Ο Πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα αποφάσισε να υπογράψει, καθιστώντας το νόμο του κράτους, το αμφιλεγόμενο σχέδιο νόμου για το Ολοκαύτωμα, το οποίο πρότειναν οι συντηρητικοί, προκειμένου να διατηρηθεί η εικόνα της Πολωνίας στο εξωτερικό, κινδυνεύοντας ωστόσο να επιδεινώσει τις εντάσεις με το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ουκρανία.

Ο νόμος προβλέπει φυλάκιση τριών ετών για όσους, περιλαμβανομένων αλλοδαπών, κατηγορούν το πολωνικό έθνος ή κράτος ότι συμμετείχε στα εγκλήματα των ναζί. Οι Ισραηλινοί ηγέτες βλέπουν σε αυτό το κείμενο μια προσπάθεια -την οποία διαψεύδει η Βαρσοβία- άρνησης της συμμετοχής ορισμένων Πολωνών στη γενοκτονία των Εβραίων, ακόμη και παρεμπόδισης επιζώντων του Ολοκαυτώματος να διηγηθούν την εμπειρία τους.

Ο Ντούντα, ζήτησε από το Συνταγματικό Δικαστήριο να επιβεβαιώσει αν ο νόμος συνάδει με το Σύνταγμα σε ό,τι αφορά την ελευθερία της έκφρασης και το εδάφιο που προβλέπει ποινές φυλάκισης σε όσους κατηγορούν το πολωνικό κράτος ότι συμμετείχε στα εγκλήματα των ναζί.

«Αποφάσισα να υπογράψω τον νόμο και να ζητήσω στη συνέχεια τη γνώμη του Συνταγματικού Δικαστηρίου», ανέφερε ο Ντούντα σε δήλωσή του που μεταδόθηκε τηλεοπτικά.

«Είναι μια λύση που, από τη μία πλευρά, προστατεύει τα συμφέροντα της Πολωνίας, την αξιοπιστία μας και την ιστορική αλήθεια, ώστε οι κρίσεις που θα εκφέρονται για εμάς σε όλο τον κόσμο να είναι τίμιες, ώστε να μην προσπαθήσει κάποιος να μας δυσφημήσει ως έθνος και ως κράτος».

«Όμως, από την άλλη, λαμβάνει υπόψη [και] την ευαισθησία των προσώπων για τα οποία το θέμα της ιστορικής μνήμης του Ολοκαυτώματος παραμένει εξαιρετικά σημαντικό, και κυρίως εκείνων που επέζησαν και τα οποία, όσο μπορούν, οφείλουν να διηγηθούν στον κόσμο τις αναμνήσεις τους από αυτό το παρελθόν και την εμπειρία τους», διαβεβαίωσε.

Ο νόμος αυτός έφερε σε δύσκολη θέση τους συντηρητικούς εθνικιστές που κυβερνούν στην Πολωνία: αποκηρύσσοντάς τον θα κατηγορούνταν ότι υποχωρούν σε πιέσεις από το εξωτερικό, όμως η έγκρισή του από τον πρόεδρο Ντούντα κινδυνεύει να επιδεινώσει τις σχέσεις της Βαρσοβίας με τους Ισραηλινούς και Αμερικανούς συμμάχους της, καθώς και με την Ουκρανία.

Όταν το κείμενο εγκρίθηκε από την πολωνική κάτω βουλή στα τέλη Ιανουαρίου, το Ισραήλ αντέδρασε έντονα: «Δεν θα δεχθούμε τη διαστρέβλωση της αλήθειας και το ξαναγράψιμο της Ιστορίας ή την άρνηση του Ολοκαυτώματος», είχε δηλώσει ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εκφράσει με έντονους όρους την «ανησυχία» τους την παραμονή του ψηφοφορίας στην πολωνική Γερουσία την 1η Φεβρουαρίου. Ο νόμος μπορεί να έχει «επιπτώσεις» στα «στρατηγικά συμφέροντα και στις σχέσεις της Πολωνίας, περιλαμβανομένων και εκείνων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ», είχε δηλώσει η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Χέδερ Νάουερτ, εκτιμώντας πως ενδεχόμενες διαιρέσεις μεταξύ συμμάχων «θα έχουν όφελος μόνο για τους αντιπάλους μας».

Για τους συντηρητικούς που βρίσκονται στην εξουσία, το θέμα είναι κυρίως να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί η έκφραση «πολωνικά στρατόπεδα θανάτου» για τις εγκαταστάσεις των ναζί στην κατεχόμενη Πολωνία.

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ εκτίμησε στο Twitter, αντίθετα, πως «οι συντάκτες του νόμου προώθησαν σε όλο τον κόσμο αυτή την αισχρή συκοφαντία όπως δεν έχει κάνει κανείς μέχρι σήμερα».

Χωρίς να αλλάζουν στην ουσία τη θέση τους, οι Πολωνοί ηγέτες θέλησαν να περιορίσουν την κρίση και να την εξηγήσουν μιλώντας για παρεξήγηση.

Ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι χαρακτήρισε την Παρασκευή «προσωρινή» την ένταση με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.

«Είναι μια προσωρινή υποβάθμιση των σχέσεων με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ελπίζω ότι θα βελτιωθούν σύντομα, όταν εξηγήσουμε τη θέση μας», είπε ο Μοραβιέτσκι, ο οποίος κάλεσε μία ομάδα ξένων δημοσιογράφων να τον συνοδεύσουν στο Μάρκοβα, ένα χωριό στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας όπου ένα μουσείο συντηρεί τη μνήμη μιας πολωνικής οικογένειας που εξοντώθηκε επειδή είχε κρύψει Εβραίους στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.

Ένα εδάφιο του νόμου επιδείνωσε περαιτέρω στις σχέσεις με την Ουκρανία. Ο Ουκρανός πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο διαμαρτυρήθηκε για κάποιους «εντελώς διαστρεβλωτικούς και κατηγορηματικά απαράδεκτους» όρους που ποινικοποιούν την άρνηση των εγκλημάτων που διέπραξαν Ουκρανοί εθνικιστές μεταξύ 1925 και 1950.