Ενα θέατρο που τιμά την ιστορία του πρέπει πάντα να ερμηνεύει την Ιστορία, να ανιχνεύει τους βηματισμούς της, τα αδιέξοδά της, τις προοπτικές της, να στηλιτεύει τις στρεβλώσεις και τα λάθη της, να κρίνει τα ήθη και τις διάνοιες, να αποκαλύπτει τις σκοτεινές γωνίες της. Ετσι ως σχολείο δημόσιο της Δημοκρατίας γεννήθηκε στην Αττική και το πρώτο σωζόμενο θεατρικό κείμενο της παγκόσμιας ιστορίας, οι «Πέρσες» του Αισχύλου, μια κατεδαφιστική καταγγελία των δεινών που φέρνει στις κοινωνίες η αλαζονεία της εξουσίας, η ανεκτικότητα των υπηκόων και η στρέβλωση των θεσμών. Από κει και πέρα το παγκόσμιο θέατρο, από τον Σοφοκλή έως τον Τερέντιο και έως τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο, τον Γκολντόνι, τον Σίλερ ώς τον Ιψεν και τον Τσέχοφ, τον Πιραντέλο και τον Μπρέχτ μέχρι τον Πίντερ και τον Καμπανέλλη, ανατομία έκανε των άρρωστων θεσμών, των διαταραγμένων ηθών και των ανώμαλων χαρακτήρων.

Αν ψάξει κανείς στις ρίζες των μεγάλων αλλά και των μικρών έργων, των ιδιοφυών αλλά και των διαπιστωτών, θα καταλήξει στο δόγμα του πλατωνικού Σωκράτη ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αγαθός, γεννιέται με τις καλύτερες φυσικές προθέσεις και χαλάει, στρεβλώνεται, παρεκκλίνει, αποπροσανατολίζεται από τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές συνθήκες μέσα στις οποίες συχνά αναγκάζεται να μεγαλώσει και να δράσει.

Ακόμη κι ένας εκ γενετής ανάπηρος δεν έγινε ποτέ θεατρικό πρόσωπο για να κριθεί η αναπηρία του αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά για να κριθούν, να ελεγχθούν, να αποκαλυφθούν οι συνθήκες της γέννησής του, το περιβάλλον όπου ζει και τα ήθη και οι συμπεριφορές των κοινωνικών συμφραζομένων εντός των οποίων φέρει την αναπηρία του.

Ο Οιδίπους, ο Οσβαλντ, ο Μίσκιν, ο Λάκι του Μπέκετ είναι προϊόντα κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών.

Από την «Ερωφίλη» έως τον «Βασιλικό» του Αντωνίου Μάτεση και από τη «Στέλλα Βιολάντη» έως το «Φιντανάκι» και από τον «Φον Δημητράκη» του Ψαθά έως τον «Στέλιο» της «Αυλής των θαυμάτων» και στη συνέχεια όλη η θεατρική κοινότητα των Μουρσελά, Π. Μάτεσι, Γ. Σκούρτη, Μ. Ποντίκα, Γ. Διαλεγμένου, Λ. Αναγνωστάκη, Γ. Αρμένη, Χρυσούλη, Κεχαΐδη, Β. Ζιώγα, Καρρά, Ευθυμιάδη, Τσικληρόπουλου την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας, το θνησιγενές των θεσμών, τη διαπλοκή και τη διαστροφή του πολιτικού συστήματος και την παραγωγή μαϊμούδων εν σειρά της εκπαίδευσης κατέγραψαν, κατήγγειλαν, γελοιοποίησαν και διεκτραγώδησαν.

Ενας από αυτή τη γενιά και ο Γιώργος Μανιώτης. Είχα τη χαρά να τον υποδεχτώ στον χώρο του θεάτρου πριν από 45 χρόνια ως θεατρικό συγγραφέα, πριν ακόμη παιχτεί από τα εξόχως υποσχόμενα σχεδόν εφηβικά του πρωτόλεια. Ξεχώρισε εξαρχής διότι είχε μια προσωπική ματιά πάνω στην ελληνική κοινωνική και ηθική παθολογία.

Ενώ κατέγραφε με διεισδυτικό τρόπο τις ανωμαλίες του βίου και κυρίως την απληστία, την αχορτασιά και την αδηφαγία δίπλα στη δυσλειτουργία του συστήματος διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς με κύρια ευθύνη του πυρήνα της διαμόρφωσης ανθρώπων, την οικογένεια και ιδιαιτέρως τη στοργικά ισοπεδωτική και αυταρχικά τρυφερή μάνα, συνάμα στηλίτευε τα αναφομοίωτα εξ Εσπερίας ήθη, τη μοναξιά, την αλλοτρίωση, την κτητικότητα για τα υλικά και τη δίψα για διακρίσεις χωρίς περιεχόμενο. Στη σπουδαία θεατρική του συγκομιδή προστέθηκε και μια σειρά πεζογραφικών έργων με τους ίδιους στόχους και τα ίδια αδιέξοδα βίου και ηθών.

Πρόσφατα παιζόταν στην αίθουσα Ελεύθερη Εκφραση, έναν εξόχως ζεστό και σημαίνοντα χώρο που για χρόνια φιλοξενεί όμορφες θεατρικές πρωτοβουλίες η Μαίρη Ιγγλέση, το τελευταίο έργο του Μανιώτη «Το δέντρο».

Είναι εξαίσιο το εύρημα. Πρόκειται για ένα πεταμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο που σαφώς έχει στολίσει δημόσιο χώρο, όπως δηλώνει το μέγεθός του. Θυμίζω πως το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ξένο προς την παράδοσή μας έθιμο. Το έλατο δεν στοιχειώνει ούτε τη ζωή μας ούτε την ποίησή μας ούτε τις παραδόσεις μας. Ηρθε ως ευρωπαϊκή μαϊμουδίστικη μόδα. Εμείς είχαμε το καραβάκι, γιατί τα Χριστούγεννα (ω, θυμηθείτε τον Παπαδιαμάντη!) έρχονταν για λίγο να ζεσταθούν στην εστία και στο μαγκάλι οι ξενιτεμένοι μας ναυτικοί κουβαλώντας και τα καλούδια τους. Το καραβάκι ήταν το σύμβολο ενός ξενιτεμένου και ταξιδιώτη ναυτικού λαού.

ΣΥΜΒΟΛΟ ΣΠΑΤΑΛΗΣ. Ετσι σιγά σιγά το έλατο άρχισε να στολίζεται και με τα εισαγόμενα της μόδας συχνά και περιττά προϊόντα του εξωτερικού. Εγινε το σύμβολο της ευημερίας, της σπατάλης, της έπαρσης του πλούτου και της επίδειξης.

Ο Μανιώτης μάς φέρνει στη σκηνή έναν συνάνθρωπό μας που στις μέρες της κρίσης, της απώλειας, της ανεργίας, των συσσιτίων στολίζει το πεταμένο σύμβολο της χαμένης ευημερίας με όλα τα σκουπίδια πλέον της περιττής παλιάς καλοπέρασης: συσκευές ηλεκτρικές, παιδικά παιχνίδια, ρούχα επώνυμα, σκεύη οικιακά. Αλλά το δέντρο, δυσθεώρητο, δεν μπορεί να σταθεί όρθιο. Στολίζεται νεκρό, πεσμένο, σκουπίδι με σκουπίδια!

Ο μπεκετικός αλήτης, ανέστιος, άνεργος, εξόριστος στην ίδια τη ζωή του συμπολίτης μας που κηδεύει έναν βίο αυταπάτης και αλαζονείας κρύβει μέσα του (εύρημα έξοχο του Μανιώτη) το σπάταλο, αδηφάγο, αδυσώπητο αφεντικό. Με την πρώτη ευκαιρία θα ξεχάσει την κρίση, θα απαρνηθεί τη φτώχεια και θα τραβήξει ξανά προς τις αγορές! Και κει στις αγορές θα αναδιπλώσει τις κρυμμένες αγάπες του στη σπατάλη, την εκμετάλλευση της φύσης και του διπλανού και το ιδεολόγημα «πατάω επί πτωμάτων».

Στο κομψό αμφιθέατρο της Ελεύθερης Εκφρασης ο ίδιος ο Μανιώτης ως σκηνοθέτης, με μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, φωτισμούς του Αντ. Παναγιωτόπουλου, βοηθό σκηνοθέτη τον Γιάννη Γούνα καθοδήγησε τον ηθοποιό με πείρα ετών Νίκο Μαγδαληνό να διαπλάσει έναν απελπισμένο ξοφλημένο πρώην ευημερούντα συνάνθρωπο, να θρηνήσει επί των ερειπίων ενός δανεικού πλούτου και μιας βιτρίνας ευζωΐας χαμένης για πάντα αλλά και να αφήσει να εννοηθεί πως πίσω από τον θρήνο για την απώλεια του περιττού καραδοκεί η απληστία, μέσα από την ψόφια προβιά του προβάτου καιροφυλακτεί ο λύκος.

Ο Μαγδαληνός έδειξε πως η πείρα, ο σωστός ρυθμός και οι σημαίνουσες σιωπές και ο ευδιάθετος ψυχισμός κάνουν σωστό θέατρο.

Σκηνοθεσία:Γιώργος Μανιώτης

Ερμηνεία:Νίκος Μαγδαληνός

Σκηνικά – κοστούμια:Γ. Μανιώτης– Ν. Μαγδαληνός

Eνδυματολογική επιμέλεια:Eλευθερία Tώρα

Φωτισμοί:Αντώνης Παναγιωτόπουλος

Μουσική:Θοδωρής Οικονόμου