Τις αγεφύρωτες διαφορές με τα υπόλοιπα κόμματα που συμμετείχαν στις διερευνητικές συνομιλίες για να σχηματιστεί ο κυβερνητικός συνασπισμός «Τζαμάικα» επικαλέστηκε ο αρχηγός των Φιλελευθέρων (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ, αποχωρώντας από τις μαραθώνιες συνομιλίες.

Ο Λίντνερ τόνισε ότι «είναι προτιμότερο να μην κυβερνήσουμε από το να κυβερνήσουμε λάθος».

Διευκρίνισε επίσης ότι δεν κατέστη δυνατόν να εξευρεθεί κοινή βάση σε πνεύμα εμπιστοσύνης για το σχηματισμό βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος, το οποίο θα εγγυάται τον εκσυγχρονισμό της χώρας.

Τα τέσσερα κόμματα δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε κοινή ιδέα και σε βάση εμπιστοσύνης, συνέχισε, ενώ σημείωσε ότι δεν κατηγορεί κανέναν επειδή θέλει να μείνει πιστός στις αρχές του, αλλά και το FDP εννοεί να μείνει πιστό στις δικές του αρχές.

«Σήμερα δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος, αντιθέτως είχαμε οπισθοδρομήσεις, καθώς αμφισβητήθηκαν οι προσδοκώμενοι συμβιβασμοί», συμπλήρωσε ο αρχηγός του FDP.

Τί προηγήθηκε

Νωρίτερα, άκαρπες είχαν αποβεί οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, καθώς τα κόμματα που μετείχαν στις συζητήσεις, φάνηκε πως έφτασαν σε αδιέξοδο με «αιχμή του δόρατος» τη μεταναστευτική πολιτική.

Συγκεκριμένα η διορία που είχαν θέσει τα τρία κόμματα, προκειμένου να συμφωνήσουν στο κυβερνητικό πρόγραμμα πέρασε χωρίς να γίνει καμία ανακοίνωση. Παρότι η διορία έληξε στις 19.00 (ώρα Ελλάδας) οι συνομιλίες συνεχίστηκαν.

Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου τα τρία γερμανικά κόμματα, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) και οι Πράσινοι, αναγκάστηκαν να επιδιώξουν τον σχηματισμό του λεγόμενου συνασπισμού «Τζαμάικα», που δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ στο παρελθόν σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Μια αποτυχία τους θα μπορούσε να πυροδοτήσει τη χειρότερη πολιτική κρίση στη Γερμανία εδώ και δεκαετίες, δεδομένου ότι οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) έχουν ήδη διαμηνύσει ότι δεν προτίθενται να στηρίξουν την κυβέρνηση αλλά θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση. Οι άλλες επιλογές θα ήταν η προκήρυξη νέων εκλογών ή ο σχηματισμός κυβέρνησης μειοψηφίας, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας.

«Το FDP αναμένει τώρα τους Πράσινους και τους συντηρητικούς για να διαπιστώσει πόσο μακριά είναι έτοιμοι να πάνε και αν θα μπορούμε να κοιτάμε οι μεν τους δε στα μάτια», δήλωσε η γενική γραμματέας του κόμματος Νίκολα Μπέερ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι τώρα είναι η σειρά των άλλων κομμάτων να κάνουν παραχωρήσεις.

Ενώ το FDP εξακολουθούσε να ζητά μειώσεις φόρων, φαίνεται ότι το πιο ακανθώδες ζήτημα αφορούσε τη μετανάστευση, αφού οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CSU), το αδελφό κόμμα του CSU, επέμενε να τεθεί όριο στις νέες αφίξεις, στις 200.000 ετησίως. Από την άλλη, οι Πράσινοι διαφωνούσαν με το μέτρο αυτό και ταυτόχρονα ήθελαν να διατηρηθεί ο κανόνας που επιτρέπει σε όσους εξασφαλίζουν άσυλο στη Γερμανία να φέρνουν στη χώρα και την οικογένειά τους.

Η αποτυχία να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των επίδοξων κυβερνητικών εταίρων, θα μπορούσε να οδηγήσει στη διεξαγωγή νέων εκλογών, κάτι που τα κόμματα θέλουν οπωσδήποτε να αποφύγουν καθώς φοβούνται ότι θα είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των ποσοστών της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), η οποία εισήλθε στο κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο.