Το «χρέος» του για την Κύπρο έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε από την κριτική του ανάγνωση της Ιστορίας μέχρι το σήμερα, με πλήρη αναφορά γεγονότων, ευθυνών, εύλογων ερωτηματικών, αλλά και πολλών μηνυμάτων και σκληρής κριτικής προς πολλές κατευθύνσεις, χωρίς μισόλογα, εξέθεσε, για πρώτη φορά, με πλήρη σαφήνεια ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς κατά την ομιλία που εκφώνησε, σήμερα το βράδυ, στη Λευκωσία, στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, στο πλαίσιο της εκδήλωσης για τις Εθνικές Επετείους της 25ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου.

Ξεκινώντας από την έννοια του ορθόδοξου οικουμενικού πατριωτισμού ως πολιτιστικό στοιχείο ταυτότητας Ελλάδας και Κύπρου, ο κ. Κοτζιάς σκιαγράφησε την πορεία των δύο χωρών στον Δυτικό και Ευρωπαϊκό πολιτισμό, ως παραγωγούς και μήτρα του, και ταυτόχρονα ως χωνευτήρι ανάπλασης των πολιτισμών Ανατολής και Νότου που μετεξελίχθηκε σε σταυροδρόμι γεωστρατηγικής σημασίας.

Αναφερόμενος στα κράτη της Δύσης, τα κάλεσε «να απέχουν από εκδηλώσεις αλαζονείας απέναντί μας και πολύ περισσότερο από κάθε μορφής άσκησης βίας», τονίζοντας ότι «εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να απολογούμαστε μαζί για τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας, αλλά ούτε να ξεχνάμε ότι υπήρξαμε θύματα αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών», ότι «δεν τους χρωστάμε, αλλά μας χρωστάνε και είναι πρέπον, υποχρέωσή τους, να απέχουν από την άσκηση πραγματικών και ακόμα περισσότερο ανύπαρκτων δικαιωμάτων πάνω στο κορμί της Μεγαλονήσου και της Ελλάδας».

Σε αντίθεση με το 1821 και το 1960 Ελλάδα και Κύπρος, είπε ο κ. Κοτζιάς, «δεν είναι πλέον κράτη υπό διαμόρφωση, αλλά κράτη ισχυρά, ανεξάρτητα και μέλη πολλών εκ των σπουδαιότερων οργανισμών του σημερινού κόσμου. Κράτη που συνδιαμορφώνουν με όλη την ΕΕ την πολιτική ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, την ενίσχυση του καθεστώτος της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας-ΕΕ, αλλά και της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ». «Είμαστε, πλέον, κρίνοντες και όχι κρινόμενοι, συναποφασίζοντες για ύψιστα εθνικά-κρατικά συμφέροντα τρίτων» υπογράμμισε ο κ. Κοτζιάς διαμηνύοντας «ιδιαίτερα ως προς τα κράτη που η διαπραγμάτευση για την ευόδωση των επιθυμιών τους θα αρχίσει σύντομα», ότι «η στάση τους απέναντί μας, όπως στο Κυπριακό, θα επηρεάσει σημαντικά τις δικές μας μελλοντικές επιλογές».

Ο υπουργός Εξωτερικών ζήτησε «να επιδείξουν όλοι απέναντί μας τον απαιτούμενο σεβασμό στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου και του αισθήματος δικαιοσύνης και δικαιότητας» καθώς, όπως είπε, «δεν μπορεί σήμερα να επικαλούνται κάποιοι δεσμούς, δικαιώματα, απαιτήσεις από μια παρωχημένη εποχή όταν Ελλάδα και Κύπρος ήταν ακόμα αποικίες τους».

Κάνοντας μία σύνθετη ιστορική αναδρομή από την εθνικοαπελευθερωτική επανάστασή της Ελλάδας, με αφετηρία την 25η Μαρτίου του 1821, που «έδειξε στους λαούς ότι χρειάζεται να υπάρχει ενότητα στην ψυχή, θέληση στο νου και καρδιά με αποφασιστικότητα», ο υπουργός Εξωτερικών τόνισε ότι σήμερα η Ελλάδα είναι ενταγμένη στη Δύση, αλλά ταυτόχρονα είναι «γέφυρα» Ανατολής – Δύσης, και «οφείλει να έχει μια εξωτερική πολιτική πολυδιάστατη και ενεργητική, δημοκρατική, με πληθώρα πρωτοβουλιών», καθώς «πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων».

Αναφερόμενος στο Κυπριακό που τίθεται μεταπολεμικά, χάρη και στην πάλη των πολιτών και των μαζικών κινημάτων, ως πρόβλημα απελευθερωτικό και ταυτόχρονα ρύθμισης των κρατικών και κοινωνικών σχέσεων, ο κ. Κοτζιάς εξήγησε ότι, μολονότι το αίσθημα της ιστορικής συνέχειας έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αυτοσυνειδησία των Κυπρίων, δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι διαθέσεις των τουρκοκυπρίων και οι τρόποι σύμπραξής τους στον αγώνα για αυτοδιάθεση, ενώ ο παράγοντας Τουρκίας άλλοτε υπερτιμήθηκε και άλλοτε υποτιμήθηκε και μονομερείς αντιλήψεις οδήγησαν σε προβλήματα με την τουρκοκυπριακή κοινότητα που με «περίσσια τέχνη» αξιοποιούσε ο βρετανικός παράγοντας.

«Οι Βρετανοί έκαναν εκ νέου την Τουρκία παίκτη σε μια υπόθεση που η τελευταία είχε παραιτηθεί επίσημα και «αμετάκλητα» από κάθε δικαίωμα ως προς την Κύπρο» πρόσθεσε ο υπουργός, επισημαίνοντας ότι «ο ξένος παράγοντας εντείνοντας τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις αξιοποίησε κάθε λάθος του κινήματος αυτοδιάθεσης».

Με τη διεθνοποίηση του Κυπριακού στον ΟΗΕ, όπως εξήγησε ο κ. Κοτζιάς, τα λάθη που έγιναν, έδωσαν «πάτημα» στο Λονδίνο να εμπλέξει την Τουρκία ως «τρίτο παίκτη» στο Κυπριακό και να επιβάλλει τον εαυτό της ως προωθητή της «ευνουχισμένης ανεξαρτησίας» της Κυπριακής Δημοκρατίας, σημειώνοντας ότι «κανείς από τους δύο τους, δεν ήθελε μια πλήρως ανεξάρτητη δημοκρατική Κύπρο», ενώ «ταυτόχρονα, στην Ελλάδα όπως και ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους υπήρξαν αυταπάτες ως προς τον ρόλο του ΟΗΕ, περιμένοντας πολλά περισσότερα απ’ ό,τι αυτός μπορούσε να δώσει».

Υπό αυτό το πρίσμα, ο υπουργός Εξωτερικών εκτίμησε ότι «συχνά στο Κυπριακό δεν υπήρχε σαφής αξιολόγηση του διεθνή συσχετισμού ισχύος της κάθε εποχής και των γεωπολιτικών αλλαγών που κάθε φορά επέρχονταν», καθώς και ότι «δεν εκτιμήθηκαν με ακρίβεια οι αδυναμίες και οι δυνατότητες της Τουρκίας, ενώ υποτιμήθηκαν τα βρετανικά σχέδια αξιοποίησης και εμπλοκής της Τουρκίας στην όποια λύση του Κυπριακού», με αποτέλεσμα η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας να συνοδευτεί από δύο Συνθήκες, των εγγυήσεων και των «συμμαχιών» που κάθε άλλο παρά βοηθούσαν.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Κοτζιάς ζήτησε συγγνώμη, «εκ μέρους όλων μας», «για το έγκλημα των νεοραγιάδων της χούντας των Αθηνών που αποφάσισαν να ανατρέψουν τον Μακάριο στο όνομα της ένωσης, αλλά στην πραγματικότητα προκειμένου να εξυπηρετήσουν συμφέροντα τρίτων, έβαλαν το κυπριακό κράτος σε μια πορεία μεγάλης αγωνίας».

Σήμερα, το Κυπριακό, είπε ο κ. Κοτζιάς, μολονότι είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα προβλήματα της παγκόσμιας πολιτικής- με πολλαπλούς παίκτες και συχνά αντικρουόμενες επιδιώξεις, σε πολλαπλά και πολυεπίπεδα προβλήματα- «από τη σκοπιά των διεθνών σχέσεων και του διεθνούς δικαίου είναι πρωτίστως πρόβλημα κατοχής από ξένο στρατό, καθώς η ένοπλη και βίαιη επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο με πρόφαση την προστασία των Τουρκοκυπρίων παραβίασε τις συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης. Ήταν και είναι παράνομη. Παραβίασε τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ και όλων των κανόνων και προβλέψεων του διεθνούς δικαίου».

Αναφερόμενους στα δεινά Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ο υπουργός Εξωτερικών είπε ότι ουσιαστικά την Άγκυρα δεν την ενδιαφέρουν ούτε οι Τουρκοκύπριοι παρά μόνο η διασφάλιση γεωστρατηγικών «δικαιωμάτων» της, αποσαφήνισε ότι, σε αντίθεση με την Τουρκία, η Ελλάδα δεν ενεπλάκη στις διαπραγματεύσεις για την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, αλλά μόνο στην εξωτερική διεθνή πτυχή του και πριν από αυτό στη βοήθεια που έδωσε για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.

Ως προς τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού, ο κ. Κοτζιάς επανέλαβε ότι συντίθεται από τρία αλληλένδετα προβλήματα: το καθεστώς των εγγυήσεων, τα υποτιθέμενα δικαιώματα παρέμβασης τρίτων στην Κύπρο και την παρουσία ξένων στρατευμάτων στη Μεγαλόνησο. Τόνισε την ελληνική θέση από το 2015 για την κατάργηση του καθεστώτος αυτού, «χωρίς μεν αλλά», ως παράνομο σύμφωνα με το σύγχρονο διεθνές δίκαιο και το σύνολο των αποφάσεων του ΟΗΕ, και εστίασε στις προσπάθειες που, όπως είπε, έγιναν από πολλές πλευρές να μην τεθεί στην ατζέντα των συζητήσεων.

«Αυτό φάνηκε και στη Γενεύη» είπε χαρακτηριστικά και αναφέρθηκε στην εσπευσμένη αναχώρηση από την ελβετική πρωτεύουσα του κ. Τσαβούσογλου, εκτιμώντας ότι οι Τούρκοι έφυγαν από τη Γενεύη διότι δεν ήθελαν ή και δεν μπορούσαν να συζητήσουν το κύριο αυτό ζήτημα.

«Ήταν φανερό» είπε «ότι από την επομένη της Γενεύης αναζητούσαν άλλοθι για να σπάσουν τη διαπραγμάτευση σε άλλα θέματα. Γνωρίζουν, πλέον, πολύ καλά ότι δεν μπορούν να πείσουν κανέναν πια στον κόσμο ότι δικαιούνται να έχουν δικαίωμα στρατιωτικής παρουσίας και επέμβασης στην Κύπρο. Γι’ αυτό επέλεξαν μια win-win επιλογή: να θέσουν νέα, άσχετα ζητήματα προκειμένου να καλύψουν την αδυναμία ή έλλειψη θέλησης να συζητήσουν το κύριο ή στην καλύτερη περίπτωση να κερδίσουν τη δυνατότητα ελέγχου της Μεγαλονήσου με μη στρατιωτικά μέσα, ώστε να συμβιβαστούν σε άλλα ζητήματα. Έτσι μας προέκυψε το αίτημα για το δικαίωμα των «4 ελευθεριών» για τους Τούρκους».

Και πρόσθεσε: «Ταυτόχρονα, κάτοχοι θεσμικών θέσεων στα κατεχόμενα, όπως ο ψευδοπρωθυπουργός, έκαναν λόγο για πλάνο «Β» και τη δυνατότητα προσάρτησης της κατεχόμενης Κύπρου στην Τουρκία. Κάποιοι άλλοι στα κατεχόμενα έκαναν λόγο για «μοντέλο Γιβραλτάρ». Είναι αξιοθαύμαστο, πώς οι τόσο ευαίσθητοι σε άλλα θέματα διεθνείς παράγοντες και διαμεσολαβητές παριστάνουν ως να μην άκουσαν τίποτε από όλα αυτά».

Ο κ. Κοτζιάς, όπως είπε, δεν ξαφνιάστηκε από τη στάση της Άγκυρας μετά τη Γενεύη, αλλά περίμενε ότι οι Τούρκοι θα θέσουν άσχετα ζητήματα προκειμένου να εκβιάσουν. Ωστόσο αυτό που του έκανε, όπως είπε, μεγαλύτερη εντύπωση ήταν «η συμπεριφορά διεθνή διαμεσολαβητή που όπως ομολόγησε δεν είχε διαβάσει καν τα δύο χρόνια που χειρίζεται το Κυπριακό τις αποφάσεις του οργανισμού για τον οποίο εργάζεται». Και διερωτήθηκε: «Τι έκανε αυτός ο διαμεσολαβητής; Μήπως αντί να διαμεσολαβεί ανάμεσα στις δύο κοινότητες ανακήρυξε εαυτόν σε διαμεσολαβητή ανάμεσα στην Τουρκία και την ΕΕ; Έχει τέτοια εξουσιοδότηση και από ποιον;» Επισήμανε επίσης: «Αν η Τουρκία έχει ένα αίτημα προς την ΕΕ να πάει η ίδια και να το διαπραγματευτεί, οι άλλοι όμως δεν έχουν καμία δουλειά να θεωρούν ότι με αφορμή το Κυπριακό οφείλουν να συμβάλλουν στην ικανοποίηση απαιτήσεων της Τουρκίας που αφορούν τις σχέσεις της με την ΕΕ».

Συνεχίζοντας τη σκληρή κριτική ο κ. Κοτζιάς υπογράμμισε επίσης ότι «πρόσφατα επικαλέστηκαν γι’ αυτούς τους χειρισμούς ένα συγκεκριμένο σημείο από τις συμφωνίες του 1959-1960», διερωτώμενος καυστικά αν «ανέλαβαν να λύσουν το Κυπριακό μετά τις παραβιάσεις των προηγούμενων συμφωνιών ή ανέλαβαν την καλύτερη υλοποίηση παλιών συμφωνιών και την περισσότερο φιλότουρκη ερμηνεία τους; Μήπως δεν είναι διαμεσολάβηση αλλά δικηγορία όταν αναλαμβάνουν να τους εξηγήσουν πώς να διατυπώσουν καλύτερα τα αιτήματά τους προς την ΕΕ; Μήπως λειτουργούν ως λομπίστες στην υπηρεσία της Τουρκίας;» Και πρόσθεσε: «Εν κατακλείδι, το νόημα του αγώνα της Ελλάδας στον 19ο αιώνα και ο αγώνας για αυτοδιάθεση των Κυπρίων στον 20ο αιώνα δεν έγινε για να εξυπηρετούνται τρίτοι. Αυτοί οι αγώνες έγιναν για ανεξαρτησία και κυριαρχία. Για να ζουν οι λαοί σε ειρήνη και όχι υπό ζυγό».

«Η Ελλάδα σήμερα» κατέληξε ο κ. Κοτζιάς «στηρίζει κάθε επιλογή της Κύπρου στην εσωτερική πτυχή της διαπραγμάτευσης για το Κυπριακό. Η Ελλάδα στηρίζει μια Κύπρο χωρίς ελέγχους ξένων στρατών, παρωχημένων συστημάτων εγγυήσεων, κάθε είδους εξωτερικής εγγύησης, από τους κατακτητές, κάθε δικαιώματος παρέμβασης τρίτων και κάθε καταπάτησης του διεθνούς δικαίου ή χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις, από όπου και αν προέρχονται. Για τα μέγιστα δυνατά δικαιώματα για τους Τουρκοκύπριους και τη μέγιστη ασφάλεια για τους Ελληνοκύπριους σε μια ενωμένη και δημιουργική πατρίδα».