Με μια επίπονη πολιορκία διαρκείας παρομοίαζε το Σαββατοκύριακο η «Monde» την κόντρα ανάμεσα στη CGT, τη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, και τη γαλλική κυβέρνηση για τον «νόμο Ελ Κομρί», την εργασιακή μεταρρύθμιση που προωθείται. Μια πολιορκία με την κυβέρνηση, φυσικά, στη θέση του πολιορκούμενου που καλείται να αντέξει, τη στιγμή που «ένας άνεμος πανικού» αρχίζει να την κυριεύει. Γιατί το κοινοβουλευτικό ημερολόγιο δεν βοηθάει, το επίμαχο νομοσχέδιο θα αρχίσει να συζητείται στη Γερουσία στις 13 Ιουνίου πριν επιστρέψει στην Εθνοσυνέλευση αρχές Ιουλίου, η CGT δεν υποχωρεί ούτε εκατοστό, νέες κινητοποιήσεις έχουν εξαγγελθεί για αυτή την εβδομάδα στον τομέα των μεταφορών, μόλις δύο από τα οκτώ διυλιστήρια της Γαλλίας λειτουργούν πλήρως, ένα στα πέντε πρατήρια βενζίνης εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πρόβλημα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η πλειοψηφία των πολιτών στηρίζει το κίνημα της διαμαρτυρίας –και σε δέκα ημέρες από σήμερα ξεκινάει κανονικά στο Παρίσι το Euro 2016.

Ενα κλίμα εκρηκτικό, που φροντίζουν να κάνουν ακόμα πιο εκρηκτικό οι επονομαζόμενοι casseurs, οι «ταραχοποιοί» –ή άλλως «αυτοί που τα σπάνε»… Τα επεισόδια έχουν πλέον γίνει συνήθη τόσο στο Παρίσι όσο και σε άλλες γαλλικές πόλεις στη διάρκεια των διαδηλώσεων εναντίον του «νόμου Ελ Κομρί». Το περιοδικό «L’Obs» επιχείρησε να διεισδύσει «Στο μυαλό των casseurs», να διαπιστώσει «ποιοι είναι αυτοί οι ακτιβιστές που διεκδικούν τη βία ως εργαλείο πολιτικής δράσης», να καταλάβει γιατί «τα σπάνε». Γιατί οι casseurs, τα «black blocs», καταλαμβάνουν πλέον την κεφαλή κάθε πορείας, μια θέση που προοριζόταν παραδοσιακά στα συνδικάτα και τα πανό τους, έχουν αλλάξει λοιπόν τον χαρακτήρα των διαδηλώσεων. Αυτοί είναι που οδηγούν τον χορό, αυτοί είναι που επιβάλλουν στα ΜΑΤ τον ρυθμό τους, πάνω σε αυτούς συγκλίνουν, σε κάθε διαδήλωση, τα βλέμματα αστυνομίας, συνδικάτων, δημοσιογράφων, διαδηλωτών.

Το σόου της σύγκρουσης. «Το σόου είναι καλομονταρισμένο. Στο σινιάλο, η κεφαλή της πορείας επιβραδύνει, κατόπιν σταματάει. Οι γραμμές που ακολουθούν πυκνώνουν. Οι διαδηλωτές περιμένουν, σε έξαψη. «Θα δεις, μόλις σταματήσουν, θα ξεκινήσει» ψιθυρίζει μια κυρία της CGT. Η ένταση ανεβαίνει με συνθήματα τύπου «Παρίσι σήκω, ξεσηκώσου» ή «Ολοι μισούν την αστυνομία». Ενα τουμπερλέκι δίνει τον τόνο. Το θέαμα μπορεί να ξεκινήσει».

Σε κάθε διαδήλωση εναντίον της εργασιακής μεταρρύθμισης, ο «Λουσιάν» ακολουθεί το ίδιο τελετουργικό: προετοιμάζεται μεθοδικά για τη σύγκρουση. Ξέρει πια καλά πώς να ξεφεύγει από τους αστυνομικούς ελέγχους, πώς να περνάει μέσα από τον κλοιό και να μην εγείρει τις υποψίες εκείνων των αστυνομικών που διεισδύουν στις πορείες παριστάνοντας τους διαδηλωτές. Κάτω από τη φόρμα και το λευκό μπλουζάκι του φοράει την απαραίτητη μαύρη «στολή». Τα υπόλοιπα μέρη της πανοπλίας –κουκούλα, μαντίλι, γάντια και μάσκα του σκι –τα κρατάει για αργότερα. «Η αστυνομία ψάχνει και μαγνητοσκοπεί συστηματικά όλους όσοι φτάνουν, αλλάζουμε λοιπόν μέσα σε δύο δευτερόλεπτα». Το «υλικό» είναι «κρυμμένο μέσα σε αθλητικούς σάκους πάνω στη διαδρομή». «Στην αρχή πέθαινα από φόβο στην ιδέα να πιάσω σιδηρολοστό, σήμερα τον αρπάζω και φεύγω» εξηγεί αυτός ο «αδύνατος 20χρονος φοιτητής Οικονομικών».

Ο σκληρός πυρήνας. Το περιοδικό «L’Obs» εντόπισε έναν σκληρό πυρήνα casseurs που αποτελείται από antifa, αναρχοαυτόνομους, και zadistes, ακτιβιστές οικολογικών οργανώσεων. Γύρω από αυτούς ανακατεύονται μαθητές και φοιτητές, συχνά από εύπορες συνοικίες, άνεργοι και συμβασιούχοι, μέλη από διάφορες κολεκτίβες και «βετεράνοι ακροαριστεροί», κυρίως από τη μεσαία τάξη –τελευταία, έχουν κάνει την εμφάνισή τους και ομάδες νέων από τα μπανλιέ, τα υποβαθμισμένα προάστια. Σύμφωνα με την αστυνομία, οι casseurs είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία Γάλλοι, αν και τελευταία έχουν εντοπιστεί ανάμεσά τους κάποιοι Ολλανδοί και Γερμανοί, «επαγγελματίες αναρχοαυτόνομοι». Διεκδικούν τη βία ως «πολιτικό εργαλείο», «μια βία οργανική, αρχέτυπη, τη βία της ζωής και της δημιουργίας απέναντι στη συστηματική βαρβαρότητα εκείνων που μας κυβερνούν». Η αστυνομία είναι «εχθρός», η «ατιμωρησία της αστυνομικής βίας» είναι το άλλοθι, «το πατριαρχικό καπιταλιστικό σύστημα και οι εκπροσωπήσεις του» (τράπεζες, αστυνομικά τμήματα και οχήματα, διαφημιστικές πινακίδες…) είναι ο στόχος.

«Μια διαδήλωση είναι κάτι το επιθετικό, δεν έχουμε έρθει για πικνίκ» λένε αντιμετωπίζοντας με έναν αέρα περιφρόνησης τους συνδικαλιστές που διαδηλώνουν ειρηνικά. Αυτοί δεν βρίσκονται εκεί παρά μόνο για να «τα σπάσουν»: «Στην πραγματικότητα, την ώρα της συμπλοκής, ο νόμος Ελ Κομρί δεν υπάρχει, δεν δίνουμε δεκάρα, είμαστε εκεί για την αδρεναλίνη της σύγκρουσης με την αστυνομία».