Ο ήρωας και alter ego του Τζον Μπάνβιλ επανέρχεται άλλη μία φορά στα πατρώα εδάφη, όπως ακριβώς στη «Θάλασσα», στο «Αρχαίο Φως», στην «Εκλειψη», ίσως και αλλού –αρχίζω να τα μπερδεύω τώρα πια. Αλλά βέβαια, μόλις συνειδητοποιώ ότι αυτό ακριβώς επιδιώκει ο σημαντικός αυτός σύγχρονος Ιρλανδός: να μας μπερδέψει ως προς το ποιος είναι ποιος και από ποιο βιβλίο, σε ποια μικρή πόλη επέστρεψε ο ήρωας και πάντα πρωτοπρόσωπος αφηγητής του, τι ακριβώς ασήμαντο έχει διαπράξει που ωστόσο του χάραξε τη ζωή, με τι τρόπους επιλέγει να ξοφλήσει με τις ενοχές, τα μυστήρια της μνήμης, τις πληγές της ενηλικίωσης και εν γένει το παρελθόν. Η λογοτεχνία του Μπάνβιλ είναι ένα απόλυτο συνεχές –ένα ώριμο οικοσύστημα. Ηρωες επανεμφανίζονται εδώ κι εκεί, η ίδια πάντα φύση ζωγραφίζεται και ξαναζωγραφίζεται στην απειρία των παραλλαγών της, η πραγματικότητα φωτίζεται από ποικίλες οπτικές γωνίες, η μνήμη αποκαλύπτει αλλά και αυτοαναιρείται. Αυτό που τον ενδιαφέρει, και που γίνεται ξεκάθαρο εδώ με αφορμή τον ζωγράφο/πρωταγωνιστή του βιβλίου, είναι ότι αγωνίζεται για την ουσία κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Και ότι, μιας και η ουσία αυτή δεν είναι πάντα εύκολο να αποκαλυφθεί (με όπλο τουλάχιστον τον χρωστήρα), η μόνη λύση είναι η αναζήτηση «της γενεσιουργού δίνης των σχέσεων των πραγμάτων μεταξύ τους». Διότι κανένα αντικείμενο, μας λέει ο αφηγητής, δεν υπάρχει αυτό καθαυτό παρά μόνο σε σχέση με τα άλλα πράγματα γύρω του –όπως προ πολλού μας δίδαξε, θα πρόσθετα εγώ, και η επιστημονική οικολογία. Ακόμη και μια πέτρα δεν είναι απλώς μια πέτρα, μας λέει εμπιστευτικά: «Δοκίμασε να την κλωτσήσεις και θα δεις τι εννοώ». Κι αν η αποκάλυψη αυτών των σχέσεων είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, τότε το μόνο ενδιαφέρον που μπορεί να κάνει ο καλλιτέχνης είναι να επαναζωγραφίζει τις επιφάνειες αποδίδοντάς τους ένα αυτόνομο φορτίο. Ή να τα παρατήσει.

Η ολική διαγραφή του παρελθόντος

Στα προηγούμενα βιβλία του Μπάνβιλ οι κεντρικοί ήρωες ήταν πάντα «βαριά χαρτιά». Πολιτικοί, κριτικοί τέχνης, ηθοποιοί, άνθρωποι των γραμμάτων. Ετσι κι εδώ, στην «Μπλε κιθάρα», που πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά. Ο ήρωάς του Ολιβερ Ορμ είναι ένας παραιτημένος από την τέχνη του, πρώην επιτυχημένος ζωγράφος, με κυβιστικές (συνάγουμε) κατευθύνσεις ως προς την εμμονική απεικόνιση ζώντων και άψυχων αντικειμένων υπό ποικίλες οπτικές γωνίες και με διαρκώς ανανεούμενες φωτοσκιάσεις. Προ τετραετίας περίπου ο Ορμ τα παράτησε όλα καθώς ένα ωραίο πρωί ανακάλυψε ότι η αναζήτηση της ουσίας στην τέχνη είναι ένα αδιέξοδο παιχνίδι. Επέστρεψε με τη σύζυγό του, τη γοητευτική, ολίγον απόμακρη και κομψά αφηρημένη Γκλόρια στην πατρώα μικρή πόλη, όχι σε αναζήτηση μιας νέας αρχής αλλά ως απόλυτη εγκατάλειψη του παρελθόντος του και στροφή σε μια συστηματική παρακολούθηση των γύρω του πραγμάτων. Και πράγματι, περιγράφοντας ο Ορμ την επιφάνεια των γύρω του αντικειμένων και έμβιων όντων αποδεικνύει ότι ο γεννήτοράς του Τζον Μπάνβιλ είναι αξεπέραστος σε αυτή την τεχνική, παρότι οι επαναλήψεις των προγενέστερων ευρημάτων του (χρώματα, μεταφορές, παρομοιώσεις) είναι εμφανείς.

Περιστροφή γύρω

από τη συζυγική εστία

Και ποια είναι η πλοκή; θα ρωτήσει κανείς. Μα στοιχειώδης, αν και αυτό δεν ήταν ποτέ το θέμα με τον Μπάνβιλ. Στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ο Ορμ θα ερωτευθεί την Πόλι, γυναίκα του ωρολογοποιού φίλου του Μάρκους, και αυτή εκείνον. Ο Μάρκους θα παρατηρήσει αργότερα την αλλαγή στη συμπεριφορά της και πραγματικό ράκος θα καταφύγει στο εργαστήρι του Ορμ. Πανικόβλητος ο αφηγητής θα απεκδυθεί τις ευθύνες του και θα καταφύγει στην άλλη πλευρά του κόλπου. Θα ανακαλυφθεί από όλους, θα την ξανακοπανήσει καθώς ήδη έχει αποκαθηλώσει την εικόνα της ερωμένης του και εντέλει θα επιστρέψει στη συζυγική εστία, όπου θα μάθουμε περί το τέλος ότι η σύζυγός του κυοφορεί (για να κλείσει ο κύκλος) το παιδί του Μάρκους. Και ο τελευταίος; Μα έχει πεθάνει, μάλλον σε ατύχημα, πέφτοντας από μια γέφυρα στις εκβολές του ποταμού.

Με την πένα

του ζωγράφου

Και όμως, και όμως… Το σημαντικό στον Μπάνβιλ είναι η ίδια η επεξεργασία της γλώσσας και ο τρόπος με τον οποίο αυτή συνεργάζεται με τη μνήμη. Ο αφηγητής, μη όντας πια ζωγράφος, ανακαλύπτει εδώ τη δύναμη των λέξεων. Από αυτή την άποψη, η επιλογή του συγκεκριμένου επαγγέλματος για τον ήρωά του είναι ίσως η πιο πετυχημένη από όλα τα βιβλία του Μπάνβιλ. Οποιος τον έχει διαβάσει ήδη καταλαβαίνει τι εννοώ. Οποιος όχι ακόμη, θα συνειδητοποιήσει εξαρχής ότι πρόκειται ίσως για τον συγγραφέα τον κοντινότερο στην τέχνη της ζωγραφικής από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονό μας. Δεν εννοώ εδώ απλώς την αναπαραστατική του δύναμη, αλλά την έμφαση στα αντιληπτά από τις αισθήσεις στοιχεία του κόσμου μας και κυρίως τη σχέση της τέχνης με την πραγματικότητα. Ισως μάλιστα θα έπρεπε να είχε επινοήσει ζωγράφο αφηγητή νωρίτερα στο έργο του, γιατί έτσι θα φωτίζονταν πιο ξεκάθαρα οι προγραμματικές αρχές του. Επιπλέον, πολλές από τις ενίοτε υπερβολικά εκτεταμένες νοητικές παρεκβάσεις και τοπιογραφικές αποτυπώσεις του δεν θα γίνονταν κουραστικές και αποπροσανατολιστικές όπως οι πολέμιοί του του έχουν καταλογίσει. Ούτε το ύφος του θα γινόταν –όπως ο ίδιος έχει παραδεχθεί –τόσο έντεχνα πομπώδες.

Αναζητώντας τον δρόμο προς τη λύτρωση

Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, ας τονίσουμε ότι πρόκειται για έναν όχι και τόσο ελκυστικό χαρακτήρα. Αυτοπεριγράφεται ως δειλός, ανεύθυνος, χοντρός, ελάχιστα γοητευτικός, εγωπαθής και νάρκισσος.

Επικεντρώνεται στον κόσμο γύρω του φιλοσοφώντας και αναλύοντας ακατάπαυστα το έξω και το μέσα του και ανακαλύπτοντας πόσο αγεφύρωτα είναι αυτά τα δύο. Παρατήρηση και αυτοψυχανάλυση καταλήγουν σε καθαρό εγωισμό (ακόμη και η προγενέστερη απώλεια της κόρης του ελάχιστα ίχνη τού έχει αφήσει, ακόμη και τα δράματα της ερωμένης και της γυναίκας του τα αντιμετωπίζει παίρνοντας σαφείς αποστάσεις). Επιπλέον ο Ορμ είναι κλεφτρόνι. Αρπάζει αντικείμενα (μια αλατιέρα, ένα αγαλματίδιο, ένα βιβλίο) για να δώσει, λέει, την ευκαιρία στα αντικείμενα να ζήσουν μια άλλη ζωή, σε έναν νέο περίγυρο. Κάπως έτσι έβλεπε στο παρελθόν και τη σχέση του με την πραγματικότητα που ζωγράφιζε: ως κλοπή και μεταποίηση της ουσίας του αντικειμενικού έξω κόσμου. Κι αν τύχει και αντιπαθήσουμε τον ήρωα, είναι βέβαιο ότι η ευφυής αυτή μεταφορά (της κλοπής) φωτίζει τον τρόπο που ο Μπάνβιλ βλέπει την τέχνη της γραφής: ως υφαρπαγή, οικειοποίηση, μετασχηματισμό του περιβάλλοντος χώρου –φυσικού και ανθρωπογενούς. Η πρώτη ύλη που αφειδώς προσφέρεται εκεί έξω ανασυγκροτεί εντός μας το Ολον προκειμένου να μας προσφέρει τη λύτρωση.

Η εκσκαφή των ερειπίων της ζωής

Προσωπικά χρωστάω πολλά στον Τζον Μπάνβιλ. Συνεχίζει να με αιφνιδιάζει με την ευρηματικότητα και τη φρεσκάδα της ματιάς του, τη συστηματική εκσκαφή των ερειπίων της ζωής και την αποκάλυψη των ανταμοιβών του φυσικού τοπίου. Γι’ αυτό του συγχωρώ τις επαναλήψεις, τη θεματική του μονομέρεια, τη συστηματική παρεμπόδιση της ροής της αφήγησης, την κόπωση που εμφανίζει ο ίδιος εδώ, την οποία δεν διστάζει να μοιραστεί με τον αναγνώστη. Σε τελευταία ανάλυση, στον Μπάνβιλ και εν πολλοίς στη μεγάλη ιρλανδική παράδοση σημασία έχει η μουσική της γλώσσας. Αν καθ’ οδόν νιώσετε και εσείς κάποια κόπωση, να ξέρετε ότι όλο το βιβλίο δουλεύει για την εγκατάλειψη στις τελευταίες σελίδες.

Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στη μεταφράστρια του συνόλου του έργου του Μπάνβιλ, Τόνια Κοβαλένκο, που μας πλοηγεί και εδώ με ασφάλεια στις περίπλοκες πραγματικότητές του.

John Banville

Η μπλε κιθάρα

Mτφ. Τόνια Κοβαλένκο

Εκδ. Καστανιώτη 2016, σελ. 317

Τιμή: 14,84 ευρώ