Ολα γύρω από τη φετινή documenta 14 που θα μεταφέρει μέρος της συλλογής του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) στο Κάσελ, αλλά και στην Αθήνα μεγάλο τμήμα της σύγχρονης διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής οφείλονται στον Ανταμ Σίμτσικ, τον καλλιτεχνικό διευθυντή της μεγάλης διοργάνωσης που επανέρχεται κάθε πέντε χρόνια. Αρχισε το 1955 στο ερειπωμένο από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του 1945 Κάσελ, ως όραμα του διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών Αρνολντ Μπόντε. Ο τελευταίος ίδρυσε την documenta για να επουλώσει μέσα από τη δημιουργικότητα της τέχνης τα τραύματα του πολέμου και να επαναφέρει το κρατίδιο της Εσσης στον χάρτη του παγκόσμιου ειρηνικού διαλόγου.

Στο Fridericianum που ήταν αρχικά πινακοθήκη του φιλότεχνου ηγεμόνα της περιοχής από τον 18ο αιώνα, μετά βιβλιοθήκη, αργότερα αίθουσα τέχνης (Kunsthalle) και στη συνέχεια κεντρικός εκθεσιακός άξονας των documenta, έχουν παρουσιαστεί τα πιο σημαντικά έργα της μεταπολεμικής τέχνης. Μάλιστα γύρω από την κεντρική πλατεία του Κάσελ των 200.000 κατοίκων τα ίχνη της δημόσιας τέχνης (όπως οι 7.000 βελανιδιές του Γιόζεφ Μπόις, φυτεμένες από το 1982) που άφησαν οι καλλιτέχνες στο πλαίσιο των προηγούμενων documenta δίνουν στην πόλη βαθμούς διαφοράς από τον μέσο όρο του συνηθισμένου αστικού τοπίου. Είναι όμως και το άγαλμα των αδελφών Γκριμ σε μια μικροσκοπική πλατεία του Κάσελ, το οποίο θυμίζει τους θρύλους που συνέλεξαν από εκείνα τα μέρη για τα «Παραμύθια» τους. Και το κρυμμένο στο μαύρο δάσος του Μπέργκπαρκ μουσείο του Βιλχελμσόε με τους πίνακες των μεγάλων δασκάλων και των ιταλών ζωγράφων του 17ου αιώνα, όπου η δύναμη των έργων τους ανταγωνίζεται τον θαυμασμό των ταξιδιωτών.

Σε αυτό το πνεύμα λοιπόν ο πολωνικής καταγωγής Ανταμ Σίμτσικ έκανε μια πρόταση ρηξικέλευθη για τα δεδομένα του γερμανικού θεσμού, τον οποίο στηρίζουν ο δήμαρχος του Κάσελ, πολιτιστικοί φορείς του γερμανικού Δημοσίου και άλλοι χορηγοί. Πρότεινε να βγάλει την documenta από την έδρα της και να την ταξιδέψει σε μια πρωτεύουσα, οι κυβερνήσεις της οποίας έχουν περάσει από σαράντα κύματα στη σχέση τους με τους ηγέτες της γερμανικής πολιτικής και οικονομίας για θέματα ευρωπαϊκής αντίληψης αλλά και οικονομικής ανάπτυξης.

To 2013 ο πολωνικής καταγωγής επιμελητής της Κουνστχάλε της Βασιλείας είχε παρακολουθήσει την Μπιενάλε της Αθήνας Agora στον χώρο του Χρηματιστηρίου της Σοφοκλέους. Η συμμετοχική ατμόσφαιρα με τους επιμέρους επιμελητές και τα συλλογικά έργα καθώς και το πρόγραμμα δράσεων που τότε παρουσιάστηκαν ως ευρηματική λύση στην έλλειψη πόρων λόγω περικοπών –ήταν το πρώτο μέρος της οικονομικής κρίσης που έπληττε την Ελλάδα –ερέθισαν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του Σίμτσικ. Εκτοτε ο αινιγματικός καλλιτεχνικός διευθυντής της documenta με τους ελληνικούς οικογενειακούς δεσμούς (σύζυγός του είναι η χορογράφος, χορεύτρια και περφόρμερ Αλεξάνδρα Μπαχτσετζή) άρχισε να μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Αθήνας και άλλων τόπων, σχηματίζοντας την πρότασή του προς τον γερμανικό θεσμό της σύγχρονης τέχνης. Εδωσε τον τίτλο «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» και σε αυτό το διάστημα η μυστηριώδης προετοιμασία της documenta καθώς και το πρόγραμμα των δημόσιων εκδηλώσεών της προκάλεσαν την αμφισβήτηση των ελλήνων καλλιτεχνών και συχνά πυκνά την αρνητική κριτική. Με κυρίαρχη άποψη ότι η documenta παρουσιάστηκε ως ξένη δύναμη που έρχεται να κυριεύσει μουσεία επιβάλλοντας τη μέθοδο και το ύφος των θεσμών της.

Τώρα, λίγες ημέρες πριν από την επίσημη έναρξη στις 6 Απριλίου στην Αθήνα, ο Ανταμ Σίμτσικ έδειξε στο Κάσελ τον παράδοξο σύγχρονο φιλελληνισμό του. Είναι εκείνος που είδε τρεις έλληνες υπουργούς Πολιτισμού προκειμένου να τους πείσει να κινήσουν τις διαδικασίες της ελληνικής γραφειοκρατίας ώστε να ανοίξει και να λειτουργήσει το ΕΜΣΤ, για να παρουσιάσει σε αυτό την κεντρική έκθεση της documenta 14 στην Αθήνα. Ο ίδιος έπεισε το Κάσελ να υποδεχτεί μέρος της συλλογής του ΕΜΣΤ με έργα σύγχρονων ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Παρότι εξακολουθεί να μην αποκαλύπτει συγκεκριμένες λεπτομέρειες για την πολυσυζητημένη έκθεση της documenta στην Αθήνα, μίλησε μετά τη διεθνή συνέντευξη Τύπου στο Κάσελ για ό,τι έμαθε όλα αυτό το διάστημα από την Αθήνα.

Τι είναι η έκθεση Αθήνα – Κάσελ που θα ξεκινήσει στην Αθήνα και θα συνεχιστεί στο Κάσελ;

Προσπαθούμε να δείξουμε πώς θα μπορούσε ένα μουσείο να γίνει και να παραμείνει ένας δημόσιος χώρος γεμάτος από τέχνη και ανθρώπους. Θα μπορούσε να είναι ένας ζωντανός θεσμός που αλλάζει το παιχνίδι στο κέντρο της Αθήνας. Στην αχανή πόλη τα πάντα είναι παντού και πουθενά και δεν μπορείς να συλλάβεις την ουσία. Η documenta δεν κυριεύει το μουσείο, διότι η συλλογή δεν έχει εγκατασταθεί ακόμη στο μουσείο. Προτείνουμε μια προσωρινή έκθεση στην Αθήνα και άλλη μία με έργα από τη συλλογή του ΕΜΣΤ στο Κάσελ. Αυτή η συλλογή του ΕΜΣΤ παραμένει αθέατη γι’ αυτό πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να αναλάβουμε δράση. Το σκεπτικό μας λοιπόν ήταν να προσπαθήσουμε να δείξουμε αυτή τη συλλογή για 100 ημέρες στο μουσείο Fridericianum του Κάσελ και να τη φέρουμε στο κέντρο της διεθνούς προσοχής.

Δεν θα μπορούσε όμως να συγκεντρωθεί σε ένα μουσείο και όχι να επικρατήσει το διασπαστικό σενάριο των διαφορετικών εκθεσιακών χώρων;

Αυτό που εμπόδισε την πλήρη παρουσίαση της συλλογής του ΕΜΣΤ στην Αθήνα μέχρι τώρα είναι η έλλειψη πόρων μεσούσης της οικονομικής κρίσης, καθώς και γραφειοκρατικά εμπόδια και διαχειριστικά ζητήματα που άρχισαν πολύ πριν από την κρίση. Είναι τόσο πολλοί παράγοντες που εντείνουν την εσωτερική αδυναμία στις δομές του κράτους: το γνωστό σύστημα των πελατειακών σχέσεων, η έλλειψη ισχυρής πολιτικής ενσωμάτωσης και συμμετοχής του πολίτη, η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος, η αδυναμία της Δημόσιας Διοίκησης. Από τη μια, διαπιστώνουμε την αναπαραγωγή της γραφειοκρατίας και από την άλλη, δυστυχώς, τα κατεστημένα ιδιωτικά συμφέροντα. Ολα αυτά τα γνωστά φαινόμενα όπως η διαφθορά, ο νεποτισμός και οι πελατειακές σχέσεις έπαιξαν τον ρόλο τους.

Ετσι, αυτό που συμβαίνει στη χώρα σας είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων. Είναι επίσης ένα βολικό παράδειγμα για ορισμένους να επισημάνουν ότι αφού οι Ελληνες έχουν κάνει κακά πράγματα, τώρα πρέπει να κάνουν ορισμένα άλλα για να γίνουν καλοί. Ισως είναι αλήθεια, αλλά φοβάμαι ότι οι άνθρωποι που πληρώνουν δεν είναι οι μόνοι υπεύθυνοι. Αυτή είναι μια διαστρέβλωση της κατάστασης. Βλέπω δηλαδή μια καρικατούρα κατάστασης του «1% απέναντι στο 99%». Υπάρχει κάτι απωθητικό σε αυτό. Θα μπορούσαμε όμως να δημιουργήσουμε κάτι σαν προσωρινή αυτόνομη ζώνη. Ή να δείξουμε μια κατάσταση εξαίρεσης από διαφορετικές προσεγγίσεις και τρόπους σκέψης που μπορούν να ελεγχθούν. Και αυτό να μας επιτρέψει να το ονομάσουμε «έκθεση». Γι’ αυτό και κάναμε συγκεκριμένη παραγωγή στην Αθήνα. Οπως το περιοδικό «South». Μπορούσαμε να είμαστε υπερδραστήριοι ακριβώς επειδή βρισκόμασταν στην Αθήνα και είχαμε όλο αυτό το διάστημα τη δυνατότητα να δούμε τα πράγματα από μέσα.

Νιώθετε ότι γίνατε πολεμικός ανταποκριτής παρά καλλιτεχνικός διευθυντής της documenta στην Αθήνα;

Προσπαθώ να κατανοώ τι συμβαίνει και πόσο μακριά μπορούμε να πάμε με αυτή την έκθεση ώστε να μη δημιουργήσουμε την εντύπωση ότι κάνουμε επίδειξη πολυτέλειας και υπερβολικών φιλοδοξιών. Στο ύφος ανάλογων δηλαδή μεγάλων εκδηλώσεων που μπορεί ακόμη να συμβαίνουν στην Αθήνα. Είναι πολύ δύσκολο να διοργανώσεις κάτι μεγαλύτερης κλίμακας στη δημόσια σφαίρα στην Αθήνα. Εχεις ένα αίσθημα ενοχής και καθήκοντος να κάνεις κάτι μόνο και μόνο επειδή νιώθεις την ανάγκη να βοηθήσεις για να βελτιωθεί η κατάσταση. Πώς όμως να βελτιωθεί; Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι ό,τι υπαγορεύει η δική σου πραγματικότητα. Ισως μάλιστα είναι καλύτερο να κάνεις ένα βήμα πίσω και να δουλέψεις μόνο πάνω στο πεδίο στο οποίο έχεις ειδικευτεί, χρησιμοποιώντας τις ικανότητες που διαθέτεις. Αυτό για μένα είναι η σύγχρονη τέχνη.

Ωστόσο το πρόγραμμα των δράσεων στο Πάρκο Ελευθερίας σε πολλά σημεία του είχε χαρακτήρα διδασκαλίας της Ιστορίας.

Είναι δύσκολο να παραγάγουμε μια αφήγηση για να ευχαριστήσουμε τους πάντες. Η αρχική αφήγηση του δημόσιου προγράμματος που ξεκίνησε με την περίοδο της χούντας στην Ελλάδα προκάλεσε αντίδραση στην Αθήνα, κάτι που αναμενόταν. Ωστόσο το πρόγραμμα των δημόσιων δράσεων ήταν επίσης μια μορφή εξορκισμού για εμάς και για εκείνους που συμμετείχαν και μίλησαν προς τα έξω. Οσοι εκφράστηκαν δημόσια υφίστανται την κριτική ότι οι θέσεις τους ήταν μεροληπτικές ή επιφανειακές. Υπάρχουν ωστόσο και πράγματα βαθιά προσωπικά. Εμαθα αρκετά για την Ιστορία της Ελλάδας τα τελευταία 50 χρόνια μέσω αυτού του προγράμματος. Μπορούσα να προσεγγίσω αυτή την περίοδο μόνο μέσα από την ξένη βιβλιογραφία καθώς δεν μπορώ να διαβάσω ελληνικά. Είναι λοιπόν σημαντικό να είναι κάποιος σε θέση να μάθει για την Ιστορία, αφήνοντας το σύνολο της συζήτησης σε εκείνους οι οποίοι νιώθουν επιφορτισμένοι με την αποκλειστική ευθύνη για την ερμηνεία αυτής της ιστορίας, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκαν εδώ. Φυσικά μιλώ από τη θέση ενός ξένου που κρίνει και κάνει κάποιες διαπιστώσεις. Στην Ελλάδα, ο καθένας είναι πολιτικός και το είδος των συζητήσεων που είχα με τον κόσμο –από καθηγητές πανεπιστημίων έως τον ταμία σε ένα επαρχιακό σουπερμάρκετ –σου παίρνει το μυαλό. Ολοι ξέρουν Ιστορία, όλοι ενδιαφέρονται για θέματα πολιτικής. Αυτά τα θέματα όμως έχουν επηρεάσει τις οικογένειές τους. Από τη Μικρά Ασία, τη ναζιστική κατοχή, τον εμφύλιο πόλεμο, τα χρόνια της χούντας, όλοι γύρω μου γνωρίζουν ημερομηνίες, ονόματα, ποιος ήταν με ποιον και ποιος ήταν εναντίον ποιου. Ωστόσο αυτές οι αφηγήσεις είναι αντικρουόμενες μεταξύ τους. Η Ιστορία από μόνη της είναι ένα πεδίο μάχης καθώς επηρεάζει και το άτομο και το σύνολο. Ωστόσο δεν πήραμε το μέρος κανενός. Δεν υπογράψαμε υπέρ κάποιας πολιτικής άποψης, πέρα από το ότι πιστεύουμε πως η αντιδραστική πολιτική πρέπει να απορριφθεί και να σταματήσει. Αλλωστε η τρέχουσα πολιτική συχνά ασχολείται με τη διαχείριση της αβεβαιότητας και του φόβου. Η διαχείριση της κρίσης με τη χρήση τιμωρητικών δημοσιονομικών μέτρων είναι ένα στοιχείο αυτής της τεχνολογίας του φόβου. Προφανώς η τέχνη δεν κάνει συναισθηματική διαχείριση του κοινού σε τέτοιο επίπεδο. Η τέχνη κινητοποιεί τον κόσμο να σκέφτεται ελεύθερα.

Αισθάνεστε μελαγχολία τώρα που η documenta πλησιάζει στην αρχή του τέλους της;

Δεν έχω κάποιο σχέδιο να φύγω από την Ελλάδα, για τον απλό λόγο ότι δεν έχω κάπου αλλού να πάω. Δεν είμαι ένας «διασκεδαστής προς ενοικίαση». Μου αρέσει να βλέπω προς τα πίσω αναλογιζόμενος τι έχει συμβεί και πώς ορισμένες βάσεις που μπήκαν χάρη στην documenta θα μπορούσαν να συνεχιστούν στην Αθήνα και μετά τη λήξη της. Εχουμε ορισμένους εξαιρετικούς ανθρώπους, οι οποίοι ήρθαν στην Αθήνα για να δουλέψουν τα έργα τους μαζί με έλληνες συναδέλφους. Ετσι σχηματίστηκαν ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες ανθρώπινες σχέσεις.

Τι έμαθε η Αθήνα από την documenta;

Πρόκειται να δείξουμε πολλά σύγχρονα έργα, τα οποία αντανακλούν τη συνθήκη της πόλης τόσο στην τρέχουσα όσο και στην ιστορική της περίοδο και η παραγωγή τους έχει γίνει στην Αθήνα. Είναι μια μεγάλης κλίμακας έκθεση, εντάξει, αλλά δεν περιλαμβάνει γενικευμένες απεικονίσεις, σχεδόν όλα τα έργα έχουν δημιουργηθεί ειδικά για την έκθεση. Είναι, θα έλεγα, εμμονικά εξειδικευμένη καθώς προέκυψε μέσα από ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ περίπου 150 καλλιτεχνών με τη συμμετοχή μιας ομάδας πλέον των 10 επιμελητών και συμβούλων επιμέλειας. Οσο για την παρουσία του ΕΜΣΤ στο Κάσελ, είχα την πρόθεση να τραβήξω την προσοχή γύρω από το ερώτημα τι είναι ένα δημόσιο μουσείο σήμερα. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται μόνο για το ΕΜΣΤ ως ελληνικό μουσείο που παλεύει κόντρα στις αντιξοότητες, αλλά αφορά μια ευρύτερη κρίση του δημόσιου τομέα στην Ευρώπη. Τι συμβαίνει όταν η δημόσια σφαίρα βρίσκεται σε διαρκή οικονομική πίεση και κινδυνεύει να εργαλειοποιηθεί από την πολιτική εξουσία, ενώ τμηματικά χάνει τους πόρους της. Το ΕΜΣΤ είναι ένα κρατικό μουσείο και αυτό σημαίνει ότι το κράτος έχει την υποχρέωση να το λειτουργήσει ως αληθινά δημόσιο μουσείο για όλους τους πολίτες, Ελληνες και μη. Πιστεύω ότι το κράτος πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνο για το άνοιγμα του ΕΜΣΤ με τη μόνιμη συλλογή του μέσα στο 2017 ή για την απόφαση να μην το ανοίξει. Προσωπικά, και ως καλλιτεχνικός διευθυντής της documenta 14, αισθάνομαι ότι το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στην πόλη, στην Ελλάδα και διεθνώς, ακριβώς αυτή τη δύσκολη στιγμή, εδώ και τώρα.