Τι είναι αυτό που κάνει μια παλιά φωτογραφία με απεικονισμένη τη δοκιμασία ενός ανθρώπου ν’ αναδίδει μαζί με τη μελαγχολία και μια παράξενη γοητεία, σε σχέση με μια αντίστοιχη σημερινή που μόνο σφίξιμο στην καρδιά προκαλεί; Νά ’ναι ο χρόνος που χρεώνεται αυτή τη σχεδόν τεράστια συναισθηματική διαφορά, ιδιότητα που μας θέλει να νιώθουμε συμμέτοχοι μόνον όταν κινδυνεύουμε να δυστυχησουμε εμείς οι ίδιοι; Το κείμενο του εξαίρετου πεζογράφου Μιχάλη Μοδινού απαντά έμμεσωσ, πλην σαφώς

Το αγόρι στη φωτογραφία, γύρω στα δώδεκα πρέπει να ‘ναι, κοιτάζει μακριά προς τον ουρανό. Κάπου εκεί κοντά πέφτουν από την κοιλιά μεταγωγικών αεροσκαφών οι σάκοι της διατροφικής βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών, συνήθως καλαμπόκι ή σόγια που έχει παραχθεί στις Μεγάλες Πεδιάδες, στα μεσοδυτικά των ΗΠΑ. Πού το ξέρεις; θα με ρωτήσει κάποιος. Μα ήμουν κι εγώ εκεί, έχω δει επανειλημμένα τη σκηνή στα μέσα της δεκαετίας του ’70, στη ζώνη του Σαχέλ, στην Υποσαχάρια Αφρική. Την ξαναείδα στη δεκαετία του ’80 με τον μεγάλο αιθιοπικό λιμό. Την έχουμε δει στην τηλεόραση κι έχουμε επιστρέψει λάθρα στο δείπνο μας ενώ κινηματογραφικοί αστέρες προσφέρουν την ελπίδα του λαμπερού τους χαμόγελου, σαν σύγχρονοι Αϊ-Βασίληδες, κάπου στις στέπες του Τσαντ και στις σαβάνες του Νίγηρα.

Εκτοτε κάπως ισορρόπησαν τα πράγματα παρά τους δεκάδες εμφυλίους που πλήγωσαν το σώμα της Μαύρης Ηπείρου, μεταξύ εθνών, φυλών, μισθοφορικών στρατών, φιλόδοξων αρχηγίσκων – πιονιών στις γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Σε μια ήπειρο όπου τα σύνορα χαράχτηκαν επί χάρτου και όπου ετερόκλητες φυλές συντήχθηκαν ενόψει του οράματος της εθνικής συγκρότησης, ο πειρασμός της εξουσίας υπήρξε μεγάλος. Αμήχανη και ενοχική η Ευρώπη, υπόδουλη του πολιτισμικού σχετικισμού και της συμπάσχουσας ανεκτικότητας, παρακολουθούσε την αποαποικιοποίηση να συνοδεύεται από λουτρά αίματος. Παρά ταύτα τα πράγματα βελτιώθηκαν τα τελευταία χρόνια. Οι δεκάδες πολεμικές αναμετρήσεις στα αχανή εδάφη του Κονγκό (της κατά Κόνραντ «Καρδιάς του σκότους») πήραν τέλος, ο εικοσαετής εμφύλιος στην Ανγκόλα τελείωσε, ποικίλες εξεγέρσεις στο Καμερούν, στη Λιβηρία, στη Σιέρα Λεόνε πήραν τέλος, οι μνήμες της γενοκτονίας στη Ρουάντα θάφτηκαν κάτω από την πλούσια τροπική βλάστηση και όλοι μαζί μπαρκάρισαν στο πλοίο της ανάπτυξης. Πετρέλαιο υπάρχει άφθονο, ορυκτά επίσης, άγρια ζωή και βιοποικιλότητα αξιοθαύμαστη, αν και όχι πια ανέγγιχτη. Μερικά νεαρά αφρικανικά έθνη δείχνουν ήδη αξιοσημείωτους ρυθμούς ανάπτυξης, παρά τις τεράστιες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Και πάντως οι λιμοί έχουν μειωθεί δραστικά, παρά τη θεαματική πληθυσμιακή αύξηση και τις τεράστιες μεταναστευτικές ροές.

Με μια αξιοσημείωτη εξαίρεση: το αχανές Σουδάν (το πρώην μεγαλύτερο κράτος της Αφρικής) και ειδικότερα το Νότιο Σουδάν που το 2011 αποκόπηκε από τη μήτρα του κι αποτελεί σήμερα ανεξάρτητη χώρα, με έκταση πενταπλάσια της Ελλάδας και πληθυσμό ακριβώς τον ίδιο με μας. Σ’ αυτή την έκταση λοιπόν, που διασχίζεται από τον ράθυμο Λευκό Νείλο, ήδη από τη δεκαετία του ’50 μαινόταν ένας εμφύλιος πόλεμος που θύμιζε ποικιλοτρόπως την πολυπαρεξηγημένη έννοια της σύγκρουσης πολιτισμών: ο αραβικός, ισλαμιστικός Βορράς της χώρας κατά του ανιμιστικού, εν μέρει εκχριστιανισμένου Νότου που κατοικείται από μαύρες φυλές, με κυρίαρχες δύο: τους Νούερ και τους Ντίνκα, ψηλόλιγνους νομάδες που διασχίζουν εδώ και χιλιετίες με τα κοπάδια τους τις σαβάνες και τις ημιάνυδρες εκτάσεις της περιοχής. Βέβαια, όσο πας προς τα νότια, τα εδάφη πρασινίζουν, λόφοι, δασικές συστάδες και λιβάδια δίνουν τόπο σε καλλιέργειες, τα ταμ ταμ της καρδιάς της Αφρικής αρχίζουν να ηχούν. Σ’ αυτά τα εδάφη που εισχωρούν στην Ουγκάντα και που ονομάστηκαν Εκουατόρια από τον εξερευνητή Σάμουελ Μπέικερ χτίστηκε κάποτε μια ουτοπία, ένα είδος υβριδικής κοινωνίας που διήρκεσε γύρω στις δύο δεκαετίες, εκεί όπου αναζητούνταν οι πηγές του Νείλου. Η ουτοπία κατέρρευσε νομοτελειακά υπό τα κελεύσματα μιας αραβικής τζιχάντ που μαινόταν στο Κεντρικό Σουδάν και υπό τη βούληση της Δύσης να σώσει τα παιδιά τους.

Τώρα πια δεν υπάρχουν οράματα –υπάρχει πραγματισμός. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 το Σουδάν αγωνίστηκε να σταθεί στα πόδια του ύστερα από αιώνες αραβοαιγυπτιακής κυριαρχίας και μερικές δεκαετίες βρετανικής εντολής. Ομως η πολιτισμική σύγκρουση ήρθε να επικαθίσει στα νεόκοπα οικονομικά συμφέροντα (πετρέλαιο, βαμβάκι, ορυκτοί και υδατικοί πόροι). Δύο παρατεταμένοι εμφύλιοι (1955-1972 και 1983-2005) έφεραν σε σύγκρουση τους μαύρους του Νότου με την κεντρική κυβέρνηση των αράβων εθνικιστών του προέδρου Νιμέιρι που επέβαλε τη σαρία. Τι πιο ακατανόητο για τους ημίγυμνους, αναμάρτητους (κατά τη χριστιανική έννοια) ανιμιστές του Νότου; Διαφορετικοί τρόποι ζωής, διαφορετικές θεότητες και κοσμολογικές αντιλήψεις ήρθαν να επικαθίσουν στην ιστορική καχυποψία καθώς επί αιώνες οι Αραβες εκμεταλλεύονταν τη μαύρη σάρκα στηρίζοντας ολόκληρα βασίλεια στο δουλεμπόριο. Μέχρι να καταφέρει η Δύση να εξαρθρώσει τα επαχθή αυτά δίκτυα, είχαν επισωρευτεί μίση και καχυποψίες. Εξού και η επί δεκαετίες συνέχιση αυτών των πολέμων που οδήγησαν μεταξύ άλλων εκατομμύρια πρόσφυγες σε στρατόπεδα του ΟΗΕ –στην Αιθιοπία, την Κένυα και αλλού.

Η Εκουατόρια –η νότια ζώνη του νεοσύστατου επιτέλους κράτους του Νότιου Σουδάν –απαιτούσε καθολική ανασυγκρότηση και νέες πολιτισμικές ισορροπίες.

Δύσκολο, όταν η ιστορική κληρονομιά είναι τόσο βαριά, σκέφτομαι βλέποντας τον νεαρό Νούερ που προσδοκά παθητικά το εξ ουρανού μάννα, ένα παιδί που κατά πάσα πιθανότητα έμαθε από τους γονείς του ότι έτσι τρέφονται οι άνθρωποι, από τη βοήθεια της Δύσης, μιας και η γεωργική παραγωγή δεν έχει και πολύ νόημα σε μια κοινωνία εν κινήσει λόγω διαρκών εκατέρωθεν απειλών. Δεν έχει νόημα να δουλεύεις όταν μεγαλώνεις σε πρόχειρες σκηνές, διδάσκεσαι γράμματα από ξένες δασκάλες, σε περιθάλπουν Γιατροί Χωρίς Σύνορα, κάποιοι φίλοι σου έχουν γίνει παιδιά-μαχητές και εσένα σε τρέφει το σιτάρι του κακού ιμπεριαλιστή επικυρίαρχου (ουδέποτε του πρώην σοβιετικού αδελφού). Τώρα, στην Εκουατόρια ο πόλεμος συνεχίζεται σε ενδοαδελφικό επίπεδο. Οι ανταγωνισμοί είναι μεταξύ μαύρων φυλών, των οποίων ηγούνται φύλαρχοι καλά εξοπλισμένοι από ποικίλες πηγές. Οποιος έχει πρόσβαση σε σοφιστικέ εξοπλισμό μπαίνει στον πειρασμό να εξοντώσει μια και καλή τους άλλους –όποιοι κι αν είναι οι εκάστοτε άλλοι. Και η διεθνής βοήθεια μοιράζει, μαζί με κουβέρτες και φάρμακα, φανέλες με το νούμερο 10 και το όνομα Μέσι με κεφαλαία –τη φαντασίωση των ανά τον πλανήτη πιτσιρικάδων.

Οι εικόνες προσπίπτουν μέσω δορυφόρων επί του εδάφους, όπως ακριβώς η διατροφική βοήθεια. Οι νέοι ονειρεύονται πάντα, αν και είναι ασαφές τι ακριβώς. Το χορτάρι μοιάζει κιτρινισμένο αυτή την εποχή, μισός οξυφοίνικας (ενδημικό είδος) εισβάλλει αριστερά στο κάδρο, κάπου μακριά θα ακούγονται τα ταμ ταμ του πολέμου. Οι μεγάλες αφρικανικές λίμνες και τα Ορη της Σελήνης, όπου και οι πηγές του Νείλου, δεν είναι πολύ μακριά. Ο θεός ποταμός ρέει τελετουργικά προς τη Μεσόγειο, αδιάφορος για τα ανθρώπινα πάθη.