«O θάνατος του Εμποράκου» (διάβαζε «Ο θάνατος του πλασιέ») είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά επιχειρήματα που διαλύουν όλη τη μυθοποίηση του καπιταλισμού. Διότι μόνο ένας αφελής ή μέτοχος ατελούς παιδείας (ιδιαιτέρως στην Ελλάδα) δεν θα αντιληφθεί πως ο κορυφαίος προοδευτικός και αριστερός διανοούμενος των ΗΠΑ, ο Αρθουρ Μίλερ, μέσω του θεάτρου και των κωδίκων του αποδομεί το κυρίαρχο ιδεολογικό και οικονομικό μοντέλο που οδήγησε τον Μαρξ να συλλάβει τη θεωρία του για την αλλοτρίωση. Εγραφα μεταξύ άλλων το 1985 για το αριστούργημα του Μίλερ επ’ ευκαιρία τότε της παράστασης του μακαρίτη Κώστα Μπάκα με τον χαρισματικό Καρακατσάνη: «Ο Μίλερ ήδη το 1949 έχει συλλάβει έως την τελευταία λεπτομέρεια τον μηχανισμό του συστήματος που από τη μια καλλιεργεί και συντηρεί υπερφίαλα όνειρα και από την άλλη ισοπεδώνει, τσαλακώνει, κυριολεκτικά λιώνει, φιλοδοξίες, εφέσεις και προθέσεις. Αυτός ο μηχανισμός ούτε ευανάγνωστος είναι ούτε προσιτός ούτε εύχρηστος∙ είναι σχεδόν μυθικός, κρυπτικός, δύσχρηστος. Δεν ξέρει κανείς πώς κατασκευάζει επιτυχημένους και πλούσιους. Τα κριτήρια είναι θολά, τα μέσα δυσδιάκριτα, τα προσόντα των πετυχημένων ποικίλα, διαμετρικά και αντίθετα. Μηχανισμός κρεατομηχανής, μυλόπετρας, λαβυρίνθου. Λαβύρινθος, όπου εκτός από τον Μινώταυρο και η Αριάδνη και ο μίτος της είναι μέσα στη συνομωσία εναντίον του Θησέα.

Ο εμποράκος – πλασιέ Ουίλι Λόμαν, αυτό το τυπικό θύμα του συστήματος, αυτός ο μέσος ανθρωπάκος που παγιδεύτηκε και πίστεψε πως είναι ένας άλλος και θέλησε ως άλλος να αντιμετωπιστεί, συντρίβεται μέσα στα γρανάζια του μηχανισμού, χωρίς να καταλάβει ούτε μια στιγμή ποιος ήταν πραγματικά πριν φθάσει στον θάνατό του, τη μοναδική του ανταλλακτική αξία. Το σύστημα τοκίζει μια ολόκληρη αποτυχημένη ζωή και αποδίδει, ως τόκο, θάνατο. Η υπεραξία του Λόμαν είναι ο θάνατός του. Αυτόν όμως τον θάνατο τον εισπράττουν άλλοι, άρα ο Λόμαν ακόμη και μετά θάνατον είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ο Μίλερ, μια από τις πιο όρθιες αριστερές συνειδήσεις της Αμερικής, χωρίς να κάνει ούτε μια στιγμή κήρυγμα, χωρίς ούτε μια στιγμή να τσιτάρει, διάβασε κατά τρόπο αυθεντικό την αλλοτριωτική διαδικασία που περιγράφει ο Μαρξ, με μοναδικό μέσο τη γλώσσα της θεατρικής τέχνης. Ο Λόμαν είναι ένα τέλειο καπιταλιστικό προϊόν, αλλοτριωμένο και ταυτόχρονα αλλοτριωτικό. Ενα θλιβερό προϊόν που γεννά θλιβερά προϊόντα εν σειρά. Τελικά, ένα τραγικό πρόσωπο. Να τολμήσω να πω ότι πίσω από το σχέδιο του Μίλερ μπορείς χωρίς κόπο να διακρίνεις μια σατυρική (και όχι σατιρική) παραλλαγή του οιδιπόδειου μύθου; Θα χρειαζόταν άλλος χώρος για να δειχθεί αυτή η υπόθεση, αλλά αυτός ο ωφέλιμος θάνατος, κατάληξη μιας μίζερης ζωής, είναι μια αστική ανάγνωση του αρχαίου μύθου. Δυστυχώς, κατά τη γνώμη μου πάντα, η τεχνική του Μίλερ, η κινηματογραφική τεχνική, το φλας μπακ, η παράλληλη δράση, το σύνθετο σκηνικό και τα άλλα πρωτοποριακά μέσα που χρησιμοποιεί, φαίνονται σήμερα φθαρμένα, συνηθισμένα και ξεπερασμένα. Η γραφή του παραείναι προγραμματική και οι τύποι του (πλην του ζεύγους Λόμαν) παραείναι σχηματικοί».

ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ. Από το 1985 πέρασαν τριάντα χρόνια και μεσολάβησε και η παράσταση του Ντασσέν με τον Καζάκο. Και όμως, παρά τις όποιες αντιρρήσεις μου για τη γραφή και τη δομή, το έργο του Μίλερ σήμερα (ίσως και αύριο περισσότερο) ως σκηνική ερμηνεία της αρρώστιας του αιώνα, του καρκινώματος, που με συνεχείς μεταστάσεις έχει στις μέρες μας παγκοσμίως φθάσει στα όρια του θανάτου το σύστημα παραγωγής αλλοτρίωσης, φαντάζει ως προφητεία του μέλλοντος.

Τώρα όσοι οξυδερκείς διαβάζουν την ιστορία αυτής εδώ της χώρας αντιλαμβάνονται πως όπως θεωρητικά είχε θεμελιώσει της αρρώστιά της ο Κωστής Μοσκώφ, υπήρξαμε από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μεταπράτες, εμποράκοι, πλασιέ ξένων ιδεών, ξένων προϊόντων, ξένων μεθόδων και δανείων κεφαλαίων, υλικών, πνευματικών και ηθικών.

Κι αυτά τα δάνεια καλούμαστε να πληρώσουμε τώρα. Να γιατί «Ο θάνατος του εμποράκου» πάντα στην ελληνική σκηνή είχε τεράστια επιτυχία. Γιατί όλο το εκπαιδευτικό, το πολιτικό και το πολιτιστικό μας σύστημα ήταν και μεταπρατικό και αλλοτριωμένο.

Ο Μίλερ γράφει το 1949 τον «Εμποράκο», την εποχή που εμείς εδώ βγαίναμε από τον Εμφύλιο στηριγμένοι στην αμερικανική οικονομική βοήθεια. Αλλά μόνο βοήθεια; Μαζί με τα δολάρια πάντα έρχονται και τα προϊόντα και τα ήθη και οι αξίες των δανειστών. Χορέψαμε τους χορούς τους, διαβάσαμε την πεζογραφία τους, μιμηθήκαμε τους κινηματογραφικούς τους μύθους και βάλαμε σε ισότιμη μοίρα με τη δική μας τη γλώσσα τους.

Πώς το έγραψε ο Βάρναλης: «Πού ήσουν νιότη που ‘λεγες πως θα γινόμουν άλλος»; Κι αντί να γίνω άλλος αλλοτριώθηκα και έγινα αντικείμενο προς πώλησιν με μόνη προοπτική να πουλήσω το θάνατό μου ή όπως συμβαίνει στη χώρα μας να πουλάω το παρελθόν μου στα καραβάνια των τουριστών.

Σκεφθείτε πως ο «Θάνατος του εμποράκου» παίζεται στο Εθνικό μας Θέατρο μόλις τώρα για πρώτη φορά πάνω από μισό αιώνα από τη συγγραφή του. Λες και φοβόμαστε να δούμε την αλήθεια κατάματα. Λες και φοβόμαστε να δούμε πως βλέποντας στον καθρέφτη μας το είδωλό μας έμοιαζε στον Λόμαν.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Ο Σταμάτης Φασουλής που μετέφρασε και σκηνοθέτησε το έργο στην κεντρική σκηνή του Εθνικού νομίζω πως κατέθεσε μια από τις πλέον ώριμες σκηνοθεσίες του. Γιατί είδε το αμερικανικό αλλοτριωμένο όνειρο σαν μια σύγχρονη εκδοχή αρχαίου τραγικού δράματος.

Εξάλλου είναι γνωστό ότι από τον Ο’Νιλ έως τον Αλμπι το αμερικανικό θέατρο δύο πηγές είχε για να ερμηνεύσει τα αμερικανικά κοινωνικά και ηθικά αδιέξοδα, την ελληνική τραγωδία και τον ευρωπαϊκό Βορρά (Ιψεν, Στρίντμπεργκ, Τσέχοφ). Ετσι δημιουργήθηκε ο αμερικανικός θεατρικός ρεαλισμός: αστικό δράμα με τραγική φόρμα και τραγική κάθαρση.

Ο Φασουλής είχε όμως και ικανούς συνεργάτες. Ο Γαβαλάς οργάνωσε την πολυδύναμη σκευή των χώρων παρόντος – παρελθόντος με χρήση των μηχανών δυνατότητας του Εθνικού.

Η Βαχλιώτη σχεδίασε θεατρικά αλλά και χρονούμενα κοστούμια. Ο Μπιρμπίλης φώτισε έξοχα τους χρόνους της μνήμης και της πραγματικότητας.

Η μουσική (Nalyssa Green) δίνει μια διάσταση βάθους στα δρώμενα.

Βρήκα τέλεια την ισορροπία της υποκριτικής συνεισφοράς. Χωρίς παρατράγουδα. Από τους μικρούς επεισοδιώδεις ρόλους (Δεπάστας, Ρούσσος, Βάρσου, Βάσια Χρήστου, Γιαννουδάκη) έως τους ακτινωτούς (Τζωρτζάκης, Κίτσος, Στόλλας, Κούκιος) κι αξονικούς ο πάντα εύστοχος Τσορτέκης, ο άκρως αποτελεσματικός και καίριος Αλ. Λογοθέτης πλαισίωσαν μιαν αποκαλυπτική τραγική περσόνα που με βαθιές χαράξεις δημιούργησε η Πέγκυ Σταθακοπούλου και το παν κορυφώθηκε με τον τραγικό κλόουν που σχεδίασε και απογείωσε ο Πέτρος Φιλιππίδης, μείγμα τεχνοτροπιών Τσάπλιν, Μπάστερ Κίτον, Γούντι Αλεν και Ντάστιν Χόφμαν, διαδρομή από το γκροτέσκο στον νατουραλισμό.