Η Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου έφερε ένα αναζωογονητικό αίσθημα ζωντάνιας. Το έδειξαν τα σόου τα οποία ήταν πιο ποικιλόμορφα από ποτέ στην ιταλική πόλη. Ακόμη περισσότερο οι σχεδιαστές έδειξαν να δραστηριοποιούνται και να αντιδρούν στα τρέχοντα γεγονότα που αντανακλούν έναν κόσμο σε κρίση. Η Μιούτσια Πράντα έφερε στο μυαλό της τις ριζικές δεκαετίες του ’60 και του ’70 και η Αντζελα Μισόνι οργάνωσε μια πλήρη πορεία γυναικών στο φινάλε του σόου της με χαρακτηριστικά ροζ σκουφιά σαν αυτά που γέμισαν τους δρόμους της Ουάσινγκτον και άλλων αμερικανικών πόλεων τον περασμένο Ιανουάριο.

«Ευτυχώς το Μιλάνο ξέφυγε κι έτσι δεν είδαμε άλλο ένα βαρετό μαύρο δερμάτινο τζάκετ» είπε με έμφαση η διευθύντρια της αμερικανικής «Vogue» Αννα Γουίντουρ στην ιντερνετική έκδοσή της, σχολιάζοντας την ποικιλομορφία που αναπτύχθηκε στις πασαρέλες των ιταλών σχεδιαστών. Φαίνεται πως το Μιλάνο ανέλαβε πρωτοβουλία να βγάλει τη μόδα από την ισοπεδωτική ομοιομορφία του στρατού των μοντέλων. Η δική τους εκδοχή «φόρμα εργασίας» (εφαρμοστό τζιν, λευκό T-shirt, μαύρο τζάκετ μοτοσικλετιστή, καρό πουκάμισο δεμένο στη μέση, μακριά μαλλιά και μαύρα μποτάκια ή αθλητικά παπούτσια) είχε καταδικάσει στην απομόνωση κάθε άλλη επιθυμία σχεδιαστή να διαφοροποιηθεί.

ΠΙΝΑ ΜΠΑΟΥΣ. Το σόου του Αντόνιο Μαράς με τα χαμογελαστά πρόσωπα διαφορετικών ηλικιών στο φινάλε μάς θύμισε αυτά που έχουν λείψει από τη μόδα: η χαρά της ζωής, το γέλιο και η ελαφρότητα. Τα βαριά σκυθρωπά πρόσωπα των μοντέλων με τα βαμμένα μαύρα χείλια και τις κόκκινες σκιές κάτω από τα βλέφαρα, που άδειαζαν το βλέμμα από την ένταση της ενεργητικότητας ενός παθιασμένου οργανισμού, μπήκαν στο περιθώριο τουλάχιστον για τις προσεχείς σεζόν. Ο Μαράς ξεκίνησε τη δημιουργία της συλλογής του με αφετηρία δύο προσωπικότητες: την Εύα Μαμέλι, βοτανολόγο ακαδημαϊκό και μητέρα του ιταλού συγγραφέα Ιταλο Καλβίνο. Η δεύτερη ήταν η γερμανίδα χορογράφος Πίνα Μπάους. «Είναι ένας τρόπος για να πούμε ότι η μόδα δεν θα πρέπει να έχει όρια ηλικίας, χρώματος, φύλου» δήλωσε ο σχεδιαστής. Ενώ ο σχεδιαστής του Gucci Αλεσάντρο Μικέλε, επίσης δημιουργός με απεριόριστους συνειρμούς, παρουσίασε ένα κράμα υφασμάτινων συσχετισμών κάτω από τον τίτλο έμπνευσης «Ο κήπος του αλχημιστή». Τα σύνολα αυτά θύμιζαν ταυτόχρονα τον Τζένγκις Χαν, τη βασίλισσα της Αγγλίας, τους πανκς, τους θαμώνες της όπερας τη βικτωριανή εποχή.

Αντ’ αυτού, ήταν στην Prada που το γούστο απέκτησε πραγματική σαφήνεια, μέσα σε ένα σκηνικό από μια σειρά από ιδιωτικά υπνοδωμάτια, διαφοροποιημένα μεταξύ τους με ξύλινα χωρίσματα και τοίχους γεμάτους με αφίσες που διαφημίζουν την «Πόλη των γυναικών». Ομως η Μιούτσια Πράντα δεν μιλούσε για την ατμόσφαιρα της ταινίας του Φελίνι του 1980. Αλλά για τη δική της άποψη όπως η ίδια βλέπει το τώρα. Ενα μέρος το οποίο, σύμφωνα με το αρχιτεκτονικό γραφείο του Ρεμ Κούλχαας AMO Studio, που συνεργάστηκαν μαζί της στον σχεδιασμό των σκηνικών του σόου της, «αναγνωρίζει το ανέφικτο κέντρο του σύγχρονου γυναικείου ρόλου τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα».

Η έκφρασή της στα ρούχα ήταν ένας διαλογισμός για τη σχέση της αποπλάνησης και της εξυπνάδας. Με βάση το λεξιλόγιο της μοιραίας γυναίκας (γούνα, χάντρες, φτερά και μανδύες σατέν) καθώς και της νοικοκυράς (πλεκτά, μοχέρ και «τριχωτά» υφάσματα), έχτισε μια συλλογή που είχε αναφορές στα κοτλέ της δεκαετίας του 1970 και σε ένα συνονθύλευμα από παλτό σε δέρμα φιδιού και μπότες με αγκράφες.