Ο Μπορν μετά τον Σνόουντεν

«Τζέισον Μπορν» του Πολ Γκρίνγκρας. Εχουν περάσει 14 χρόνια από τη στιγμή που ο κατατρεγμένος εκτελεστής πάτησε για πρώτη φορά πόδι στο τοπίο τής «μετά την 11η Σεπτεμβρίου» περιπέτειας. Εγινε θρύλος, κινηματογραφικό είδος από μόνος του και αναπαρήγαγε τους άθλους του άλλες τρεις φορές (στην τέταρτη ταινία με πρωταγωνιστή τον Τζέρεμι Ρένερ). Και τώρα επιστρέφει έχοντας επανακτήσει τη μνήμη του. Είναι περίπου αναπόφευκτο πάντως αυτή η επιστροφή του Ματ Ντέιμον να συνδέεται με καχυποψία για τις αντοχές ενός ακόμη σίκουελ, ακόμη και αν δίπλα του στέκουν ισάξια οι Βενσάν Κασέλ, Αλίσια Βικάντερ, Τζούλια Στάιλς και ο Τόμι Λι Τζόουνς. Για το εγχείρημά του ο Πολ Γκρίνγκρας (τρίτη φορά στο πηδάλιο του «Μπορν») μεταφέρει την πλοκή στην Ευρώπη της λιτότητας και του παντεπόπτη οφθαλμού του Διαδικτύου, σε μια «μετα-Σνόουντεν» εποχή, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Ντέιμον, όπου οι λίγοι παρακολουθούν τους πάντες μέσα από δεκάδες οθόνες. Για όσους προσέρχονται «αθώοι» στην αίθουσα –προς Θεού, δεν πρόκειται για spoiler επί της ουσίας –τα γυρίσματα στην Πλατεία Συντάγματος και το αθηναϊκό κέντρο είχαν πραγματοποιηθεί στην Τενερίφη, όπου οι παραγωγοί βρήκαν, ως γνωστόν, καλύτερη προσφορά.

Η Ντόρι μετά τον Νέμο

«Ψάχνοντας την Ντόρι» των Αντριου Στάντον, Ανγκους ΜακΛέιν. Κατά την προσωπική μας άποψη η καλή συνταγή δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται παρά μόνο για να διορθώσει τις πρώτες ατέλειες, αλλά ευχόμαστε ολόψυχα οι θεατές να φύγουν ευχαριστημένοι από την υποβρύχια σάγκα των ψαριών. Στη νέα περιπέτεια το star quality του Νέμο διεκδικεί η Ντόρι του τίτλου, που κάποια στιγμή χάνεται στον ωκεανό προς αναζήτηση της χαμένης οικογένειάς της. Οσοι δεν αλλάζουν με τίποτε το πρωτότυπο θα το απολαύσουν με τις φωνές των Ελεν ντε Τζενέρις, Γουίλεμ Νταφόε, Ιντρις Ελμπα, Ντομινίκ Γουέστ, Ντάιαν Κίτον, ενώ στη μεταγλωττισμένη εκδοχή (ας ετοιμάζονται οι μπαμπάδες και οι μαμάδες του Σαββατοκύριακου) η Δήμητρα Παπαδοπούλου (Ντόρι) ξανασυναντά τον Θοδωρή Αθερίδη (ο πατέρας του Νέμο) δεκατρία χρόνια μετά το «Ψάχνοντας τον Νέμο».

Η Εξαρχοπουλός μετά την «Αντέλ»

«Παράφορα» του Πιερ Γκοντό. Το buzz της εποχής απαιτεί η προσοχή του έλληνα θεατή να πέφτει χωρίς δισταγμούς στο όνομα της Αντέλ Εξαρχοπουλός (ακολουθούμε πάντα αυτή την ελληνογαλλική προφορά) κάθε φορά που κυκλοφορεί νέα ταινία μετά τη «Ζωή της Αντέλ» και το ίδιο συμβαίνει εδώ. Διότι εμείς μεν μπορούμε να σας περιγράψουμε την υπόθεση: ο σωφρονιστικός λειτουργός Ζαν Φιρμινό βάζει στοίχημα να μετατρέψει τις γυναικείες φυλακές που διευθύνει σε έναν χώρο όπου οι έγκλειστες θα μπορούν να βρουν καλύτερες συνθήκες παραμονής. Ολα αυτά ενώ στο σπίτι συνεχίζεται η ανέφελη συμβίωσή του με την Ελίζ. Η άφιξη, ωστόσο, της 24χρονης υποδίκου Αννα Αμαρί, που απειλείται με ποινή φυλάκισης, πυροδοτεί τον μηχανισμό εκείνον που όλοι γνωρίζουμε στο γαλλικό δράμα δωματίου. Υστερα από όλα αυτά δεν είναι εμφανές πού πέφτει –και δικαίως –το κέντρο βάρους; Στον ρόλο του διευθυντή, ο ταλαντούχος Γκιγιόμ Γκαλιέν της Κομεντί Φρανσέζ.

Αργεντινό road movie

«Ο δρόμος για το Λα Παζ» του Φρανσίσκο Βαρόνε. Το road movie του αργεντινού σκηνοθέτη, που βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Πρωταγωνιστής είναι ο Σεμπαστιάν, ένας 35χρονος άνεργος σύζυγος στο χτυπημένο από την κρίση σύγχρονο Μπουένος Αϊρες. Οπως διαβάζουμε στα της υπόθεσης, ο «αστείος, γοητευτικός και ανώριμος» Σεμπαστιάν βρίσκει μία εύκολη λύση για να βοηθήσει την κατάσταση στο σπίτι, όταν η γυναίκα του χάνει την υπομονή μαζί του. Καθώς το τηλεφωνικό τους νούμερο μπερδεύεται συχνά με μιας εταιρείας μίσθωσης οδηγών, αποφασίζει να προσποιηθεί ότι εργάζεται κι ο ίδιος εκεί και να αποδέχεται τις κλήσεις πελατών για τη μεταφορά τους μέσα στην πόλη. Αυτό όμως σημαίνει ότι το δικό του Πεζό θα γίνει ταξί. Δεν είναι απλώς το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, αλλά και η μόνη κληρονομιά από τον, απογοητευμένο μαζί του, μακαρίτη πατέρα του. Οταν ένας ηλικιωμένος μουσουλμάνος μισθώνει τον Σεμπαστιάν για να τον οδηγήσει στο Λα Παζ της Βολιβίας, ένα ιερό ταξίδι-προσκύνημα γι’ αυτόν, ο νεαρός άνδρας θα ανακαλύψει άγνωστες για αυτόν διαδρομές και θα τρέξει πολλά χιλιόμετρα μέσα του: θα ωριμάσει με τρόπους που δεν περίμενε και θα αποφασίσει συνειδητά να αλλάξει πορεία στη ζωή του.

Δουβλινέζικο love story

«Sing street» του Τζον Κάρνεϊ. Η ταινία που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Σάντανς, κερδίζοντας πολύ καλές κριτικές, επιστρέφει σεναριακά στο Δουβλίνο της δεκαετίας του 1980, όταν η ύφεση ήταν στην ημερήσια ατζέντα (εάν αυτό μας θυμίζει κάτι οικείο). Οι γονείς του Κόνορ αναγκάζονται να τον μεταφέρουν από το άνετο ιδιωτικό σχολείο σε ένα δημόσιο και σκληρότερο σχολείο του κέντρου, εκεί όπου ο άστατος 14χρονος θα δημιουργήσει ένα μουσικό συγκρότημα. Με μέντορα τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο Κόνορ αρχίζει να γράφει στίχους και η όχι και τόσο γκλαμουράτη μπάντα αρχίζει να βρίσκει τον ήχο της. Αλλάζοντας το όνομά του σε Κόσμο, ο Κόνορ καταφέρνει να πείσει τη Ραφίνα να συμμετάσχει στα βιντεοκλίπ του συγκροτήματος, ενώ την ίδια ώρα προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά της. Ο σκηνοθέτης υπογράφει και το σενάριο, ενώ πρωταγωνιστούν οι Φέρντια Γουόλς-Πίλο, Λούσι Μπόιντον, Αϊνταν Γκίλεν, Τζακ Ρέινορ και Μαρκ Κένα.