Μια επίσκεψη γεωπολιτικά φορτισμένη πραγματοποίησε χθες ο νέος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ρεξ Τίλερσον, στην Αγκυρα –την πρώτη του στην περιοχή. Επί προεδρίας Ομπάμα, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ δοκιμάστηκαν έντονα λόγω μιας σειράς ζητημάτων, από τον πόλεμο στη Συρία και τη στήριξη που προσφέρει η Ουάσιγκτον στις κουρδικές πολιτοφυλακές της Συρίας, τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) μέχρι την άρνησή της να εκδώσει τον Φετουλάχ Γκιουλέν, τον θεωρούμενο από την Αγκυρα ως υποκινητή του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου. Οι διαφορές παραμένουν και επί Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τίλερσον όμως επέλεξε να μη συναντήσει χθες, λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν από το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα που διοργανώνει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για τη συνταγματική μεταρρύθμιση που τον εξοπλίζει με υπερεξουσίες, κανένα μέλος της τουρκικής αντιπολίτευσης. Και ενώ ο φυλακισμένος ηγέτης του φιλοκουρδικού HDP Σελαχατίν Ντερμιτάς άρχιζε απεργία πείνας διαμαρτυρόμενος για τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησής του, δεν έκανε καμία αναφορά στις μαζικές διώξεις πολιτικών, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων στην Τουρκία. Προτίμησε να δώσει έμφαση σε όσα ενώνουν, παρά σε όσα χωρίζουν τις δύο χώρες: δεν υπάρχει «καμία απόσταση», δήλωσε, ανάμεσα στην Αγκυρα και στην Ουάσιγκτον όσον αφορά την αποφασιστικότητά τους να νικήσουν την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος.

Μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά τις συναντήσεις του με τον πρόεδρο, τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, ο Τίλερσον αναγνώρισε πως οι ΗΠΑ βρίσκονται μπροστά σε «δύσκολες επιλογές» στη Συρία. Λίγες ώρες πριν από την άφιξή του, η Αγκυρα ανακοίνωσε το τέλος της επιχείρησής της Ασπίδα του Ευφράτη που ξεκίνησε τον Αύγουστο στη Βόρεια Συρία, κατά των τζιχαντιστών αλλά και των κουρδικών YPG, τις οποίες θεωρεί εχθρικές δυνάμεις άμεσα συνδεδεμένες με το PKK. Δεν διευκρίνισε ωστόσο αν θα αποσύρει τις δυνάμεις της από την περιοχή, ενώ αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη δυσφορία τη συμμετοχή μαχητών των YPG στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, για την ανακατάληψη της Ράκα, της «πρωτεύουσας» του Ισλαμικού Κράτους –ο Ερντογάν έχει δηλώσει πως η Αγκυρα θέλει να συνεργαστεί με τους συμμάχους της στην επιχείρηση αυτή αλλά χωρίς τη συμμετοχή των YPG. Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου υποστήριξε χθες πως η Ουάσιγκτον αποδέχθηκε ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις YPG και στο PKK.

Ο Τίλερσον όμως δεν έκανε δημόσια τέτοια δήλωση, απλώς καταδίκασε τις πρόσφατες επιθέσεις του PKK στην Τουρκία. Δήλωσε επίσης πως οι συνομιλίες επικεντρώθηκαν στη δημιουργία «ζωνών σταθεροποίησης» στη Συρία ώστε να καταστεί δυνατή η επιστροφή των προσφύγων. Η Τουρκία φιλοξενεί περισσότερους από δύο εκατομμύρια σύρους πρόσφυγες και ζητεί από καιρό τη δημιουργία παρόμοιων ζωνών. Η ιδέα ωστόσο αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη στη Δύση, λόγω της ισχυρής ξένης στρατιωτικής παρουσίας που θα απαιτούσε.

Σε ό,τι αφορά τον Γκιουλέν, ο Τσαβούσογλου επανέλαβε πως η Αγκυρα περιμένει από την Ουάσιγκτον να κάνει συγκεκριμένα βήματα για την έκδοσή του. Το τι ακριβώς σκοπεύει να κάνει ο Λευκός Οίκος για το ζήτημα αυτό, αν σκοπεύει να κάνει κάτι, παραμένει ασαφές, επισήμαινε χθες στην «Ουάσιγκτον Ποστ» ο Ισάαν Ταρούρ. Η κυβέρνηση Τραμπ, ωστόσο, έχει έναν αριθμό «περίεργων διασυνδέσεων» με τον Ερντογάν και τους υπαρχηγούς του, επισήμαινε. Ο Μάικλ Φλιν, ο εκδιωχθείς σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, πληρωνόταν ώστε να κάνει λόμπι υπέρ της Αγκυρας ακόμη και ενόσω βοηθούσε στην προεκλογική καμπάνια του Τραμπ.

Σύμφωνα με τον πρώην διευθυντή της CIA Τζέιμς Γούλσεϊ, πέρυσι ο Φλιν είχε συναντήσεις με τούρκους αξιωματούχους και συζήτησε μαζί τους τρόπους «απομάκρυνσης του Γκιουλέν από τις ΗΠΑ». Παράλληλα δύο σθεναροί υποστηρικτές του Τραμπ, ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντολφ Τζουλιάνι και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Μάικλ Μακάσεϊ συμμετέχουν στην ομάδα που έχει αναλάβει την υπεράσπιση του Ρεζά Ζαράμπ, ενός τουρκοϊρανού εμπόρου χρυσού που κατηγορείται ότι έχει διοχετεύσει εκατομμύρια δολάρια στο Ιράν παραβιάζοντας τις κυρώσεις.

Ο Ζαράμπ συνελήφθη πέρυσι και ήδη δικάζεται, ενώ ο Ερντογάν χαρακτηρίζει τη δίωξή του πολιτικά υποκινούμενη. Τη Δευτέρα όμως οι αμερικανικές Αρχές συνέλαβαν, στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης, και τον υποδιευθυντή της HalkBank, μιας από τις μεγαλύτερες κρατικές τράπεζες της Τουρκίας –ακόμα μία «πολιτικά υποκινούμενη» κίνηση, κατά τον Τσαβούσογλου, ο οποίος υποστηρίζει πως ο αμερικανός εισαγγελέας που έχει αναλάβει την υπόθεση διατηρεί στενούς δεσμούς με υποστηρικτές του Φετουλάχ Γκιουλέν.

Αφησε πίσω τούς δημοσιογράφους

Σπάζοντας μια παράδοση δεκαετιών, ο Ρεξ Τίλερσον επέλεξε να πραγματοποιήσει το πρώτο του ταξίδι στην Ασία, στα μέσα του μήνα, χωρίς το σώμα των δημοσιογράφων που καλύπτουν το διπλωματικό ρεπορτάζ. Μόνο μία αμερικανίδα δημοσιογράφο πήρε μαζί του, από έναν συντηρητικό ιστότοπο ονόματι Independent Journal Review, που δεν δίνει μάλιστα ιδιαίτερο βάρος στην κάλυψη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Τα υπόλοιπα αμερικανικά Μέσα που ήθελαν να έχουν ρεπορτάζ από τις συναντήσεις του έπρεπε να στείλουν δημοσιογράφους τους με κανονικές πτήσεις, να «κυνηγούν» το αεροσκάφος του Τίλερσον. Η Ενωση Ανταποκριτών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατέστησε σαφή την ενόχλησή της, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιχειρηματολόγησε πως ο νέος επικεφαλής του έχει επιλέξει ένα μικρότερο αεροσκάφος για λόγους εξοικονόμησης χρημάτων. Αν και ο Ρεξ Τίλερσον είπε τα πράγματα πιο ανοιχτά σε μια συνέντευξή του: «Δεν είμαι φαν της απεριόριστης πρόσβασης του Τύπου»… Σε αυτό το ταξίδι του, πάντως, στην Τουρκία και στις Βρυξέλλες, όπου αναμένεται να συμμετάσχει σήμερα (παρά τις αρχικές πληροφορίες περί του αντιθέτου) στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, ο Τίλερσον πήρε μαζί του δύο «pool reporters»(δημοσιογράφους που μοιράζονται τα ρεπορτάζ τους με τα υπόλοιπα μέλη της Ενωσης Ανταποκριτών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ), έναν από το πρακτορείο Reuters και έναν από το συντηρητικό τηλεοπτικό δίκτυο Fox. Η Ενωση μίλησε για μία «θετική εξέλιξη», ξεκαθαρίζοντας πως θα συνεχίσει να ασκεί πιέσεις για περισσότερους δημοσιογράφους στο αεροσκάφος του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών.