PROJECT SYNDICATE

Η πρόσφατη έκκληση του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Τόνι Μπλερ προς τους ψηφοφόρους να ξανασκεφθούν την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, λίγο πριν από την επίσημη έναρξη της διαδικασίας τον Μάρτιο, μας θυμίζει «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα». Αν και ο Μπλερ δεν είναι πλέον καθόλου δημοφιλής, η φωνή του, όπως και εκείνη του παιδιού στο παραμύθι του Αντερσεν, είναι αρκετά δυνατή για να σκεπάσει τις φωνές όλων των κολάκων που διαβεβαιώνουν την πρωθυπουργό Τερίζα Μέι ότι το γυμνό της στοίχημα με το μέλλον της Βρετανίας είναι ενδεδυμένο με δημοκρατική πολυτελή φορεσιά.

Η σημασία της ομιλίας του Μπλερ μπορεί να υπολογιστεί από τις υστερικές αντιδράσεις στην πρότασή του να ανοίξει και πάλι η συζήτηση για το Brexit –ακόμα και από υποτιθέμενα αντικειμενικά ΜΜΕ: «Κάποιοι θα το δουν ως κάλεσμα στα όπλα –Η εξέγερση του Τόνι Μπλερ για το Brexit» σύμφωνα με το BBC.

Τόση είναι η τυραννία της πλειοψηφίας στη Βρετανία, μετά το δημοψήφισμα, ώστε η πρόταση κάποιου που ήταν υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΕΕ, για λογική συζήτηση και ανταλλαγή επιχειρημάτων, να θεωρείται εξέγερση. Οποιος θέτει ερωτήματα για την κυβερνητική πολιτική σχετικά με την έξοδο της Βρετανίας, περιγράφεται αμέσως ως «εχθρός του λαού», η προδοσία του οποίου θα προκαλέσει «αίμα στους δρόμους».

Τι μπορεί να εξηγήσει αυτή την ξαφνική παράνοια; Ούτως ή άλλως, οι πολιτικές διαφωνίες αποτελούν απαραίτητη συνθήκη για μια δημοκρατία –κανείς δεν θα αισθανόταν έκπληξη εάν οι ευρωσκεπτικιστές συνέχιζαν να εκφράζουν την αντίθεσή τους στην Ευρώπη εάν έχαναν το δημοψήφισμα, όπως ακριβώς οι σκωτσέζοι εθνικιστές συνεχίζουν να ζητούν την ανεξαρτησία τους, παρά την ήττα τους στο δημοψήφισμα το 2014. Κανείς σοβαρός δεν περιμένει από τους Αμερικανούς που αντιτίθενται στον πρόεδρο Τραμπ να σταματήσουν να διαμαρτύρονται και να ενωθούν με τους υποστηρικτές του.

Η διαφορά με το Brexit είναι ότι το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου υπονόμευσε τη βρετανική δημοκρατία με δύο ύπουλους τρόπους. Πρώτον, η ψήφος υπέρ της εξόδου εξέφρασε αντιδράσεις που δεν είναι συνδεδεμένες με την Ευρώπη. Δεύτερον, η κυβέρνηση έχει εκμεταλλευθεί τη σύγχυση των θεμάτων προκειμένου να κάνει ό,τι θέλει.

Εξι μήνες πριν από το δημοψήφισμα, η ΕΕ δεν ήταν ούτε καν ανάμεσα στα δέκα πιο σημαντικά θέματα που αντιμετώπιζε η Βρετανία –αυτό δήλωναν οι πολίτες στις έρευνες. Η μετανάστευση δεν αποτελούσε κορυφαίο θέμα αλλά, όπως παρατήρησε ο Μπλερ στην ομιλία του, το αντιμεταναστευτικό αίσθημα υπήρχε κυρίως εναντίον της πολυπολιτισμικής μετανάστευσης –η οποία δεν είχε σχέση με την ΕΕ. Η στρατηγική της εκστρατείας υπέρ του Brexit ήταν να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας για αντιδράσεις απέναντι σε περιφερειακές ανισορροπίες, οικονομική ανισότητα, κοινωνικές αξίες και πολιτισμικές αλλαγές. Η εκστρατεία υπέρ της παραμονής απέτυχε πλήρως να απαντήσει σε όλα αυτά, επειδή επικεντρώθηκε στο ερώτημα που αναγραφόταν στο ψηφοδέλτιο και αφορούσε το κόστος και τα οφέλη της συμμετοχής στην ΕΕ.

Θα πρέπει να επιτραπεί να γίνουν προσθήκες στη νομοθεσία για το Brexit που, τώρα, περνά από το Κοινοβούλιο. Στόχος, να εμποδιστεί να τεθεί σε ισχύ οποιαδήποτε νέα σχέση μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ, εάν δεν επικυρωθεί από μια κοινοβουλευτική ψήφο που θα επιτρέψει τη δυνατότητα να συνεχιστεί η ένταξη στην ΕΕ. Ετσι θα υπάρχει ασφαλιστική δικλίδα εάν η κυβέρνηση αποτύχει να ικανοποιήσει τη Βουλή με τις νέες συνθήκες που θα διαπραγματευθεί μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο θα αποκατασταθεί η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας. Θα επιτρέψει μια νέα πολιτική συζήτηση για τη συμμετοχή στην ΕΕ και ίσως οδηγήσει σε δεύτερο δημοψήφισμα για τα σχέδια της κυβέρνησης σχετικά με το Brexit.
Ο Ανατόλι Καλέτσκι είναι επικεφαλής οικονομολόγος και πρόεδρος της Gavekal Dragonomics. Πρώην αρθρογράφος σε «Times» του Λονδίνου, «New York Times» και «Financial Times»

και συγγραφέας του βιβλίου «Καπιταλισμός 4.0: Η γέννηση μιας νέας οικονομίας».