Κακεντρεχείς της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορούν τον κ. Πρωθυπουργό διότι πήγε κρυφά στο Παρίσι. Γιατί; Πιθανότατα ο κ. Τσίπρας πήγε να προσκυνήσει στο σπίτι της φεμινίστριας Σιμόν ντε Πουρμπουάρ, την οποία θαύμαζε από μικρός και ο έμπιστος και πολυδαής σύμβουλός του Καρανίκας, ώς και στο σπίτι του συντρόφου της Ζαν Πολ από τη Σάρτη Χαλκιδικής.

Δεν ξέρουμε αν με την ευκαιρία απέτισε φόρο τιμής και στον τάφο του κομμουνιστή ποιητή Λουί Μαραγκόν, μαραγκού στο επάγγελμα, που, ως γνωστόν, σαν πρόκες κάρφωνε τις λέξεις για να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Και ενδεχομένως, επιστρέφοντας με το προλεταριακό λίαρ τζετ, να διάβαζε και τα άπαντα του Ντεριντά, με τίτλο «Ντεριντάχτα», ώστε να μην μπορεί πλέον να τον ψαρώνει ο κ. Βέλτσος. Καθόλου απίθανο, αφού μόνο οι αριστεροί διαβάζουν, ενώ οι δεξιοί νομπελίστες Σεφέρης και Ελύτης ήταν αγράμματοι. Απελέκητοι ήταν επίσης ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, ο Τσαρούχης, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και βέβαια ο επίσης δεξιός Μ. Καραγάτσης.

Περίπου τις ίδιες ώρες, αριστερά μορφωμένος τέως υπουργός ξανάφερε (τον έτρωγε και δεν άντεξε άλλο) την κουβέντα στο ένδοξο θέμα της δραχμής –κατά το πρότυπο εκείνων που έχουν κάποια δυσκολία να προσαρμοστούν στον αστικό βίο και μόνιμη κουβέντα τους είναι «Τι ωραία περνούσαμε στο χωριό».

Το έπαθαν νωρίτερα δύο έξοχοι κατά τα άλλα πεζογράφοι, ο Μάριος και ο Χάκκας, απογοητευμένοι μαρξιστές, που έγραψαν από κοινού κάποια στιγμή: «Λευτεριά της αυλής, του ταβλιού και του ούζου με τον μπατζανάκη μου, εσένα προσκυνάω».

Αλλά πέρα απ’ την παλινδρομική δραχμοφρένεια, τώρα ενδέχεται να έχουμε κι άλλες εκδηλώσεις νοσταλγικής αναστροφής, σε στυλ «Η επιστροφή του γυρισμού». Καταρχήν κι ενώ επί δεκαετίες μάς κανοναρχούσαν με τον διεθνισμό, τον κοσμοπολιτισμό, την οικουμενικότητα, τα μη-σύνορα και την ετερότητα, τώρα, αίφνης, οι ίδιοι που τα έλεγαν αυτά το γυρίζουν στην ευτυχία της α λα Χότζα αλβανικής περιχαράκωσης. Μας θέλουνε στη δραχμή, έξω απ’ την Ευρώπη, κι αυτό είναι μια προοπτική αυτάρκειας, διότι έτσι, απαλλαγμένοι απ’ τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα μπορέσουν επιτέλους να διορίσουν τη μισή χώρα στο Δημόσιο, σώζοντάς την απ’ την ανεργία, και να βάλουν εμάς τους λοιπούς σε κολχόζ και κοοπερατίβες να φτιάχνουμε ελαττωματικές τσιμούχες και τετράγωνα ρουλεμάν.

Ο Καρανίκας, όταν έρθουν αυτές οι λαμπρές μέρες, εμπνευσμένος απ’ τη Σιμόν ντε Πουρμπουάρ, τότε που όλα τα κανάλια θα είναι στα χέρια του λαού, δεν θα αφήσει την Ελένη Μενεγάκη άνεργη, παρά θα τη διορίσει στην ΕΤ1, αφενός μεν να λέει το κεντρικό δελτίο, αφετέρου δε να έχει και πολιτιστική εκπομπή όπου θα παρουσιάζει τις μεγάλες ποιήτριες της επανάστασης Αννα και Αχμάτοβα, Μαρίνα και Τσβετάγεβα. Στην δε αντιδραστική συγγραφέα Σώτη Τριανταφύλλου θα παραχωρήσει φύλλο πορείας με προορισμό το ξενοδοχείο Γκουλάγκ (πέντε αστέρων και με ημιδιατροφή) για να μην παραπονιέται.

Θα αλλάξουν όλα. Ας πούμε, μέχρι τώρα μας έλεγαν ότι εμείς οι Ελληνες ήμασταν πάντα οι κακοί και οι ξένοι πάντα καλοί. Μας λέγανε πως την περνούσαμε ζάχαρη στην Τουρκοκρατία, από διαστροφικό γούστο γινόμασταν γενίτσαροι κι εμείς φταίγαμε για την Τριπολιτσά. Ποτέ, κατά τον κ. Φίλη, δεν έγινε Γενοκτονία, μόνοι μας κάναμε τον συνωστισμό στη Σμύρνη κι ο χορός του Ζαλόγγου δεν υπήρχε παρά ως χορογραφία του Χάρη Μανταφούνη. Ο Κολοκοτρώνης το γυάλιζε το πόμολο και το όνομα του παπά που ευλόγησε τα όπλα ήταν «Παλαιών Πατρών Γερμανοτσολιάς». Αλλά μέχρι τώρα. Από δω και πέρα ίσως θα δούμε, ξαφνικά, πόσο κακοί είναι και ήταν ο Τούρκοι και πόσο ανάλγητοι όλοι οι αλλοδαποί που συνωμοτούν εναντίον μας νυχθημερόν με επικεφαλής τον κ. Σόιμπλε. Πως, πια, μόνο εμείς οι Ελληνες έχουμε δίκιο και πρέπει να επιστρέψουμε στο ιδεολόγημα του έθνους, της πατρίδος, της δραχμής, της θρησκείας και της αριστερής οικογένειας. Εξάλλου η ΕΕ, πέραν του ότι έχει αβάσταχτους κανόνες, επιπλέον αγνοεί τον Καζαντζίδη και τον περήφανο λαό που εξέφραζε κάποτε ο Σπύρος Ζαγοραίος, όταν το έθνος διέπρεπε (Πάρτε, κύριε, λαχεία).

Ισως δούμε και νέες επιστημονικές προσεγγίσεις, σε στυλ αντι-Ρεπούση. Κακός τώρα ο Δράμαλης και ο Αλή Πασάς. Τ’ άλογα, τ’ άλογα, Ομέρ Βρυώνη, κανένας πρόσφυγας πια δεν κρυώνει. Πήραν ήδη γραμμή κάποιες δριμείες πένες και υποκεντούν επιδέξια, σταθερά και καθημερινά τον αντιευρωπαϊσμό και τη δραχμοφρένεια. Σε λίγο θα ξεθαρρέψουν και θα μας λένε ότι με τη δραχμή μπορεί να γίνουμε όλοι φτωχοί κι ενδεείς, αλλά θα είμαστε αγνοί, ευτυχισμένοι κι αδάμαστοι. Με τρύπια παπούτσια, αλλά ανέμελοι. Μακριά απ’ τον καταναλωτισμό που φέρνει κατάθλιψη και φθόνο. Χωρίς κινητά που πειράζουν τον εγκέφαλο, χωρίς ιδιοκτησία που προκαλεί άγχος και απαιτεί ΕΝΦΙΑ. Χωρίς χαρτί υγείας που εκθηλύνει τα ήθη –εξάλλου τόσα συκόφυλλα βγάζει ο τόπος.

Κι όλοι θα είμαστε εξαρτημένοι απ’ τον σ. Μπαλαούρα. Ποια μεγαλύτερη τιμή;

Οι μισοί Ελληνες θα γίνουν πολιτοφύλακες με σταθερή δουλειά, μόνιμοι και θα προστατεύουν τους άλλους μισούς από τα αμαρτήματα της σκέψης και του διαβάσματος εφημερίδων που αποτελεί, ήδη, μικροαστική παρέκκλιση.

Κι όταν θα ελέγχουν πλήρως το κράτος, τότε και ο αριστερά μορφωμένος τέως υπουργός θα αναλάβει πάλι το παλιό του πόστο και θα μπορεί, πια, να έχει από κάτω μια στρατιά κρατικοδίαιτους συγγραφείς με υγιή επαναστατικά φρονήματα. Οι πιο πρόθυμοι θα διαθέτουν και ντάτσα στη Βουρβουρού ή στους Λειψούς, προς τιμήν του πρωτοπόρου σ. Γιωτόπουλου. Κατά το πρότυπο των σοβιετικών συγγραφέων που, λόγω ντάτσας, είχαν κόψει ακόμα και την καλημέρα στον παρεκκλίνοντα Μαγιακόφσκι, μέχρι που αυτός έγινε «Σύννεφο με παντελόνια».