Εχουμε συνηθίσει –και πολύ σωστά –να θεωρούμε ότι πολιτισμός είναι το βιβλίο, η θεατρική παράσταση, η μουσική συναυλία, η εικαστική δημιουργία, τα μουσεία, η αρχιτεκτονική, ή εν πάση περιπτώσει το χνάρι που αφήνουν όλα αυτά στη συνείδησή μας. Ενα χνάρι που με το πέρασμα του χρόνου δένει σε καρπό και ο καρπός μεταβάλλεται σε προσωπική περιουσία που ρυθμίζει ως ένα βαθμό τις σχέσεις μας με τους άλλους –με την πρώτη ματιά δηλαδή όλα ωραία και καλά. Και ως άνθρωποι βελτιωνόμαστε και με τους άλλους η επικοινωνία μας γίνεται πλουσιότερη και έχουμε και έναν επιπλέον εξοπλισμό για να φοβόμαστε λιγότερο το πέρασμα του χρόνου και τον θάνατο. Εχουν όμως έτσι τα πράγματα;

Με το να έχουν όσες πνευματικές και καλλιτεχνικές απολαύσεις αναφέραμε ήδη ένα σχεδόν χειροπιαστό οπτικό, ακουστικό ή απτικό, χαρακτήρα μας διαφεύγει η σημασία ενός πολιτισμού που δημιουργείται χωρίς να χρειάζεται αποδεικτικά στοιχεία για να κάνει αισθητή την ύπαρξή του. Εναν πολιτισμό που θα έλεγες πως «μεταφέρεται» χωρίς να χρειάζεται οποιοδήποτε υλικό μέσο προκειμένου να πάρει σάρκα και οστά. Αντίθετα η δύναμή του είναι ότι περισσότερο τον υποψιαζόμαστε παρά το ότι μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα για την ύπαρξή του. Ενας πολιτισμός όμως που φαίνεται να ασκεί μια ακατανίκητη έλξη ώστε να τον υπηρετούν ανώνυμα όχι βέβαια τόσοι πολλοί όσοι επιλέγουν τον πολιτισμό που μαζί με τα ευεργετήματά του, έχει την ιδιότητα να κάνει γνωστούς όσους αποφασίζουν να τον θεραπεύσουν. Εννοούμε έναν πολιτισμό που δεν θα δίσταζε να τον σημειώσει κανείς με κεφαλαίο το αρχικό του πι, καθώς εκ των πραγμάτων αποκλείει τα παρατράγουδα του γνωστού και «κανονικού» πολιτισμού. Και όταν λέμε παρατράγουδα εννοούμε τις αντιδικίες, τις έριδες ή ακόμα και τα μαχαιρώματα που συχνά χαρακτηρίζουν τους δημιουργούς ενός πολιτισμού συναγωνιστικού και ανταγωνιστικού, αφού δεν τον χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό αυτό μόνον οι περιπαθείς συμφωνίες και οι ανυπόκριτοι θαυμασμοί.

Αντίθετα μια ατμόσφαιρα δοσοληψίας που ασφαλώς, αν γινόταν να τη συνειδητοποιήσει κανείς σε όλη της την έκταση, θα αισθανόταν μια αφόρητη πνιγμονή για έναν «πολιτισμό» που, όσο σπουδαίος και αν είναι, τον υπονομεύουν σε μεγάλο βαθμό οι συνθήκες της δημιουργίας του. Ενώ σήμερα τουλάχιστον μιλάμε για έναν πολιτισμό που τις ενδείξεις του τις γνωρίζει κανείς χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να τις μνημονεύει στις συζητήσεις του όπως συμβαίνει με τον άλλο πολιτισμό. Να τις ανακεφαλαιώνει μέσα του τις ενδείξεις αυτές όπως τις δημιουργούν άνθρωποι που γράφουν χωρίς να δημοσιεύουν, που μαθαίνουν χωρίς να εξαργυρώνουν τη γνώση τους, που προσεύχονται αλλά το ξέρουν μόνο οι ίδιοι.

Ή, όπως έκανε ένας γνωστός στην εποχή του συγγραφέας, που τα κείμενά του δεν υπάρχουν πια πουθενά, αλλά τον θυμόμαστε ένας δυο γιατί πέρασε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του επισκεπτόμενος και βοηθώντας ηλικιωμένους και ανήμπορους ανθρώπους.