Είναι η ιστορία ενός πουλιού, μίας σούλας (Morus bassanus) ονόματι Νάιτζελ. Εχει όμως αγγίξει πολλές ευαίσθητες ανθρώπινες χορδές. Κάποιοι παρομοίασαν το θαλασσοπούλι με ήρωα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αλλοι άντλησαν από τη ζωή και τον θάνατό του διδάγματα περί αγάπης και έρωτα. Πολλοί είδαν σε αυτά μόνο μοναξιά και ματαιότητα. Και άλλοι χαιρέτισαν τον Νάιτζελ ως έναν θαρραλέο πρωτοπόρο.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο νησί Μάνα, μία βραχώδη έκταση μόλις 2,17 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ανοικτά των νοτιοδυτικών ακτών του Βόρειου Νησιού, στη Νέα Ζηλανδία. Κάποτε, ήταν γεμάτο σούλες. Αλλόχθονα αρπακτικά όμως τις έδιωξαν. Τη δεκαετία του 1990, αντλώντας έμπνευση από αντίστοιχα προγράμματα «κοινωνικής έλξης» που εφαρμόζονταν ανά τον κόσμο, περιβαλλοντολόγοι βάλθηκαν να τις πείσουν να επιστρέψουν. Τοποθέτησαν λοιπόν στο Μάνα 80 σούλες από τσιμέντο, ζωγραφισμένες από μαθητές σχολείων. Και μεγάφωνα που μετέδιδαν, χάρη στην ηλιακή ενέργεια, ηχογραφημένα κρωξίματα. Ακόμα και ψεύτικα περιττώματα πτηνών σκόρπισαν γύρω από τα άψυχα αγάλματα-κράχτες. Τα χρόνια όμως περνούσαν και καμία σούλα αληθινή δεν δελεάστηκε. Μέχρι το 2013. Οπότε ο Νάιτζελ έγινε το πρώτο θαλασσοπούλι του είδους του που αποκαλεί το Μάνα «σπίτι» έπειτα από 40 χρόνια. Οι περιβαλλοντολόγοι, με επικεφαλής τον Κρις Μπελ, υπεύθυνο περιβαλλοντικής προστασίας στο Μάνα, και τον μοναδικό άνθρωπο που ζει εκεί, ήταν περιχαρείς. Οι σούλες είναι αγελαία πτηνά, ήταν λοιπόν βέβαιοι πως σύντομα θα έφταναν και άλλες. Ομως ο Νάιτζελ παρέμενε μόνος, παρέα μόνο με τα τσιμεντένια θαλασσοπούλια. Και επειδή, από ό,τι φαίνεται, ο περίφημος στίχος «κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί» έχει εφαρμογή και στην ορνιθολογία, ο Νάιτζελ προσπάθησε να συνάψει δεσμούς μαζί τους. Το ενδιαφέρον του προσείλκυσε μία τέτοια ψεύτικη σούλα. Αρχισε να περιποιείται το άγαλμα, να «μιλάει» μαζί του. Ακόμα και φωλιά έφτιαξε για χάρη του, μεταφέροντας πλάι του φύκια και κλαδάκια αν και προφανώς η τσιμεντένια σούλα δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί στον έρωτά του. «Νομίζω πως το πιο θλιβερό κομμάτι αυτής της ιστορίας είναι το πόσο απογοητευτικό πρέπει να ήταν για τον Νάιτζελ να κορτάρει αυτό το πέτρινο πουλί και να μην παίρνει τίποτα σε αντάλλαγμα. Να μην εισπράττει απόρριψη, να μην εισπράττει ενθάρρυνση», λέει στην «Guardian» ο Κρις Μπελ. Κι έτσι, με αυτή τη ματαιότητα, πέρασαν τέσσερα χρόνια.

Μέχρι τα τέλη του 2017, οπότε συνέβη στο Μάνα κάτι το συνταρακτικό, κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει για τον Νάιτζελ τα πάντα. Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, έφτασαν στο νησί τρεις πραγματικές σούλες. Οι υπεύθυνοι είχαν μετακινήσει τα μεγάφωνα που μετέδιδαν τιτιβίσματα πιο κοντά στην ψεύτικη αποικία, και από ό,τι φαίνεται, το κόλπο έπιασε. Μόνο που ο Νάιτζελ παρέμεινε πιστός στην άψυχη σύντροφό του. Ποτέ δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για τα τρία αληθινά θαλασσοπούλια. Και την τελευταία ημέρα του Ιανουαρίου, βρέθηκε νεκρός μέσα στη φωλιά που είχε φτιάξει για Εκείνη. Μόνος, όπως και έζησε.

Από ιστορίες αγάπης που δεν ευοδώθηκαν η λογοτεχνία έχει πολλές και η ζωή ακόμα καλύτερες. Προβάλλοντας λοιπόν δικά τους συναισθήματα και απογοητεύσεις, πολλά μέλη του ανθρώπινου είδους ταυτίστηκαν, ή συγκινήθηκαν, με την τραγική μοίρα του Νάιτζελ. Για τους περιβαλλοντολόγους, ωστόσο, ήταν ένας πρωτοπόρος, ένας ήρωας. «Χωρίς πουλιά όπως ο Νάιτζελ, δεν θα υπήρχαν νέες αποικίες», λέει στην «Washington Post» ο δρ. Στίβεν Κρες, εμπνευστής των προγραμμάτων «κοινωνικής έλξης» παγκοσμίως. «Τα είδη θα αιχμαλωτίζονταν σε αυτό το μοτίβο φιλοπατρίας, θα υπάκουαν σταθερά στο ένστικτό τους να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους». Μένοντας στο Μάνα, ο Νάιτζελ λειτούργησε σαν μια ζωντανή διαφήμιση για αυτό. Για να εμπιστευτούν οι σούλες έναν τόπο, θέλουν πρώτα να δουν άλλα πουλιά εκεί. «Τα τρία αληθινά θαλασσοπούλια που έχουμε σήμερα είναι η κληρονομιά του Νάιτζελ».

Μία νεκροψία θα αποκαλύψει τα αίτια θανάτου του Νάιτζελ, το πιθανότερο είναι πως υπέκυψε στα γηρατειά. Πώς εξηγείται όμως ο έρωτάς του για ένα άγαλμα; «Είναι παράξενη συμπεριφορά για μία σούλα, αλλά κάθε ομάδα έχει τους εκκεντρικούς της».

Γνωρίζοντας τις σούλες

Οι σούλες είναι μεγάλα θαλασσοπούλια του γένους Morus (από το αρχαιοελληνικό «μωρός», καθώς δείχνουν παντελή έλλειψη φόβου την εποχή της αναπαραγωγής τους, πράγμα που έκανε τα πουλιά εύκολο στόχο).

Χωρίζονται σε τρία είδη: τις σούλες των βόρειων περιοχών, τις σούλες του Ακρωτηρίου στην Αφρική και τις σούλες της Αυστραλασίας.

Στις αρχές του 20ού αιώνα κυνηγούνταν ως τροφή. Το λίπος τους χρησιμοποιούνταν για ιατρικούς σκοπούς, ενώ τα φτερά τους ήταν πολύτιμα για την κατασκευή στρωμάτων και μαξιλαριών. Χρειάζονταν τα φτερά περίπου 300 πουλιών για να γεμίσει ένα και μόνο στρώμα.

Οι σούλες μπορεί να ζήσουν ώς και 30 χρόνια και συνήθως είναι μονογαμικά πουλιά. Μεταναστεύουν και επιστρέφουν στις ίδιες φωλιές, τις οποίες υπερασπίζονται με σθένος.

Προτιμούν τις ανεμοδαρμένες τοποθεσίες, που τους δίνουν τη δυνατότητα να κάνουν κάθετες απογειώσεις και προσγειώσεις.

Ο τρόπος με τον οποίο ψαρεύουν είναι εντυπωσιακός. Από ύψος 30 μέτρων παίρνουν σχήμα αιχμής βέλους και πέφτουν στο νερό με ταχύτητα 100 χιλιομέτρων την ώρα.