Ποιο είναι το πραγματικό όνομα της οικογένειάς μου δεν έχει ξεκαθαριστεί επιστημονικά. Πρέπει να ήταν υδραίοι ναυτικοί που προς τα τέλη του 1700 ξεκληρίστηκαν για άγνωστο λόγο. Γλίτωσε μοναχά ένα πιτσιρίκι. Για να επιβιώσει το μετέφεραν απέναντι στο Κρανίδι όπου το υιοθέτησε μια οικογένεια. Από την ιδιότητά του απέκτησε το επίθετο Ψυχοπαίδης κι έτσι καταγράφεται στα επίσημα βιβλία των Βενετών. Αν κοιτάξετε στον τηλεφωνικό κατάλογο θα βρείτε πολλούς Ψυχογιούς. Είναι ελάχιστοι με το επώνυμο Ψυχοπαίδης, πιθανόν όλοι απόγονοι εκείνης της οικογένειας που εν συνεχεία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Η εμπλοκή μου στην τέχνη ανιχνεύεται πολύ πίσω, όταν στα τέσσερά μου χρόνια έκανα την πρώτη μου εικονογράφηση λογοτεχνικού κειμένου: επρόκειτο για τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ. Είναι ένα μικρό έργο που απεικονίζει μια κρίσιμη στιγμή του μεγάλου αυτού μυθιστορήματος και γενικότερα της ανθρώπινης περιπέτειας: το πέρασμα του Γιάννη Αγιάννη στην ελευθερία. Εχω γράψει εντελώς ανορθόγραφα το όνομα του ήρωα, ο οποίος μέχρι σήμερα με ακολουθεί. Τον έχω καταγράψει στη συνείδησή μου ως ένα αρχέτυπο και μεγάλου λογοτεχνικού έργου και μιας μαρτυρίας του ανθρώπινου δράματος και μεγαλείου.

Ο καλλιτέχνης πρέπει να μπορεί να αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό, τις ευκολίες του, όσα ρέουν αβίαστα αλλά είναι η αναπαραγωγή ενός κλισέ κι όχι ένας κόσμος που είναι ζωντανός μέσα του. Κάνει, δε, πάντα ένα βήμα μπροστά όταν η τέχνη του είναι αυθεντική. H κοινωνία καλείται να το παρακολουθήσει αυτό, να καταλάβει ότι αυτό το βήμα το κάνει μαζί με τον δημιουργό.

Η τέχνη γίνεται κατανοητή σε πάρα πολλά επίπεδα. Αυτό που δεν καταλαβαίνει κάποιος μπορεί να είναι μια διάσταση από τις πολλές που μπορεί να έχει μια τέχνη. Μπορεί βέβαια να μην την καταλαβαίνει και καθόλου διότι υπάρχουν και ζητήματα πολιτιστικής παιδείας. Χρειάζονται κώδικες που πρέπει να καλλιεργηθούν. Κι αυτό είναι η αισθητική αγωγή που αφορά τόσο τους καλλιτέχνες όσο και την κοινωνία.

Ο θεατής πρέπει να αισθάνεται ότι αυτό που έχει απέναντί του τον αφορά. Και η τέχνη καλείται να συνειδητοποιεί κάθε φορά ότι μόνο μέσα από ένα αυθεντικό συναισθηματικό πρόταγμα μπορεί να επικοινωνεί με τον κόσμο. Δεν είναι κάτι ψυχρό, εγκεφαλικό ή έξω από την πραγματικότητα. Αντίθετα, βυθισμένη μέσα στην πραγματικότητα μπορεί να είναι και ο εαυτός της, αλλά κι ένα στοιχείο ζωντανού διαλόγου με την κοινωνία μας.

Εχει σημασία σε ποιον αρέσεις και γιατί αρέσεις. Αισθάνεσαι αμήχανα όταν παίρνεις το χειροκρότημα από τη λάθος πλευρά. Για να κάνεις σωστά τη δουλειά σου πρέπει να δουλεύεις έξω και πέρα από τον προβληματισμό «αρέσω – δεν αρέσω», κρύβει πολλές παγίδες. Μπορεί να προσανατολίζεσαι χωρίς να το καταλάβεις σε πράγματα που αιωρούνται κι έχουν να κάνουν με μια συνολικότερη αισθητική αντίληψη. Πρέπει να ξεχάσεις αυτά που αρέσουν και να κάνεις συγκεντρωμένος τη δουλειά σου για να μπορέσεις να διαφυλάξεις ένα πολύ σημαντικό στοιχείο: την κριτική απόσταση. Πρέπει να μην αμβλυνθούν τα εργαλεία σου και να μην οδηγηθείς στην αποδοχή μιας σχετικότητας. Οι Σειρήνες είναι επικίνδυνες κι αν δεν δεθείς στο κατάρτι και οι τελευταίες νησίδες ελευθερίας –όπως η ελεύθερη έκφραση –κινδυνεύουν.

Τα ψέματα της τέχνης είναι πιο αληθινά από την αλήθεια. Η αλήθεια είναι μια σύμβαση. Οταν όμως η τέχνη λέει την αλήθεια του εαυτού της, τότε καλείται η κοινωνία να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η αλήθεια στην ουσία είναι και δική της αλήθεια. Το ψέμα της τέχνης που ακούμε να λένε είναι η αλήθεια της κοινωνίας. Κι εκεί μέσα βρίσκεται το στοιχείο που κάνει την τέχνη και τη ζωή να είναι ένα και το αυτό.

Κάθε εξωτερίκευση είναι μια πολιτική πράξη. Ακόμη κι εκεί που η τέχνη φαίνεται να μην είναι πολιτική είναι άκρως πολιτική. Η άρνησή της να αντιληφθεί κάποια κοινωνικά στοιχεία είναι κι αυτό μια πράξη πολιτική. Αρα θα έλεγα ότι έτσι κι αλλιώς η τέχνη είναι πολιτική σε όλες τις υψηλές στιγμές της με την έννοια ότι ενεργοποιεί μια ευαισθησία, ανοίγει πόρτες σε δωμάτια που δεν έχουμε ανοίξει ποτέ άλλοτε και μας φωτίζει κόσμους που δεν έχουμε διανοηθεί ότι υπάρχουν σαν μια μεταφορά του πραγματικού κόσμου σε ένα άλλο επίπεδο. Εχουμε συνδέσει με στραβό τρόπο την πολιτική τέχνη με αυτό που κάποτε λέγαμε σοσιαλιστικό ρεαλισμό, με μια επίπεδη καταγραφή μιας εικονογραφημένης σχέσης με την κοινωνία, με απλοϊκές, σχηματικές, δογματικές αναφορές σε ένα κλειστό σύστημα και μια δογματική αλήθεια. Αυτό δεν είναι τέχνη.

Είναι ψευτοπρόβλημα το περί ύπαρξης πολιτικής ή μη τέχνης. Πόσω μάλλον σήμερα που επιβάλλεται η τέχνη να είναι πολιτική διότι οι όροι της πραγματικότητας σήμερα είναι όροι που αφορούν μια κοινωνία εν πολιτικώ και κοινωνικώ βρασμώ. Εχουμε να κάνουμε με συνθήκες που πρέπει να γίνουν κατανοητές ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να παραμείνει ευαίσθητος και η τέχνη είναι επιφορτισμένη να του φωτίσει τους ενδιάμεσους χώρους που δεν του φωτίζει η καθημερινότητα. Ενας από τους λόγους που η τέχνη πρέπει να εκφράζει τον πολιτικό λόγο σε οποιοδήποτε επίπεδο είναι επειδή είναι ο μόνος τρόπος για να καταλάβει ο σημερινός άνθρωπος τους ευαίσθητους, τους ασαφείς συσχετισμούς που διέπουν τη ζωή του ώστε να καταλάβει τι συμβαίνει και ποιος είναι, τι ζητάει, τι τον καταπιέζει.

Ο βανδαλισμός του έργου μου στον σταθμό Ειρήνη του Ηλεκτρικού με τρόμαξε, αλλά αισθάνθηκα ότι με αφορούσε. Δεν αισθάνθηκα ότι ήταν κάτι ξένο ή μια σύγκρουση με κάτι τρομακτικό που με αιφνιδιάζει. Δεν ήταν τόσο μεγάλο το σοκ όσο το έντονο ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Εκανα μια σειρά από σκέψεις και κατέληξα ότι –μπορεί να ακούγεται περίεργο –αυτό το έργο ολοκληρώθηκε με το να βανδαλιστεί. Και μόνο η ονομασία του σταθμού ήταν μια πρόκληση για μένα να μιλήσω για τον πόλεμο. Για να αναζητάς την ειρήνη πρέπει να συνειδητοποιήσεις τους όρους του πολέμου που ζεις, κι εγώ θέλησα να τους καταγράψω είτε τους όρους σύγκρουσης είτε τους όρους εξαιτίας των οποίων δεν πραγματοποιείται η ειρήνη ενώ είναι το ζητούμενο. Πάνω στο έργο προστέθηκε το αποτύπωμα της ίδιας της κοινωνίας που για κάποιους λόγους αντιδρά τυφλά. Τώρα ολοκληρώνει την πορεία του στο Σύνταγμα συμπτωματικά απέναντι από μια εξαιρετική ανάπτυξη της διαστρωμάτωσης της πόλης όπου βλέπεις τη διαδρομή της Ιστορίας και της ανάπτυξης της κοινωνίας και απέναντι ένα έργο που μιλάει για τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο.

Η τέχνη δεν διδάσκεται. Η έννοια της διδασκαλίας δεν είναι κάτι που ως έτοιμη αλήθεια μπορείς να το μεταφέρεις αλλά έχει να κάνει με τα δικά σου μυαλά. Ο μαθητής δεν μπορεί να διδαχθεί μια γενική, αόριστη αλήθεια, αλλά μπορεί να πάρει εναύσματα. Το θέμα δεν είναι να καταναλώνουμε, αλλά να σκεφτόμαστε, να ζούμε και να εκφραζόμαστε με μια θετικότητα. Αυτό δεν διδάσκεται.

Η έννοια της πρόκλησης υπάρχει μέσα στο σκεπτικό μου όχι με την έννοια της προβοκάτσιας αλλά με την έννοια ότι προκαλείσαι να σκεφτείς κάτι που δεν είναι αυτονόητο. Με ενδιαφέρει η πρόκληση επί της ουσίας. Πώς μπορείς να ξαναδείς τον κόσμο αλλιώς ή να τον ανατρέψεις εσωτερικά. Αυτό ήταν πάντα για μένα ένα στοιχείο προβληματισμού και εσωτερικής ανάγκης.

Δεν θέλω να με απασχολεί το χρήμα. Δεν με αφορά πέραν από το πρώτο επίπεδο. Τα παιχνίδια που παίζονται δεν έχουν να κάνουν με το ίδιο το αντικείμενο της τέχνης αλλά με την τέχνη ως καταναλωτικό και εμπορευματικό είδος. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένας αδηφάγος μηχανισμός που ανεβάζει, κατεβάζει, υποστηρίζει σε βαθμό κακουργήματος πράγματα που δεν αξίζουν αυτή τη μεθόδευση. Αυτή είναι όμως η λογική ενός καπιταλισμού που έτσι κατανοεί τα πράγματα κι έτσι αναπαράγεται.

Δεν μετανιώνω διότι αισθάνομαι ότι αυτά που έκανα εξέφραζαν εκείνη τη στιγμή την αυθεντική μου συνείδηση. Αυτά μπορούσα να κάνω, αυτά έκανα. Θα μετάνιωνα αν ήμουν αλλιώς και έκανα άλλα.

Τον φόβο τον διώχνω. Είναι αμετροέπεια να πω ότι δεν φοβάμαι αλλά δεν θα έλεγα εύκολα ότι φοβάμαι κάτι. Στενοχωριέμαι για πράγματα και εξελίξεις. Ανησυχώ. Δεν θεωρώ ότι έχουμε όμως χρόνο για την πολυτέλεια της απελπισίας. Εχουμε πόλεμο κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό.

Οι ιστορικοί τέχνης του μέλλοντος θα ήθελα να γράψουν δίπλα στο όνομά μου: καλλιτέχνης, ένας όρος που περιέχει την έννοια της συνείδησης που δεν εφησυχάζει και διαρκώς αναρωτιέται.