Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Μάνος Καρατζογιάννης είχε γνωρίσει τη Λούλα Αναγνωστάκη το 2003, όταν πρωτοβγήκε στο θέατρο, τριτοετής τότε της δραματικής σχολής, παίζοντας τον Γιωργάκη από το έργο της «H κασέτα» πλάι στους Γ. Αρμένη, Ι. Ψαρρά, Μ. Τζιραλίδου κ.ά. Τον Δεκέμβριο του 2015 επιμελήθηκε το αφιέρωμα με παραστάσεις και ομιλίες «Η πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη» στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, ενώ έχει σκηνοθετήσει δικά της έργα ή συνθέσεις έργων της. Πρόσφατα εξέδωσε το βιβλίο «Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη» (εκδόσεις Σοκόλη), αποτέλεσμα της διδακτορικής του σπουδής στο Winchester University πάνω στο ζήτημα της ετερότητας στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, όπως εμφανίζεται στο έργο της συγγραφέως. Ο Μάνος Καρατζογιάννης έγραψε το παρακάτω αποχαιρετιστήριο σημείωμα για την απώλεια της Λούλας Αναγνωστάκη:

«Το τρένο φεύγει στις οχτώ / Ταξίδι για την Κατερίνη / Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει / Να μη θυμάσαι στις οχτώ…». Αυτό το τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου είχε διαλέξει η Λούλα Αναγνωστάκη ως κατευόδιο σε σχετική ερώτηση που της είχε γίνει για τη στιγμή της αποχώρησής της από τα εγκόσμια, απαντώντας στο ερωτηματολόγιο του Προυστ (στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο). Και πράγματι Νοέμβρης μήνας δεν έμεινε. Οχτώ έφυγε, στις οχτώ του Οκτώβρη. Ο Βιτέζ έλεγε, όταν είχε ανεβάσει την Παρέλαση τον Μάιο του ’68, ότι η Αναγνωστάκη «πίσω από τα μαύρα της γυαλιά τα είχε καταλάβει όλα». Και πράγματι η Λούλα Αναγνωστάκη, από τα αδιάλειπτα συνεπή πρόσωπα της πνευματικής μας ζωής τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό της βίο, στάθηκε προφητική για μία ακόμη φορά. Αυτήν τη φορά για την ίδια. Κάθομαι και συλλογίζομαι μέσα στο αναπόφευκτο προσωπικό και συλλογικό μας πένθος πόσες φορές η ίδια μέσα από την τολμηρή της γραφή στόχευσε στην πολιτική μας αφύπνιση.

Μέσα στα εγκλήματα του παρακράτους γράφει στη Συναναστροφή (Εθνικό Θέατρο, σκην. Λεωνίδας Τριβιζάς, 1967) για μια «πόλη που γεμίζει στρατό» για να διακοπούν οι παραστάσεις του έργου λίγες εβδομάδες αργότερα από τη χούντα των συνταγματαρχών. Το 1981 αναρωτιέται μέσα από τον Σπύρο στην Κασέτα (Θέατρο Τέχνης, σκην. Κάρολος Κουν): «Τι είναι η Ελλάδα, Γιωργάκη; Οικογενειοκρατία που αναπαράγεται στο φουλ». Ενώ το 2003, μέσα στην ευμάρεια των Ολυμπιακών Αγώνων, προφητεύει: «Ολη η Ευρώπη θα ‘ρθει τα πάνω κάτω. Λένε πως η ψαλίδα ανοίγει, ο φτωχός θα γίνει φτωχότερος…» (Σ’ εσάς που με ακούτε, Νέα Σκηνή, σκην. Λευτέρης Βογιατζής).

Ουδείς δε προφήτευσε τόσο τολμηρά τα δεινά της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής, σκιαγραφώντας ήδη από το 1978 τη διχόνοια ως αρχετυπικό στοιχείο της φυλής μας (Νίκη, Θέατρο Τέχνης, σκην. Κάρολος Κουν), αλλά και υπογραμμίζοντας την αξία της ετερότητας και του σεβασμού στη διαφορετικότητα ως βασική προϋπόθεση της δημοκρατίας (Αντόνιο ή το Μήνυμα, Θέατρο Τέχνης, σκην. Κάρολος Κουν, 1972) αλλά και ο Ουρανός κατακόκκινος (Εθνικό Θέατρο, σκην. Βίκτωρ Αρδίττης, 1998): «Εγώ δε βολεύομαι. Δεν είμαι από αυτούς που ρίχνουν νερό στο μύλο των ισχυρών… Εγώ κάνω τη δική μου επανάσταση…». Ολα αυτά βέβαια για την ίδια δεν είχαν καμία σημασία όταν τα άκουγε. Απλώς δάκρυζε και έστρεφε την κουβέντα αλλού: στον μονάκριβό της Θανάση, αλλά και στον παντοτινά αγαπημένο της Γιώργο. «Σημασία έχει που έφυγε εκείνος έλεγε» για τον πρόωρα χαμένο σύζυγό της Γιώργο Χειμωνά, ενώ η διαρκής της ανησυχία για τον γιο της Θανάση σού έφερνε στον νου την αγαπημένη της ηρωίδα Κάτια από τον Ηχο του όπλου το 1987, που έμελλε να είναι και η τελευταία σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν.

Μέσα από τα έργα της εξέφρασε όσο κανείς, όπως αντίστοιχα στην ποίηση και ο αδελφός της Μανόλης Αναγνωστάκης, την ήττα και τα τραύματα του Νεοέλληνα. Η πρώτη φράση που ανταλλάξαμε άλλωστε αφορούσε μια προσωπική της ματαίωση: «Ηθελα να γράφω για τον κινηματογράφο». Πόσοι ηθοποιοί δεν πραγματοποίησαν το θεατρικό τους ντεμπούτο μέσα από το έργο της –κανείς δεν έγραψε όσο εκείνη για νέους σε ηλικία χαρακτήρες –και πόσοι ομολογημένα μεταγενέστεροι νεοέλληνες συγγραφείς δεν σφραγίστηκαν από το έργο της. Ηταν η μάνα μας. Η δραματουργική μας ρίζα.

Μάθαινες δίπλα της. Πάντα με την πιο στέρεη κουβέντα στα δύσκολα αλλά και την πιο βαθιά σαρκαστική. Κοντά της αισθανόσουν σαν να έπαιζες σε έργο της, γεννημένος, έτοιμος, θαρραλέος για τη μεγάλη πράξη, ακόμα κι όταν αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τα κοινώς αποδεκτά ιδανικά. Με αυτήν τη σοφία έζησε και τα τελευταία της χρόνια, αν και, όπως διαπίστωνε ο Κάρολος Κουν για τον Ηχο του όπλου, «η σοφία εξάλλου αποκτιέται όταν πια δεν είναι αναγκαία». Μια λέξη ακόμη: ευγνωμοσύνη. Δε θα ξεχάσω την οκτώ. Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει…