γκοντάρ ίσως και να είχε πάρει κάτι τ’ αφτί σας γι’ αυτό το φιλμ. Γιατί με αφορμή αυτό, στις Κάννες, το 2009, ο κινηματογραφιστής είχε δηλώσει περίτρανα πως ολόκληρη η Ευρώπη χρωστάει πνευματικά δικαιώματα στην Ελλάδα για τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, και σχεδόν όλοι στο νέο ταλαίπωρο τότε έθνος μας χαμογέλασαν που κάποιος σοβαρότατος, κατά τα φαινόμενα, Ευρωπαίος είχε επιτέλους κάτι καλό να πει. Η σωστή εμπορική κίνηση θα ήταν η άμεση έξοδος του φιλμ στις αίθουσες από την εταιρεία διανομής. Το «Film Socialisme» θα έκοβε θαρρώ δεκαπλάσιο αριθμό εισιτηρίων. Από την άλλη, οι οργισμένοι θεατές ίσως και να τα έκαναν λαμπόγυαλο.

Εξηγούμαι: Η νέα ταινία του Γκοντάρ συνεχίζει στον ίδιο δρόμο διερεύνησης των εκφραστικών μέσων του κινηματογράφου, όπως ακριβώς και οι προηγούμενές του, όπου η όποια ισχνή πλοκή είναι απλά η αφορμή για ένα πολύμορφο κολάζ στιγμιότυπων από ολόκληρη την ιστορία και των εφτά τεχνών (αν φυσικά δεχτούμε πως οι προηγούμενες έξι προϋπήρξαν απλά και μόνο για να φτάσουμε στον κινηματογράφο –κάτι που ο Γκοντάρ υποστηρίζει με πάθος από το 1960, τότε δηλαδή που σκάρωνε το «Με κομμένη την ανάσα», αλλάζοντας μια για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε και που κάνουμε σινεμά). Και όποια κι αν είναι η στάση σου απέναντι στο σινεμά του δεν γίνεται να μη θαυμάσεις το πάθος αυτού του ανθρώπου που, στα 79 του χρόνια, δεν σταματά να αναζητά τα όρια της σύζευξης ήχου και εικόνας.

Το φιλμ ξεκινά από μια κρουαζιέρα στη Μεσόγειο, σε χώρες υπαρκτές και ταυτόχρονα μυθικές (με την Πάτι Σμιθ να περιφέρεται μόνη ανάμεσα στο πλήθος των επιβατών λες και αναζητά ένα χαμένο ακροατήριο). Ανάμεσα στις χώρες αυτές, και η Ελλάδα, «η χώρα του Περικλή και του Σοφοκλή όπου η τραγωδία και η δημοκρατία παντρεύτηκαν για να κάνουν ένα μόνο παιδί, τον εμφύλιο πόλεμο». Σκηνές από ψευδοϊστορικά ιταλικά pemplum εναλλάσσονται με επίκαιρα από τον εμφύλιο του ’46 και μέσα σε πέντε λεπτά ο Γκοντάρ έχει πάει από τον Ρακίνα στον Αισχύλο (μέσω της «Ορέστειας»), για να προσαράξει στη βασανισμένη Νάπολι, κι από κει στα θρυλικά σκαλιά της Οδησσού. Ναι, είναι ένα σινεμά δοκιμιακού χαρακτήρα, διόλου όμως χαοτικό, μιας και η δομή του χρωστά περισσότερα στη μουσική παρά στον κινηματογράφο όπου ο δαιμόνιος Γκοντάρ ντύνει με φιλμική σάρκα το σκελετό μιας φούγκας: το ένα «θέμα» μπαίνει μέσα στο επόμενο και με το που αντιλαμβάνεσαι πως τα δυο τους αποτελούν πλέον μια ξεχωριστή οντότητα, ένα τρίτο «θέμα» μπαίνει μέσα στο δεύτερο μέχρις ότου να σχηματιστεί μια «αλυσίδα» απολύτως κυκλική και τέλεια.

Και μέσα σ’ αυτό τον κύκλο ξεδιπλώνεται ένα ειρωνικό αλλά και θλιμμένο μέσα στην πικρή παραδοχή του σχόλιο για μια Ευρώπη που σβήνει ενώ η ανθρωπότητα σφυρίζει αδιάφορα.

Α, σημειώστε πως ο Γκοντάρ δεν κατόρθωσε να γυρίσει στην Ελλάδα όπως ήθελε. Του ζήτησαν, βλέπετε, σενάριο από το υπουργείο Πολιτισμού…

Σκηνοθεσία, σενάριο: Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Φωτογραφία: Φαμπρίς Αρανιό, Πολ Γρίβας. Ηθοποιοί: Αλέν Μπαντιού, Ολγκα Ριζάνοβα, Ζαν – Μαρκ Στέλε, Αγκαθα Κουτούρ, Πάτι Σμιθ. Διάρκεια: 102’