σως θεωρηθεί ακραία θεωρητική και εξόχως προσωπική άποψη αλλά οφείλω να την καταθέσω και ως εκ τούτου να εκτεθώ αλλά και να στηρίξω τις απόψεις μου. Πιστεύω λοιπόν πως ο Αισχύλος δεν είναι προσεγγίσιμος χωρίς τον Ηράκλειτο και ο Μπέκετ δεν είναι ερμηνεύσιμος χωρίς τον Αισχύλο και τον Ηράκλειτο. Εχω και άλλοτε σε αυτές τις σελίδες αναφερθεί στο πόσο ο Μπέκετ και πολλοί άλλωστε από τους μεταπολεμικούς, ιδιαιτέρως υπαρξιστές, συγγραφείς (ο Σαρτρ, ο Καμί κ.ά.) είχαν αφομοιώσει τη διαλεκτική των προσωκρατικών (στηριζόμενοι στον Νίτσε) και κυρίως του Ηράκλειτου.

Ο Αισχύλος πάλι, τουλάχιστον στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει τα ανθρώπινα πάθη και στα χορικά του, είναι άκρως διαλεκτικός. Ο Μπέκετ σε όλα του τα θεατρικά ιδιαιτέρως ποιητικά κείμενα θαρρείς και σχολιάζει σε βάθος ηρακλείτειες διαλεκτικές θέσεις. Θυμίζω πως το ηρακλείτειο απόσπασμα «Ηθος ανθρώπω δαίμων» πρέπει να κατανοηθεί με την πρώτη σημασία της λέξης Ηθος, όπως συναντάται στον Ομηρο και στον Ηρόδοτο, δηλαδή: τόπος, διαμονή, ενδιαίτημα. Αρα «ο τόπος διαμονής, κατοικία, ενδιαίτημα στον άνθρωπο είναι ο θεός», όπου θεός, δαίμων με τη σημασία της μοίρας, του μεριδίου που μας ανήκει, του μέρους ενός όλου.

Ας γυρίσουμε στον Μπέκετ και στο θεμελιωδέστερο μεταπολεμικό θεατρικό έργο, το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Για μένα η ανάγνωση αναφορά στο ηρακλείτειο απόσπασμα είναι αναμφισβήτητη και αναλαμβάνω ευθαρσώς την προσωπική αυτή ερμηνεία. Ανεξάρτητα, και ορθώς, από την άρνηση του Μπέκετ να ταυτίσει και να αποδεχθεί πως ο Γκοντό είναι μια παιγνιώδης γλωσσική αναφορά στον θεό ή στον δαίμονα God, το έργο αναφέρεται ευθέως σε μια διαμονή, παραμονή, αναμονή σ’ έναν τόπο, σ’ ένα τοπίο προσδιορισμένο και καθορισμένο, σ’ ένα σημείο συνάντησης όπου αναμένεται ένα προσδοκώμενο ραντεβού.

ΑΝΑΜΟΝΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ. Δεν θα πέσω στην παγίδα των συμβολισμών, ούτε θα εξαντλήσω επιχειρήματα για το πώς, γιατί και πότε, αν και τα λοιπά θα επιτευχθεί η συνεχώς αναβαλλόμενη συνάντηση. Το γεγονός είναι η αναμονή και η περιπλάνηση. Γιατί πίσω από την εναγώνια αυτή αναμονή, στον ανοίκειον τόπον, για να παραπέμψω στον άλλον προσωκρατικό τον Εμπεδοκλή, ο άνθρωπος είναι «φυγάς θεόθεν και αλήτης», δηλαδή εξόριστος από τον θεϊκό τόπο και περιπλανώμενος.

Σαν τον Ορέστη της «Ορέστειας» του Αισχύλου, κυνηγημένος από τις Ερινύες φθάνει ικέτης στους Δελφούς και από εκεί διωγμένος περιπλανάται χωρίς να του δίνει κανείς στέγη ώσπου να ζητήσει άσυλο στην Αθήνα και να δικαστεί στον Αρειο Πάγο. Εξόριστος όπως ο Προμηθέας και δεσμώτης στα σύνορα του κόσμου, στον Καύκασο, όπου δέχεται την επίσκεψη της Ιούς, του Ωκεανού, των Ωκεανίδων, καθηλωμένος από το Κράτος, τη Βία και τον Ηφαιστο, ενώ φέρνει απειλητικά μηνύματα ο Ερμής από τον ανάλγητο Δία. Εξόριστος όπως ο καθηλωμένος στο αναπηρικό του καρότσι τυφλός αντιήρωας του «Τέλους του παιχνιδιού» του Μπέκετ πάντα ή εξόριστος όπως η θαμμένη μέσα στα σκουπίδια του πολιτισμού έως τον λαιμό αντιηρωίδα του «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες»!

Οι δύο κλόουν, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, του Μπέκετ στο μοιραίο «ήθος», στο ενδιαίτημα της αναμονής, δέχονται όπως ο Προμηθέας στον βράχο του στα καυκάσια σύνορα του κόσμου τις επισκέψεις του Πότζο και του Λάκι, του Αφέντη και του Δούλου, του Κράτους και του Ηφαίστου. Οπως στον Προμηθέα το Κράτος, η Ισχύς έχει υποτελή τον «τεχνοκράτη» Ηφαιστο, έτσι και ο Αφέντης Πότζο διατάσσει και εκμεταλλεύεται τον «διανοούμενο», ρήτορα, τεχνοκράτη, δημιουργό Λάκι. Ο Πότζο θα εξελιχθεί σε τυφλό (Βία τυφλή) και ο Λάκι σε μουγκό, βαστάζο, υποχείριο χωρίς λόγο!!

Αυτή η αναμονή στον ανοίκειο τόπο είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Αναμονή σ’ ένα τρίστρατο σαν το μοιραίο της Δαύλειας του Οιδίποδα, σ’ ένα δωμάτιο, ενώ απέξω ανεβαίνουν τα νερά του κατακλυσμού ή σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ ή σε έναν σωρό από απόβλητα της κατανάλωσης μιας λεηλατημένης φύσης. Το λάθος έγινε μιαν αυγή στην αρχή του έλλογου ανθρώπινου βίου όπου το εν τω παραδείσω ζεύγος διάλεξε να λεηλατήσει τον καρπό από το δέντρο της γνώσης. Ο Μπέκετ στο έργο του στο σταυροδρόμι της αναμονής βάζει ως μόνο σημάδι παρελθόντος το δέντρο, ξερό, χωρίς καρπούς, το μόνο που μπορεί πλέον να προσφέρει είναι τα κλαδιά του για να κρεμαστεί ο ανέστιος, αλήτης, φυγάς θεόθεν άνθρωπος. Και μη νομισθεί ότι προσπαθώ να θεολογήσω, ο Μπέκετ όπως οι περισσότεροι υπαρξιστές του μεταπολέμου είναι άθεοι. Αλλά πώς; Θεωρούν παρόντα τον Θεό διά της απουσίας του!! Οπως το καταγράφει ο Σαρτρ: «Μπαίνω στο καφέ Φλορ και διαπιστώνω ότι ο φίλος του δεν είναι εδώ!»».

Ο Καζαντζάκης στην «Ασκητική» του από το 1927 είχε φωνάξει διαλεγόμενος με τον Νίτσε: «Ο Θεός φωνάζει «βοήθεια» και τρέχω να τον σώσω»! Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι ένα κείμενο για το θέατρο που δεν μπορείς να το αγνοήσεις, έστω και αν διαφωνείς με τον υπαρξιακό του μηδενισμό. Ο δικός μας ποιητής, ο Νίκος Καρούζος, μας άφησε τη δική του κραυγή: «Εγραψα ποίηση, που θα πει συνεργάστηκα με το ΜΗΔΕΝ»!!

Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου, στη μετάφραση του Μάνθου Κρίσπη, πριν ανέβει στο θέατρο. Το πρωτοανέβασε ο Βολανάκης στο ΚΘΒΕ, ύστερα ο Κουν και ακολούθησαν κι άλλοι, π.χ. ο Καζάκος με τον Πέτρο Φιλιππίδη. Μια από τις σημαντικότερες θεωρώ την παράσταση του Νίκου Χουρμουζιάδη, που το μετέφρασε επίσης, με την Πειραματική Σκηνή Θεσσαλονίκης. Θα αναφέρω και μια φοιτητική του καθηγητή Τσιώλη στα Αγγλικά με το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της Αθήνας. Η σκηνοθεσία του έργου δεν σηκώνει εξυπνάδες, ούτε εφέ, ούτε παραγεμίσματα.

Αρκεί ο σκηνοθέτης να αγαπά τη γυμνή ποίηση του Μπέκετ και να έχει μουσική αίσθηση του ρυθμού, αν βέβαια έχει μουσική άποψη η μετάφραση.

Στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς η Νατάσσα Τριανταφύλλη δίδαξε μια λιτή, χωρίς στολίδια, ειρωνική, ιλαροτραγική εκδοχή του έργου σε μια καίρια μετάφραση της Ερις Κύργια, σε λιτά σκηνικά και ανοίκειον τόπον της Μανιδάκη και ανάλογα κοστούμια της Τσάμη. Μουσική έγραψε η Μόνικα και έδωσε βάθος στην εικόνα.

Ευτύχησε και η διανομή. Εν πρώτοις ο έμπειρος Λάζαρος Γεωργακόπουλος (Βλαντιμίρ) Κλόουν ολκής και ακολούθως οι νεότεροι αλλά ευάγωγοι Κλόουν Δημήτρης Μπίτος (Εστραγκόν), Αντώνης Αντωνόπουλος (Πότζο) και ο έξοχος Αινείας Τσαμάτης (Λάκι). Καλή στιγμή θεάτρου.